Ήταν ένας τύπος ξενέρωτος αλλά με χρήμα, που κατάφερε το μπαμπά του να του αγοράσει μία Ferrari. Πάει λοιπόν στον κολλητό του για να του κάνει φιγούρα και τον καλεί να πάνε μία βόλτα με το καινούργιο αυτοκίνητο.
Μάκης: Πάμε ρε μια βόλτα με την αμαξάρα μου να δεις τι πήρα...
Ο Τάκης ξέρει τι σκοτώστρα οδηγός είναι ο Μάκης αρνείται ευγενικά.
Τάκης: Ασε ρε Μάκη κι έχω μια δουλειά σε μισή ώρα..
Μάκης: Μισή ώρα; Σε μισή ώρα πάμε Θεσσαλονίκη και ξαναρχόμαστε. Μια βολτίτσα εδώ κοντά σου λέω.
Τι να κάνει, με τα πολλά πείθεται ο Τάκης, μπαίνει μέσα και ξεκινάνε.
Τάκης: Κοίτα μαλάκα μην τρέχεις πολύ, γιατί φοβάμαι.
Μάκης: Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας ρε Τάκη, το αυτοκίνητο είναι πολύ ασφαλές. Να για παράδειγμα, βλέπεις αυτή την κλειστή στροφή μπροστά μας (μπροστά διακρίνεται μια στροφή 180 μοιρών); Θα την περάσουμε με 170 και το αμάξι δεν θα κουνηθεί από το δρόμο.
Τρελαίνεται ο Τάκης. Διπλώνεται στα δύο. Σφίγγει το κάθισμά του με το αριστερό χέρι, την πόρτα με το δεξί. Τσιτώνει τα πόδια στο πάτωμα και προσεύχεται. Παρά όλες τις προβλέψεις το αυτοκίνητο δικαιώνει το Μάκη και παίρνει τη στροφή με 170 χωρίς να βγει από το δρόμο.
Μάκης: Είδες ρε που στα λεγα;
Τάκης: Εν τάξει, αλλά από δω και πέρα να πηγαίνουμε και λίγο σιγότερα έτσι;
Μάκης: Βλέπω ότι δεν σε έπεισα. Βλέπεις αυτή την εφημερίδα στο βάθος του δρόμου; Θα περάσουμε από πάνω της με 320 και το κενό αέρος που θα δημιουργήσουμε θα την κόψει στα δύο.
Τρελαίνεται ξανά ο Τάκης. Επαναλαμβάνει τις πιο πάνω κινήσεις. Παίρνει ένα χρώμα λευκοκίτρινο, τα μάτια του γυρίζουν ελαφρά προς τα μέσα... Και πάλι ο Μάκης δικαιώνεται, το αυτοκίνητο περνά με τρομερή ταχύτητα πάνω από την εφημερίδα και την σκίζει στα δύο.
Μάκης: Είδες ρε; Σου λέω. Μη φοβάσαι τίποτα.
Τάκης: Εντάξει, εντάξει, αλλά μήπως πρέπει να γυρίσουμε γιατί έχω και τη δουλίτσα που λέγαμε;
Ο Μάκης όμως την έχει καταβρεί με το αυτοκίνητο και δεν συμαζεύται με τίποτα. Μάκης: Βλέπεις αυτό το γκρεμό μπροστά μας; Θα πιάσω ταχύτητα 340.
Θα φρενάρω 10 μέτρα πριν από το γκρεμό και θα σταματήσουμε στο χείλος.
Μόλις ακούει αυτά τα λόγια ο Τάκης, χάνει 25 κιλά, παθαίνει δύο εγκεφαλικά, βγάζει αφρούς από το στόμα και γενικά βρίσκεται σε κατάσταση αμόκ.
Πέρα από κάθε λογική πρόβλεψη τα πράγματα γίνονται ακριβώς όπως είπε ο Μάκης και με το αυτοκίνητο σταματημένο στο χείλος του γκρεμού ο Μάκης γυρίζει προς τον Τάκη και του λέει χαμογελώντας:
Μάκης: Πες μου τώρα τι θέλεις να κάνουμε.
Τάκης (ψιθυριστά, συγκεντρώνοντας όσες δυνάμεις του έχουν μείνει από την αγωνία): Τώρα που χέστηκα, πάμε πίσω στην εφημερίδα