Ήταν μια φορά μια οικογένεια χελώνων (μάνα, πατέρας, και τρεις γιοί) και αποφάσισαν να πάνε για πικ νικ. Ξεκίνησαν ένα ωραίο πρωί και περπατώντας μία μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες, βρήκανε ένα ωραίο λιβάδι.
Στρώσανε μία κουβέρτα και βγάζοντας τα πράγματα είδαν ότι έλειπε το ανοιχτήρι για τις κονσέρβες. Λέει τότε ο πατέρας στον μικρό του γιό. Γιε μου να πας στο σπίτι να φέρεις το ανοιχτήρι.
Μικρός γιός: Δεν πάω θα φάτε!
Πατέρας: Σου υπόσχομαι ότι θα σε περιμένω.
Μικρός γιός: Δεν πάω θα φάτε!
Με τα πολλά όμως έφυγε. Πέρασαν τρεις μέρες αλλά δεν είχε γυρίσει. Τότε ο δεύτερος γιος άρχισε να διαμαρτύρεται ότι πεινάει. Υποσχέθηκα στον μικρό μου γιο ότι θα τον περιμένουμε λέει ο πατέρας. Πέρασε μία βδομάδα, δύο βδομάδες, ένας μήνας και άρχισαν να διαμαρτύρονται και οι άλλοι. Υποσχέθηκα στον μικρό μου γιο ότι θα τον περιμένουμε λέει πάλι ο πατέρας. Πέρασαν δύο μήνες ώσπου δεν άντεξε και ο πατέρας και λέει στους υπόλοιπους να ξεκινήσουν να τρώνε. Tότε ξεπετάγεται ένα κεφάλι πίσω από κάτι θάμνους και λέει:
Θʽ φάτε ε, δεν πάω!