Δέκα καμηλιέρηδες με δέκα καμήλες ξεκινούν να διασχίσουν τη Σαχάρα.
Μετά από λίγο ψωφά μία καμήλα και ο καμηλιέρης ανεβαίνει σε μια άλλη με άλλον μαζί.
Πάλι μετά από ώρες ψωφά άλλη καμήλα και ο καμηλιέρης ανεβαίνει σε άλλη καμήλα με άλλον μαζί.
Την τρίτη μέρα ζει μόνο μία καμήλα και πάνω της είναι στριμωγμένοι και οι δέκα καμηλιέρηδες από το λαιμό μέχρι την ουρά.
Επόμενο ήταν μετά από λίγο η καμήλα να ζορίζεται και αρχίσει να βογγά.
Ο καμηλιέρης που ήταν στο λαιμό, ακούει πρώτος τα βογγητά, προαισθάνεται το τέλος της καμήλας και σκεπτόμενος την πεζοπορία που τους περιμένει, γυρίζει στον πίσω του και του λέει λυπημένος.
- Φίλε η καμήλα σκούζει.
Ο δεύτερος επίσης λυπημένος γυρίζει στον τρίτο και τον ενημερώνει :
- Φίλε η καμήλα σκούζει.
Αυτό έγινε μέχρι και τον ένατο, ο οποίος επίσης γυρίζει στον δέκατο καμηλιέρη, ο οποίος κρατιόταν από την ουρά και του λέει μέσα στη μαύρη απελπισία:
Φίλε η καμήλα σκούζει.
Και αυτός:
- Τι να κάνω ρε μαλάκα; Aμα τη βγάλω έξω θα πέσω.