Ο Τζιράκης, ένας βοσκός από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου που συνελήφθη να κλέβει αρνιά στην Δίκτη, λίγο πριν γίνει η δίκη του λέει στον Δικηγόρο του ικετευτικά:
- Σώσε με, κύριε Δικηγόρε, και εγώ ... . ό,τι θες μου ζήτα. Και, όταν λέω ό,τι θες το εννοώ. Θες αυτοκίνητο θα σου το πάρω. Θες λεφτά, ένα-δυο εκατομμύρια, όσο θες, θα σου τα δώσω.
- Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα εκατομμύρια, όσο κάνει μια μερσεντές, και συνάμα αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς. Συμφωνείς ή όχι;
- Συμφωνώ και λέγε γρήγορα τι να κάνω;
- Λοιπόν, σε λίγο ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τον συμβουλεύει ο δικηγόρος, εσύ θα απαντάς "μπεε..." και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει;
- Εντάξει και παραντάξει, συμφωνεί ο Τζιράκης.
Σε λίγο ο πρόεδρος ρωτά τον κατηγορούμενο:
- Πως λέγεσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, απαντά αυτός.
- Ρε, σε ρώτησα πως σε λένε;
- Μπεε, απαντά και πάλι αυτός.
- Μήπως δεν ακούς, κατηγορούμενε; Από πού είσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, λέει πάλι αυτός.
Μετά από λίγο ο πρόεδρος του δικαστηρίου νευριάζει και λέει δυνατά στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς:
- Κύριε εισαγγελέα, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός, αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ, αθώος!
Μετά από αυτό ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη και του λέει θριαμβευτικά:
- Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι.
Και ο Τζιράκης του απαντά με τρελό ύφος:
- Μπέε!