Ήταν μια φορά κάποιος που έκανε περίπατο στο δάσος και θαύμαζε τη φύση. Βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους ηρεμίας όπου ξαφνικά τον πιάνει ένα φοβερό κόψιμο. Κρατιόταν όσο μπορούσε και σκεφτότανε ότι ήταν αμαρτία να τα κάνει στ ο δάσος και να λερώσει ένα τόσο όμορφο μέρος. Στο τέλος όμως δεν άντεξε, σκάβει γρήγορα-γρήγορα μία τρύπα κάθεται πάνω της και ξαλαφρώνει.
Εκεί που βγάζει το χαρτομάντιλο για να σκουπιστεί βλέπει να περνάει από μπροστά του ένα παπάκι λερωμένο με σκατά.
- Πωπώ! λέει ο τύπος, τι έπαθε το κακόμοιρο. Βλέπει ότι έχει άλλα δύο χαρτομάντιλα οπότε αποφασίζει και το καθαρίζει.
Εκεί που πάει να βγάλει το ένα από τα δύο χαρτομάντιλα που του είχαν απομείνει για να σκουπιστεί ξαναβλέπει και άλλο παπάκι μέσα στο σκατό. Σκέφτεται ότι έχει ακόμη ένα χαρτομάντιλο για να σκουπιστεί ο ίδιος και είναι κρίμα να το αφήσει έτσι οπότε το καθαρίζει και αυτό.
Μένοντας τώρα με το τελευταίο χαρτομάντιλο στο χέρι πάει να σκουπιστεί... Και τσουπ! και άλλο παπάκι περνάει από μπροστά του γεμάτο και αυτό σκατά. Θυσιάζει και το τελευταίο του χαρτομάντιλο γιατί πολύ το λυπήθηκε. Σηκώνεται τέλος πάντων, σκουπίζεται με λίγο χώμα και κάτι φύλλα που βρήκε εκεί γύρω πάει να βάλει το παντελόνι του και ακούει πίσω από τους θάμνους μία φωνή να του λέει.
- Ει, ψιτ φίλε μήπως έχεις κάνα χαρτομάντιλο να σκουπιστώ γιατί μου τελειώσανε τα παπάκια;!