Ένας δικηγόρος παντρεύεται κάποια η οποία προηγουμένως είχε πάρει δέκα διαζύγια.
Την πρώτη νύχτα του γάμου λέει στο νέο της σύζυγο:
"Σε παρακαλώ, να είσαι ευγενικός, γιατί ακόμη είμαι παρθένα".
"Τι πράγμα;" ρωτάει προβληματισμένος ο γαμπρός.
"Πώς είναι δυνατόν αφού παντρεύτηκες δέκα φορές;"
"Να σου πω. Ο πρώτος σύζυγος ήταν αντιπρόσωπος πωλήσεων. Συνέχεια μου έλεγε πόσο μεγάλο θα ήταν.
- Ο δεύτερος ασχολούνταν με λογισμικό.
Ποτέ δεν ήταν βέβαιος πώς λειτουργούσε αλλά είπε ότι θα το έψαχνε και θα επέστρεφε.
- Ο τρίτος ήταν από τον τομέα των υπηρεσιών. Είπε ότι όλα ήταν ελεγμένα εκ των προτέρων αλλά όμως δεν κατάφερνε να σηκώσει το σύστημα.
- Ο τέταρτος ήταν στις τηλεπωλήσεις. Αν και γνώριζε ότι είχε την εντολή, δεν ήξερε πότε θα μπορούσε να κάνει την παράδοση.
- Ο πέμπτος ήταν μηχανικός. Γνώριζε τη βασική διαδικασία αλλά χρειαζόταν τρία χρόνια για την έρευνα, την εφαρμογή και τη σχεδίαση μιας νέας εξειδικευμένης μεθόδου.
- Ο έκτος σύζυγος ήταν από τον τομέα της διοίκησης. Γνώριζε πώς, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν δική του δουλειά ή όχι.
- Ο έβδομος σύζυγος ασχολούνταν με την προώθηση προϊόντων. Αν και διέθετε ένα ωραίο προϊόν, ποτέ δεν ήταν σίγουρος πώς πρέπει να το τοποθετήσει. Ό ένατος σύζυγος ήταν γυναικολόγος. Μόνο το κοίταζε.
- Ο δέκατος ήταν συλλέκτης γραμματοσήμων.
Το μόνο που έκανε ήταν... Θεέ μου, μου έλειψε. Αλλά τώρα που παντρεύτηκα εσένα είμαι αναστατωμένη. "Καλά, αλλά γιατί;" ρωτά ο σύζυγος.
"Γιατί είσαι δικηγόρος. Αυτή τη φορά σίγουρα ... θα με κανονίσουν".

Κάποιος παππούς πεθαίνει στο Μόναχο και αφήνει ευχή και κατάρα στα παιδιά του να τον θάψουν στην πατρίδα του, την Συκιά Χαλκιδικής.
Επειδή η γραφειοκρατία και στην γερμάνια κάνει κάποιες μέρες συν μια 6ημερη απεργία της ολυμπιακής αναγκάζουν τα παιδιά του να τον ταριχεύσουν. Όταν με το καλό φτάνει στο αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης τον περιμένει το κοράκι ελαφρώς πιωμένο. Τον φορτώνει χωρίς συνοδεία φυσικά βάζει και τον Ζαφείρη Μελά στο μαγνητόφωνο λογά σούρας συν καψούρας (ο χειρότερος συνδυασμός) και πλακώνεται 140 150 160. Έξω από τον αρμενιστή στην ανηφόρα ανοίγει η πίσω πόρτα και φεύγει το φέρετρο μαζί με τον πάππου και τα λουλούδια. Κατρακυλώντας πέφτει στην θάλασσα πάνω από έναν ψαροντουφεκά. Τον βλέπει ο δύτης τον παίρνει για κάποιο μεγάλο ψαρί και τον κτυπάει με το ψαροντούφεκο. Όταν βλέπει το λάθος του τι να κάνει τον βγάζει στην ακτή βλέπει ένα άδειο Ντάτσουν τον κρύβει στην καρότσα και φεύγει. Κάποια στιγμή έρχεται ο κάτοχος του Ντάτσουν φυσικά παίρνει χαμπαρι τι έχει στην καρότσα. Στον δρόμο για το χωριό τον ξεφορτώνει σε μια κλειστή στροφή πάνω στην διπλή γραμμή. Όπως είναι επόμενο λόγω καντεμιάς του πάππου έρχεται μια νταλίκα τον βλέπει τελευταία στιγμή φρένα κλαπέτα δεν το πρόλαβε 40 τόνοι 16 τροχοί πάνω από τον παππού. Ο νταλικέρης ψάχνει με σι μπι το κοντινότερο κέντρο υγείας και με κόρνες φώτα τον μεταφέρει εκεί. Ορμάνε οι τραυματιοφορείς το κουβαλάνε μέσα και ο νταλικέρης περιμένει έξω όλο αγωνιά. Σε 2 ώρες βγαίνει ο γιατρός με την πράσινη ποδιά τον σκούφο την μάσκα πιάνει τον νταλικέρη από τον ώμο και λέει:
- «Έκανα ότι μπορούσα δέκα λεπτά πιο νωρίς αν το είχα θα τον έσωνα.»*Μου το διηγήθηκε γιατρός από το Πλαγιάρι