Είναι ένας Αμερικάνος, ένας Ιάπωνας κι ένας Έλληνας σ ένα τραίνο. Ξαφνικά ακούγεται ένα "ντριιιιιιιιιιιιιν" κι ο Αμερικάνος παριστάνοντας με το χέρι πως μιλάει στο τηλέφωνο αρχίζει:
"Hello!?!... Yes... Yes ... O. K!"
Ο Έλληνας κι ο Ιάπωνας τον κοίταζαν περίεργοι. Τελικά ο Έλληνας πήρε το θάρρος και είπε "με συγχωρείτε αλλά ξέρετε είμαι περίεργος...", "Οhhh" τον διακόπτει ο Αμερικάνος "αυτό τελευταία tecnology στο America... Μάικροφον στο μικρό δάκτυλο, ακουστικό στον αντίχειρα, χωρίς παρεμβολές και χωρίς κίνδυνο από electomagnetic waves... It s very very good".
Το ταξίδι συνεχίζεται και μετά από λίγα λεπτά "biiiiiiiiiip biiiiiiiiiiiip".
Ο Ιάπωνας πιάνει το δόντι του κι αρχίζει να μιλάει "Οχάιο, φουκουγιάμα, σουζούκι, χόντα καβασάκι... Σαγιονάρα".
Οι άλλοι δύο κοιτούν έκθαμβοι. "Χααααα, αυτό τελευταία τεχνολογία στο Japan. Ακουστικό στο αφτί, μικρόφωνο στο δόντι χωρίς ραδιενέργεια. It s fantastic".
Το ταξίδι συνεχίζεται ήρεμα κι ωραία μέχρι που ο Έλληνας αμολάει μια πολύ ηχηρή πορδή "πρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρττττττττττττττττ"
"Ε, χμ, με συγχωρείτε, μόλις έλαβα ένα φαξ".
Βρέθηκαν μια μέρα στη κόλαση ένας Έλληνας , ένας Αμερικάνος κι ένας Ινδός. Τους συναντάει ο διάβολος και τους λέει:
- Σε όσους έρχονται εδώ δίνω μία ευκαιρία να μεταφερθούν στον παράδεισο.
Και βγάζει ένα τεράστιο μαστίγιο λέγοντας:
- Όποιος θα αντέξει τρία χτυπήματα χωρίς να φωνάξει, θα πάει στον παράδεισο. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για ασπίδα ό,τι θέλετε.
Πρώτος πηγαίνει ο Αμερικανός.
- Τί θα έχεις για ασπίδα;, ρωτάει ο διάβολος.
Ο Αμερικάνος σηκώνει μια τεράστια πέτρα και λέει:
- Θα χρησιμοποιήσω αυτή την πέτρα! Είμαι έτοιμος!
Σηκώνει ο διάβολος το μαστίγιο, χτυπάει μια και φεύγει η πέτρα. Χτυπάει δεύτερη και ουρλιάζει σαν τρελός ο Αμερικάνος, οπότε χάνει την ευκαιρία να πάει στον παράδεισο.
Στη συνέχεια ήταν σειρά του Ινδού.
- Τί θα έχεις για ασπίδα;, τον ρωτάει ο διάβολος.
- Τίποτα, λέει ο Ινδός. Έκανα πενήντα χρόνια γιόγκα και δε νιώθω καθόλου πόνο!
Στο πρώτο χτύπημα ο Ινδός ήταν ατάραχος. Στο δεύτερο έκανε κάποιους μορφασμούς και στο τρίτο χτύπημα λίγο περισσότερους. Αλλά δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα του!
- Να πάρει, λέει ο διάβολος, πρώτη φορά αντέχει κάποιος τρία χτυπήματα. Λοιπόν, είσαι ελεύθερος
Να πας στον παράδεισο. Το αξίζεις.
- Όχι, λέει ο Ινδός. Θέλω να μείνω και να δω. Σε όλα τα ανέκδοτα ο Έλληνας τη βγάζει καθαρή. Θέλω να δω τώρα πώς θα ξεμπερδέψει!
- Εντάξει, μείνε να βλέπεις, του λέει ο διάβολος.
Έρχεται λοιπόν η σειρά του Έλληνα και τον ρωτάει:
- Εσύ τί θα χρησιμοποιήσεις για ασπίδα;
Και απαντάει ο Έλληνας:
- Τον Ινδό!
Ένας χωριάτης κτηνοτρόφος έστειλε τη γυναίκα του στο περίπτερο του χωριού να του αγοράσει τσιγάρα και εφημερίδα και αυτή εξαφανίστηκε.
Μετά από 2 μέρες, ο κτηνοτρόφος είδε τη γυναίκα του να επιστρέφει στο μαντρί επάνω στο γαϊδούρι της αλλά με ξεσκισμένα τα ρούχα της, τα μαλλιά της ανακατεμένα και, γενικά, με εμφανή τα ίχνη της ταλαιπωρίας στην εμφάνιση της.
- Τι έγινε μωρή Χάϊδω; Τι σ συνέβει και ανησύχησα, της είπε με ενδιαφέρον,
- Αστα Μήτσο μ , πού να στα λέου. Μόλις έκανα να ανηφορίσω τη κακοράχη του χωριού μας, μου επιτέθηκαν 3 Αλβανοί, μ άρπαξαν, μ έβαλαν κάτου κι με βίαζαν συνέχεια 3 μερόνυκτα.
- Για στάσ μωρή Χάϊδω, της λέει ο άντρας της, συ λείπς μόνο 2 μέρες.
- Ναι Μήτσο μου, του ξέρου, αλλά θα πάου κι αύριο...
Ο μικρός Βορειοηπειρώτης πάει για πρώτη μέρα στο ελληνικό σχολείο.
"Εδώ που ήρθες", του λέει η δασκάλα, "είναι Ελλάδα! Η πατρίδα σου. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε πια. Είσαι Έλληνας και έτσι πρέπει να νιώθεις. Ούτε να λες ότι ονομάζεσαι Αλτίμ.
Αλέκος θα λες ότι ονομάζεσαι, εντάξει;".
"Εντάξει", λέει ο Αλέκος.
"Είμαι Έλληνας, με λένε Αλέκο και δεν έχω να φοβηθώ τίποτε"! Φεύγει μετά το σχολείο, λοιπόν, αλλά αντί να πάει στο σπίτι, μπλέκει με μπάλα, κάνει τα ρούχα του χάλια, τα γόνατά του επίσης και μαζεύεται στις δέκα η ώρα σπίτι του. Τον βουτάει η μάνα και του τις βρέχει για τα καλά! Τη βρίζει η Αλεκάρα τη μάνα
Του, τις τρώει και από τον πατέρα του. Την άλλη μέρα, τον βλέπει η δασκάλα και τον ρωτάει:
"Τι έπαθες, Αλέκο μου; Ποιος σε χτύπησε;".
Και ο Αλέκος:
"Τίποτε σοβαρό, κυρία. Απλώς χθες βράδυ μου την... έπεσαν κάτι Αλβανοί"!
Ήταν ένας λευκός και μόλις είχε μετακομίσει σε μια συνοικία μαύρων. Λοιπόν αποφάσισε να πάει στον κινηματ ογράφο για να δει καμιά ταινία.
Έτσι πήγε στην στάση του λεωφορείου, όμως υπήρχε μια μεγάλη ουρά από μαύρους που περίμενε να ανέβει στο λεωφορείο. Τι να κάνει, κάθισε και περίμενε. Σε μια στιγμή τον βλέπει ο μαύρος που περίμενε μπροστά του και του λέει -"Συγγνώμη κύριε, καινούριος είσαι εδώ πέρα;" .
- "Ναι", του λέει, "που το κατάλαβες;" .
- "Ααααα", λέει ο μαύρος, "εδώ πέρα οι λευκοί δεν περιμένουν στην ουρά, πάνε αμέσως μπροστά μπροστά, είναι ανώτεροι!"
- "Μα όχι δεν πειράζει, θα περιμένω στην σειρά όπως όλοι", λέει ο λευκός.
- "Όχι", του λέει ο μαύρος, "θα πας μπροστά απ όλους τους μαύρους".
- "Καλά εντάξει θα πάω", λέει ο λευκός και ανεβαίνει στο λεωφορείο περνώντας όλους τους μαύρους που περίμεναν. Όταν φτάνουν στο κινηματογράφο κατεβαίνει και βλέπει μια ουρά από μαύρους 300 μέτρα που περίμεναν για να αγοράσουν εισιτήριο! -"Πω πω", λέει, "τι είναι όλοι αυτοί;". Τι να κάνει λοιπόν, κάθισε και περίμενε στην ουρά. Σε μία στιγμή τον βλέπει ο μαύρος που ήταν μπροστά του και του λέει:
- "Συγγνώμη κύριε, καινούριος είστε εδώ πέρα;" -"Ναι", του λέει ο λευκός, "Που το καταλάβατε;" -"Αααααα", του λέει, "εδώ οι λευκοί δεν περιμένουν στην σειρά, πηγαίνουν κατευθείαν μπροστά".
- "Μα όχι", λέει ο λευκός, "θα περιμένω στην ουρά".
- "Όχι, θα πας κατευθείαν να πάρεις εισιτήριο, δεν θα περιμένεις στην ουρά με τους μαύρους".
- "Καλά, αφού επιμένετε θα πάω" λέει ο λευκός και προσπερνάει όλους τους μαύρους. Λέει λοιπόν σε αυτόν που πουλούσε εισιτήρια:
" -"Θέλω ένα εισιτήριο".
- "Πλατεία ή εξώστη;" τον ρωτάει ο πωλητής.
- "Πλατεία", λέει ο λευκός.
- "Αα όχι, αυτό είναι υποτιμητικό για σας, εκεί πάνε όλοι οι μαύροι. Εσείς θα πάτε στον εξώστη".
- "Μαααα...".
- "Δεν ακούω κουβέντα", του λέει ο πωλητής, "θα πάτε στον εξώστη".
- "Καλά, αφού επιμένετε θα πάω", λέει ο λευκός. Λοιπόν ανεβαίνει στον εξώστη, αρχίζει η ταινία, όμως κάπου στην μέση της ταινίας ήθελε να πάει να κατουρήσει. Βλέπει μια μικρή πορτίτσα και σκέφτεται:
- "Μάλλον αυτή είναι η τουαλέτα". Πάει να μπει στην τουαλέτα, τον προλαβαίνει όμως ένας μαύρος και του λέει:
- "Εεεε, που πας;" -"Θέλω να κατουρήσω", του λέει ο λευκός.
- "Πρέπει να είσαι καινούριος εδώ πέρα, εδώ κατουράνε μόνο οι μαύροι", λέει ο μαύρος.
- "Και εγώ που θα κατουρήσω;", ρωτάει ο λευκός.
- "Οι λευκοί την βγάζουν έξω και κατουράνε κάτω από τον εξώστη", του λέει ο μαύρος.
- "Μα από κάτω κάθονται οι μαύροι", λέει ο λευκός.
- "Ααα, έτσι γίνεται εδώ". Τι να κάνει λοιπόν, την βγάζει και αρχίζει να κατουράει κάτω από τον εξώστη, στην πλατεία. Οπότε ακούγεται μια δυνατή φωνή από κάτω:
- "Ρε φίλεεε, καινούριος είσαι εδώ πέρα;".
- "Ναι", λέει ο λευκός, "που το κατάλαβες;".
- "Εε κάντην λίγο πέρα δώθε"!