Δημοφιλή ανέκδοτα

Κάποτε ήταν ένας Λαρισαίος που ήθελε πολύ να πάει στο Παρίσι. Μετά από πολύ σκέψη πήγε σε ένα πρακτορείο ταξιδιών , έκλεισε θέση σ ένα γκρουπ και πήγε...
Στο Παρίσι πλέον ο Λαρισαίος ακολουθεί κατά πόδας τον ξεναγό μια και δεν ήξερε λέξη γαλλικά.
Ο ξεναγός τους γύρισε σ όλο το Παρίσι, "εδώ είναι η αψίδα του θριάμβου, αυτός είναι ο πύργος του Αιφελ, εδώ είναι η Παναγία των Παρισίων, Λούβρο... Μονμάρτη..."
Ο Λαρισαίος δεν σταματούσε να βγάζει φωτογραφίες. Χιλιόμετρα φιλμ είχε ξοδέψει.
Φτάνοντας στον περιφερειακό του Παρισιού στις υπόγειες διαβάσεις ο ξεναγός γυρνάει και λέει στους τουρίστες "εδώ είναι που σκοτώθηκε η Νταϊάνα της Αγγλίας θλιβερό γεγονός. Το πως έγινε ένα θα σας πω ΠΑΠΑΡΑΤΣΙ"
Τελείωσε το ταξίδι γυρνάει ο φίλος μας στη Λάρισα, εμφανίζει τα φιλμ και φωνάζει συγγενείς και φίλους για να τους δείξει το Παρίσι:
"Ιδώ είναι ου πύργους του Αιφελ, ευτούνους είνι ου Σηκουάνας σαν το δκόνε μας τουν Πηνειό ένα πράμα. Ιδώ σκουτώθκι η Νταϊάνα τσ Αγγλίας κι έμαθα και του πως μάλιστα."
Οι φίλοι, οι συγγενείς με ένα στόμα ρωτούν "πως;" και απαντά ο φίλος μας "ένα θα σας πω Παραπάτ σει!"

Συζητούσαν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος, ένας Γιαπωνέζος και ένας Πόντιος. Σε κάποια στιγμή λέει ο Γερμανός:
- Εμείς στη Γερμανία φτιάξαμε ένα αυτοκίνητο 32 μέτρα.
- Εμείς, λέει ο Αμερικάνος, φτιάξαμε έναν ουρανοξύστη 1800 πατώματα.
- Εμείς, λέει ο Γιαπωνέζος, φτιάξαμε ένα τρένο που πάει με 1200 χλμ/ώρα.
- Εγώ, λέει ο Πόντιος, έχω έναν φίλο από την Κάτω Τούμπα που την έχει 1.5 μέτρο.
- Σιγά ρε φίλε, του λένε οι άλλοι.
- Γιατί, τους λέει ο Πόντιος, αυτά που είπατε εσείς αλήθεια είναι;
- Εντάξει λέει ο Γερμανός, το αμάξι που σας είπα δεν είναι 32 μέτρα, είναι 12.
- Ο ουρανοξύστης που είπα εγώ, δεν έχει 1800 πατώματα αλλά 900, λέει ο Αμερικάνος.
- Και το τρένο που έλεγα εγώ, δεν πάει με 1200 αλλά με 600, λέει ο Γιαπωνέζος.
- Εγώ πάλι ρε παιδιά, λέει ο Πόντιος, τι να σας πω, δεν θυμάμαι, από την Κάτω Τούμπα είναι, από την Ανω Τούμπα είναι...
Δυο τύποι προχωρούσαν σε έναν βρώμικο επαρχιακό δρόμο, όταν ξαφνικά βλέπουν μια τρύπα. Κοιτάζουν μέσα και ρωτάει ο ένας τον άλλον:
- Βλέπεις τον πάτο;
- Όχι, λέει ο άλλος. Να πετάξουμε καμία πέτρα για να δούμε πόσο βαθιά είναι.
Αρχίζει λοιπόν ο ένας να πετάει πέτρες, ρίχνει κι ο δεύτερος κάμποσες, τίποτα, τζίφος, δεν ακούνε τίποτε!
- Χρειαζόμαστε κάτι μεγαλύτερο, λέει ο ένας.
Κοιτάζουν γύρω γύρω και βλέπουν έναν τσιμεντόλιθο στην άκρη του δρόμου. Τον αρπάζουν και τον πετάνε μέσα.
Εκεί που περιμένουν να ακούσουν το "γκντούπ" ακούγεται ένας χαμός πίσω, γυρίζουν και τι να δουν! Έναν τράγο που τους επιτίθεται με μανία! Φεύγουν από την μέση και την τελευταία στιγμή περνάει ο τράγος ανάμεσα τους και πέφτει μέσα στην τρύπα.
- Το είδες αυτό; λέει ο ένας.
- Ναι, κόντεψε να μας σκοτώσει αυτός ο κωλότραγος...
Τότε βλέπουν έναν αγρότη πάνω σε ένα τρακτέρ πίσω από τον φράχτη, τον πλησιάζουν και τον ρωτούν:
- Μήπως έχεις έναν τράγο;
- Nαι, έχω έναν, τους λέει.
- Το ξέρεις ότι ο τράγος σου πήγε να μας σκοτώσει;
- Ναι, μας επιτέθηκε με μανία και προσπάθησε να μας ρίξει μέσα στην τρύπα, λέει κι ο άλλος.
Ο αγρότης κουφαίνεται και τους λέει:
- Σας κυνήγησε; Μπα, δεν θα ήταν δικός μου. Ο δικός μου ο τράγος είναι πολύ γέρος και έχει και αρθρίτιδα. Εξάλλου τον έχω πάντα δεμένο σε έναν τσιμεντόλιθο...
Το γυφτάκι της ιστορίας μας έχει τρομακτικό ταλέντο στη ζωγραφική.
Μπορεί στα μαθήματα να μη τα κατάφερνε αλλά για τη ζωγραφική του όλοι έχουν να πουν στο σχολείο. Φανταστείτε ότι σε μια εργασία που τους έβαλε ο δάσκαλος στο σχολείο να ζωγραφίσουν ένα περιστέρι το έκανε τόσο ζωντανό λες και ήταν έτοιμο να πετάξει.
Ο δάσκαλος αποφασίζει να πάει στον πατέρα του για να του πει για το γιό του να μπει σε κάποια σχολή ζωγραφικής για να αξιοποιηθεί το ταλέντο του.
Όταν έφτασαν κοντά στο τσαντίρι ο γύφτος άρχισε να φωνάζει στο γιό του.
- Τα σε πιάσω ρε κολοπεντι τα σου ντείξω εγκω.
Το γυφτάκι κρυβόταν πίσω από το δάσκαλο.
- Ντύρτω ντάσκαλε το κωλόπαιντο ντύρτω.
- Μα τι λες του λέει ο δάσκαλος το παιδί σου είναι ένας ανερχόμενος ζωγράφος πρέπει να το προσέξεις!
- Τα το σαπίσω στο ξύλο, συνεχίζει ο γύφτος.
- Μα γιατί; ρωτάει ο δάσκαλος.
- Χτες το κωλόπαιδο ζωγράφισε ένα μου** στη σόμπα και εγώ έκαψα τον πού*** μου και ο πατέρας μου τη γλώσσα του!
Ήταν ο Μελισανίδης (ολυμπιονίκης στην γυμναστική )με μια παρέα άλλων φίλων και έμπαινε από τα αστέρια στην γλυφάδα, 4:00 το πρωί να πάει σπίτι του.
Με το που μπαίνουν στη παραλιακή τους σταματάει η αστυνομία για αλκοτέστ...
Πάει λοιπόν ο χωροφύλακας στον Μελισανίδη και του λέει να φυσήξει στο ακροφύσιο... τσαντίζεται ο Μελισανίδης, τον αγριοκοιτάζει, μα καλά ξέρετε ποιος είμαι του λέει... Ιδέα ο χωροφύλακας... τα παίρνει στο κρανίο ο Μελισανίδης βγαίνει από το αμάξι, παίρνει 5 βήματα φόρα , τρέχει βουτιά στον αέρα, μπαμ προσγειώνεται τριπλή ανάποδη τούμπα, διπλή μπροστινή, τινάζετε εναέρια, σπαγκατ, χαμό... Τώρα με θυμάσαι του λέει... Τίποτα, χαμπάρι ο χωροφύλακας... Τσαντίζεται περισσότερο ο Μελισανίδης, 10 βήματα φορά, τρέχει, ρόδα, μια δύο τρεις κολοτούμπες στον αέρα, μπαμ προσγείωση, τρεις ανάποδες τούμπες, διπλό σπαγκατ, κατακόρυφες, της πουτάνας... Μπαμ τέλεια προσγείωση μισό μέτρο από τον χωροφύλακα...
Εν τω μεταξύ είχαν σταματήσει και άλλα αμάξια οι μπάτσοι, ήταν και δυο τύποι ψιλομεθυσμένοι τρία αμάξια πιο πίσω και παρακολουθούσαν, οπότε γυρίζει ο ένας στον άλλο...
- Μεγάλε το έχουν δυσκολέψει πολύ το αλκοτέστ δεν το περνάμε με τίποτα...

Πεθαίνει ένας άνθρωπος και πηγαίνει στον Παράδεισο. Περνάει πρώτα όμως έξω από την Κόλαση, όπου και ακούει έναν χαμό από γλέντια. Με Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, και δεν συμμαζεύεται. Τρίβει τα χέρια του όλο χαρά και σκέφτεται:
- "Αφού η Κόλαση είναι έτσι... φαντάσου ο Παράδεισος".
Φτάνοντας, τον καλωσορίζει ο Αγιος Πέτρος. Αργότερα του δείχνει το δωμάτιο του.
- "Περίεργο", σκέφτεται ο τύπος. "Πολύ ησυχία έχει... μάλλον θα τελείωσε το γλέντι..."
- Την επόμενη μέρα, ρωτάει τον Αγιο Πέτρο:
- "Ποιο είναι το πρόγραμμα για σήμερα;"
- "Το πρωί πηγαίνουμε στο λιβάδι να μαζέψουμε λουλούδια. Το μεσημέρι έχει λειτουργία και μετά ακολουθεί το λιτό μας γεύμα. Έπειτα έχουμε ξεκούραση και το βράδυ εσπερινό και αγρυπνία!", του απαντάει ο Αγιος Πέτρος.
- Σκέφτεται λοιπόν ο τύπος, ότι ίσως δεν ήταν σήμερα μέρα για γλέντι. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Οπότε, πιάνει μια μέρα τον Αγιο Πέτρο και τον ρωτά:
- "Το γλέντι πότε είναι;"
- "Ποιο γλέντι;" απαντάει ο άγιος.
- "Μα, καθώς ερχόμουν περνώντας έξω από την Κόλαση, άκουσα Τσιτσάνη και τραγούδια... Εδώ πότε γλεντάμε;"
- "Μα καλά, μέτρησες πόσοι είστε εδώ;"
- "Ναι, είμαστε 14."
- "Και με συμφέρει εμένα για 14 άτομα, να φέρω ορχήστρα;"
Ήταν 2 κουμπάροι, ο ένας από το χωριό, και ο άλλος από την πόλη. Ο κουμπάρος από το χωριό πήγε να επισκεφτεί τον κουμπάρο από την πόλη. Ο κουμπάρος από την πόλη λέει:
- "Κοίτα κουμπάρε, εμείς εδώ χέζουμε και κάνουμε τις ανάγκες μας στις τουαλέτες. Έλα να σου δείξω!", και του δείχνει.
Το βράδυ που κοιμούνται, του κουμπάρου από το χωριό, του έρχεται να φτύσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα!", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα. Λέει:
- "Θα φτύσω στο τασάκι και το πρωί θα το καθαρίσω", φτύνει στο τασάκι και κοιμάται. Μετά του έρχεται να κατουρήσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα, Λέει:
- "Θα κατουρίσω στο χάλι. Ως το πρωί θα έχει εξατμιστεί", κατουράει στο χάλι και κοιμάται.
Μετά από λίγο του έρχεται να χέσει και λέει:
- "Τώρα πρέπει οπωσδήποτε να βρω την τουαλέτα", ανοίγει πόρτες κλείνει πόρτες, πουθενά η τουαλέτα. Κατεβαίνει στο σαλόνι, βγάζει ένα φυτό από τη γλάστρα του, χέζει και το ξαναβγάζει. Το άλλο πρωί σηκώνεται και φεύγει. Μετά από 3 μήνες παίρνει τηλέφωνο ο κουμπάρος από την πόλη και λέει:
- "Ρε κουμπάρε, το τασάκι μας έφτυσες το βρήκαμε, το χάλι μας κατούρησες το βρήκαμε, πού στο διάολο έχεσες; Δύο σπίτια αλλάξαμε και ακόμα βρομάει."
Ήταν κάποτε ένα παιδί και ήθελε να πάρει ένα παπαγάλο, και μάζευε λεφτά. Kάποια στιγμή ανοίγει τον κουμπάρα του, βρίσκει τριάντα ευρώ. Πάει στο κατάστημα με τα κατοικίδια και λέει:
- "Θέλω ένα παπαγάλο μεγάλο και να μιλάει."
Απαντάει λοιπόν η πωλήτρια του καταστήματος:
- "Έχουμε ένα και κάνει εξήντα ευρώ."
Το παιδί δεν είχε και άρχισε να κλαίει. Το λυπήθηκε η πωλήτρια και του λέει:
- "Πήγαινε στο μπουρδέλο δίπλα και θα του δώσουν τσάμπα τον παπαγάλο τους."
Έτσι λοιπόν πάει τον παίρνει. Τον πάει σπίτι και βλέπει ο παπαγάλος το σπίτι και λέει:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο."
Mετά περνάει η μητέρα του παιδιού και λέει ο παπαγάλος:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο αλλάξαμε και τσατσά."
Mετά περνάνε οι αδερφές του και λέει ο παπαγάλος:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο, αλλάξαμε τσατσά, αλλάξαμε και πουτάνες." Kαι μετά περνάει ο πατέρας του και ο παπαγάλος λέει:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο, αλλάξαμε τσατσά, αλλάξαμε πουτάνες, μα ο κυρ Σταμάτης τακτικός πελάτης."