Δημοφιλή ανέκδοτα

Δύο άσπονδοι εχθροί, τρακάρουν άσχημα με τα αυτοκίνητά τους, τα οποία έγιναν ένα μάτσο παλιοσίδερα, αλλά κανείς τους δεν έπαθε τίποτα.
Βγαίνουν έξω από το αυτοκίνητά τους και βλέπουν ο ένας τον άλλο, οπότε γυρίζει ο πρώτος και λέει:
- Παρόλο που τα αυτοκίνητα μας έγιναν παλιοσίδερα, εμείς δεν πάθαμε τίποτα. Και αυτό, πρέπει να είναι ένα σημάδι από το Θεό, ότι μπορούμε να ζήσουμε μαζί ειρηνικά.
- Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, απαντά ο δεύτερος.
- Αυτό, πρέπει να το γιορτάσουμε, λέει ο πρώτος και φέρνει από το αυτοκίνητο του, δύο κουτάκια μπύρας, που τυχαία δεν είχαν πάθει τίποτα.
Δίνει το ένα στον πρώην εχθρό του και λέει:
- Ασπρο πάτο!
- Ασπρο πάτο, απαντά κι ο άλλος και την κατεβάζει μονορούφι.
Μόλις τελειώνει, βλέπει τον άλλο να μην έχει πιει ούτε γουλιά, οπότε τον ρωτά:
- Εσύ, δε θα πιεις;
- Όχι, λέω να περιμένω να έρθει η αστυνομία πρώτα.
Kαλό παιδί αλλά κομμάτι χαζούλης ήτανε ο φίλος μας ο Ιβάν.
Ζούσε στη μακρινή Ρωσία την εποχή του Τσάρου και όπως όλα τα παιδιά αυτής της κατηγορίας μοστράριζε και για περιζήτητος γαμπρός. Κούκλα ήτανε η αρραβωνιαστικιά του και φυσικά παρθένα. Αυτά βέβαια γινόντουσαν την εποχή του Τσάρου. Τώρα που Τσάρος πια; Ορίσανε και το γάμο τους και ήτανε όλο γέλια και χαρές.
Την ευτυχία τους ήλθε να χαλάσει ο κακός δράκος που λυμαινότανε την περιοχή τη μακρινή εκείνη εποχή. Κάτι σαν τη ΣΔΟΕ τη σημερινή ήτανε ο φόβος και ο τρόμος. Ξέρετε από εκείνα τα τέρατα με τρία κεφάλια και μεγάλα φτερά. Την παραμονή του γάμου βρίσκει τον Ιβάν και του λέει σταράτα:
- Τι μαθαίνω Ιβάν; Παντρεύεσαι ε; Όπως θα ξέρεις όλες τις παρθένες πρώτα τις δοκιμάζω εγώ για να τις εγκρίνω και μετά ο γαμπρός. Λοιπόν κι εσύ σαν πιστός και καλός υπήκοος θα μου φέρεις το βράδυ την αρραβωνιαστικιά σου στο χαμάμ να την εγκρίνω. Και μη την βρω ξεπαρθενεμένη, σ έφαγα κακομοίρη μου.
Αυτά είπε ο δράκος και ο άμοιρος ο Ιβάν έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Δε μιλιότανε όλη μέρα. Πως θα το έλεγε στην καλή του; Θα του την πή***γε ο δράκος και αυτός θα την έπαιρνε δεύτερο χέρι; Ήτανε να πέσει να πεθάνει. Πάνω στην απελπισία του και για καλή του τύχη, να σου τρία χτισμένα παλικάρια ντερέκια μέχρι εκεί πάνω.
- Τι έχεις βρε Ιβάν και είσαι σα θλιμμένη Μεγάλη Παρασκευή; του λέει το ένα παλικάρι. (Ως γνωστόν στη Ρωσία την εποχή του Τσάρου ήτανε όλοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι)
- Τι να έχω μωρέ παιδιά; Να έτσι κι έτσι. Ο δράκος με τα τρία κεφάλια θέλει να του πάω την αρραβωνιαστικιά μου στο χαμάμ το βράδυ για τα περαιτέρω και είμαι να σκάσω.
- Και γι αυτό στεναχωριέσαι βρε χαζέ; Aστο πάνω μας το θέμα. Εσύ κάτσε σπιτάκι σου με την αρραβωνιαστικιά σου και εμείς θα το τακτοποιήσουμε το ζήτημα, του είπανε τα παλικάρια με ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση, σαν υποψήφιου πολιτικού σε προεκλογικό talk show.
Ανακουφισμένος ο Ιβάν την έστησε από νωρίς έξω από το χαμάμ κρυμμένος πίσω από κάτι θάμνους και είδε το δράκο να μπαίνει σηκώνοντας κουρνιαχτό με τις φτερούγες του και μετά από λίγο καπάκι και τα τρία παλικάρια. Περίμενε κι αυτός με αγωνία να δει τι θα γίνει.
Οι ώρες όμως περνάγανε και ούτε φωνή ούτε ακρόαση από το χαμάμ. Τον Ιβάν τον είχανε ζώσει τα φίδια και είχε αρχίσει να μουδιάζει άσχημα ζαρωμένος πίσω από το θάμνο όπως ήτανε. Πάνω στο τρίωρο λοιπόν πήρε τη θαρραλέα απόφαση και ξετσούμισε. Aνοιξε την πόρτα του χαμάμ δειλά δειλά και βρέθηκε μπροστά στο εξής θέαμα:
Το ένα το παλικάρι είχε ακινητοποιήσει το δράκο και του κράταγε τα τρία κεφάλια, το δεύτερο κάτω από τις μασχάλες και το τρίτο ανάμεσα στα σκέλια του. Το δεύτερο παλικάρι τον πηδ**σε από πίσω και το τρίτο είχε σκύψει πίσω από το πρώτο, χάιδευε το μεσαίο κεφάλι του δράκου και του έλεγε με συμπονετική φωνή:
- Είδες μαλ*κα μου; Ενώ αν είχες ένα κεφάλι και τρεις κ*λους θα είχαμε τελειώσει προ πολλού και τώρα θα ήσουνα σπιτάκι σου.
Είναι μια γυναίκα σπίτι με τον γκόμενο της και βγάζουν τα μάτια τους, όταν ξαφνικά έρχεται στο σπίτι το παιδί.
- "Τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν έπρεπε να είσαι στο σχολείο τώρα;", ρωτάει αυτή.
- "Είχαμε κενό και σχόλασα νωρίτερα", απαντάει το παιδάκι.
Το παίρνει λοιπόν το παιδάκι και το κρύβει στη ντουλάπα, για να συνεχίσει με τον γκόμενο.
Μετά από λίγο όμως, επιστρέφει και ο άντρας της νωρίτερα απ` ότι συνήθιζε. Τι να κάνει, παίρνει και τον γκόμενο και τον βάζει στην ντουλάπα μαζί με το παιδάκι.
Μέσα στη ντουλάπα τώρα είναι ο γκόμενος με το παιδάκι...
- "Είναι σκοτεινά εδώ μέσα", λέει το παιδάκι.
- "Ναι", λέει ο γκόμενος.
- "Έχω μια μπάλα ποδοσφαίρου και στην πουλάω".
- "Δεν ενδιαφέρομαι", λέει ο γκόμενος.
- "Είναι ο πατέρας μου απέξω. Θέλεις να τον φωνάξω;"
- "Πόσο την πουλάς;", ρωτάει ο γκόμενος.
- "15.000 δρχ.!"
Τι να κάνει ο γκόμενος την αγοράζει. Μετά από καμμιά ώρα, τους ανοίγει την ντουλάπα η γυναίκα και φεύγει.
Περνάει μια εβδομάδα και τα φέρνει έτσι η τύχη που ξαναγίνονται τα ίδια. Ξανά το παιδάκι είχε κενό και ο πατέρας ήρθε νωρίτερα και ξανά ο γκόμενος βρίσκεται στην ίδια ντουλάπα μαζί με το παιδάκι.
- "Είναι σκοτεινά εδώ μέσα", λέει το παιδάκι.
- "Ναι", απαντάει ο γκόμενος.
- "Έχω μια μπάλα μπάσκετ και στην πουλάω..."
- "Πόσο κάνει", ρωτάει κατευθείαν ο γκόμενος.
- "19.000 δρχ."
Τι να κάνει ο γκόμενος, κόντεψε να του έρθει εγκεφαλικό, αλλά του δίνει τα λεφτά.
Μετά από μια εβδομάδα λέει ο πατέρας στο γιό:
- "Πάμε έξω στο κήπο να παίξουμε ποδόσφαιρο."
- "Α, δε γίνεται γιατί πούλησα τη μπάλα 15.000 δρχ."
- "Τι; Που ακούστηκε ένα παιδί 10 χρονών, να πουλάει τόσο ακριβά τα πράγματα του! Κάποιο καημένο παιδάκι εκμεταλλεύτηκες σίγουρα! Αυτό που έκανες είναι εκμετάλλευση και κοροϊδία γιέ μου! Είναι αμαρτία! Πάμε γρήγορα στον παπά να εξομολογηθείς!"
Πάνε λοιπόν στην εκκλησία και μπαίνει το παιδάκι μέσα στο εξομολογητήριο.
- "Είναι σκοτεινά εδώ μέσα...", λέει.
- "Α, να σου πω! Μην αρχίζεις τις ίδιες μαλακίες κι εδώ, εντάξει;"
Κατακαλόκαιρο, κι ο τζίτζικας κάθεται σε ένα δέντρο με γυαλιά ηλίου, walkman και φραπεδιά στο χέρι. Από κάτω, το μυρμήγκι κουβαλάει πάνω-κάτω σπόρους για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
- Κούλαρε ρε μέρμηγκα, του λέει ο τζίτζικας. Θα σε φάει το άγχος!
- Koρόιδευε εσύ, όταν θα χειμωνιάσει και θα πεινάσεις θα μου χτυπήσειςτην πόρτα, απαντάει το μυρμήγκι.
Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια.
- Ηρέμησε ρε μέρμηγκα, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη!
- Γέλα εσύ, όταν χειμωνιάσει και σε κόψει η λόρδα, θα μου χτυπήσεις την πόρτα.
Κάθε μέρα το ίδιο βιολί, το μυρμήγκι να κουβαλάει και ο τζίτζικας να κοροϊδεύει ο τζίτζικας, ίδια απάντηση το μυρμήγκι.
Τελειώνει το καλοκαίρι και έρχεται η βαρυχειμωνιά.
Η βροχή πέφτει αλύπητη, ο αέρας σφυρίζει έξω παγωμένος και το μυρμήγκι κλεισμένο στη γεμάτη σπόρους φωλιά του, περιμένει το τζίτζικα ανυπόμονα να του χτυπήσει την πόρτα ζητώντας φαΐ.
Ένα παγωμένο βράδυ, το μυρμήγκι ακούει χτυπήματα στην πόρτα!
- Ποιος είναι; ρωτάει.
- Aνοιξε ρε, ο κολλητός σου ο τζίτζικας είμαι!
- Ρε τζίτζικα στα έλεγα εγώ, μονολογεί το μυρμήγκι.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει το τζίτζικα αγκαλιά με μια γκόμενα!
- Κολλητέ μου, πάω διακοπές στις Μπαχάμες με το μωρό, θέλεις κάτι;
- Όχι, λέει το μυρμήγκι φρικαρισμένο, αλλά να πας να πεις του Αισώπου ότι είναι και πολύ μαλάκας !
Γράμμα στο γιό:
Καλέ μου γιε,
Σου γράφω σιγά γιατί ξέρω πως δε μπορείς να διαβάσεις γρήγορα. Δε μένουμε
Εκεί
Που μέναμε παλιά. Ο μπαμπάς σου διάβασε στην εφημερίδα ότι τα περισσότερα
Ατυχήματα γίνονται μέσα σε 20 χιλιόμετρα από το σπίτι και έτσι μετακομίσαμε.
Δε
Μπορώ να σου στείλω τη διεύθυνση γιατί η τελευταία οικογένεια που έμενε εδώ
Πήρε
Μαζί της τα νούμερα για να μην αλλάξουν διεύθυνση.
Το καινούριο σπίτι έχει και πλυντήριο. Την πρώτη μέρα έριξα τέσσερα
Πουκαμισά
Τράβηξα το χερούλι και δεν τα ξαναείδαμε από τότε. Έβρεξε δυο φορές την
Τελευταία εβδομάδα εδώ. Τρεις μέρες την πρώτη και τέσσερις τη δεύτερη. Το
Παλτό
Που ήθελες να σου στείλω, η θεία σου είπε ότι θα είναι βαρύ για το
Ταχυδρομείο
Με όλα αυτά τα κουμπιά, και έτσι τα κόψαμε και τα βάλαμε στην τσέπη για να
Τα
Βρεις.
Η οικογένεια είναι καλά. Ο πατέρας σου έχει μια υπεύθυνη δουλεία. Να
Φανταστείς
500 άτομα είναι από κάτω του. Κόβει το γρασίδι στο νεκροταφείο. Η αδελφή σου
Έκανε παιδί σήμερα το πρωί. Δεν έμαθα αν είναι αγόρι ή κορίτσι και έτσι δεν
Ξέρω
Αν είσαι θείος ή θεία. Πήραμε τις προάλλες ένα λογαριασμό από το
Νεκροταφείο.
Έλεγε ότι αν δε πληρώσουμε τη τελευταία δόση για το τάφο της γιαγιάς θα μας
Την
Επιστρέψουν.
Τα δυσάρεστα τώρα. Τρεις φίλοι σου πέσανε με το φορτηγάκι από τη γέφυρα. Ο
Βασίλης οδηγούσε ο Γιώργος και ο Γιάννης ήταν πίσω στο ανοιχτό. Ο Βασίλης
Σώθηκε
Κατέβασε το παράθυρο και κολύμπησε στην ακτή αλλά οι άλλοι δυο πνίγηκαν. Δεν
Μπορούσαν να κατεβάσουν την πορτούλα για να φύγουν. Ο θείος σου έπεσε σε ένα
Βαρέλι με ουίσκι. Μερικοί προσπάθησαν να τον βγάλουν αλλά τους έδιωξε όλους
Και
Πνίγηκε.
Όχι πολλά νέα αυτή τη φορά. Τίποτα σημαντικό δεν έγινε. Να μας γράφεις πιο
Συχνά.
Με αγάπη
Η μαμά σου.
ΥΓ. Θα σου έστελνα λεφτά αλλά ο φάκελος ήταν ήδη κλειστός.