Έξι τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του για να μη ξυπνήσει τη γυναίκα του.
Μαζεύει τις μπότες, τις πετονιές του, τα δολώματα και τα καλάμια του, τα φορτώνει στο αμάξι και φεύγει.
Μόλις ανοίγεται λίγο με τη βάρκα του, πιάνει μια φοβερή βροχή. Tσατισμένος, αποφασίζει να γυρίσει πίσω. Μούσκεμα από τη βροχή, βγάζει σιγά σιγά τα ρούχα του, πάει στο υπνοδωμάτιο και μπαίνει μαλακά στο κρεβάτι.
Αγκαλιάζει απαλά τη γυναίκα του από πίσω και της ψιθυρίζει στ' αυτί:
- "Γίνεται χαλασμός Κυρίου έξω. Βρέχει καρεκλοπόδαρα!"
Κι αυτή του απαντάει μισοκοιμισμένη:
- "Ναι, ε;... Οσο σκέφτομαι κι αυτόν το μαλ... Α που πήγε πάλι για ψάρεμα..."
Ήταν μια φορά ένα ζευγάρι παντρεμένο...
Ο άνδρας ήθελε να πάρει την γυναίκα του από πίσω αλλά αυτή δεν ήθελε με τίποτα... την είχε πάει σε ψυχολόγους, σε σεξολόγους αλλά αυτή δεν είχε πειστεί με τίποτα να το δεχθεί. Μετά από πολύ ψάξιμο ακούει έναν φίλο του ο οποίος του συστήνει έναν μάγο! Τι να κάνει ο άνθρωπος, το ήθελε πολύ... μία και δύο, πάει και τον βρίσκει!
Του εξηγεί την κατάσταση πως έχει, τον κοιτάζει ο μάγος με διερευνητικό βλέμμα και του λέει:
- "Ξέρεις υπάρχει ένα μαγικό φίλτρο που μπορώ να σου φτιάξω αλλά τα υλικά τα οποία πρέπει να μου φέρεις είναι εξαιρετικά σπάνια και πολύ δύσκολο να τα βρει κανείς!"
- "Και τι υλικά είναι αυτά;" ρωτάει ο άντρας.
- "Είναι ένα φτερό από έναν κόνδορα των Ανδεων, ένα δόντι από έναν μεγάλο λευκό καρχαρία και μία τρίχα από μια λευκή πολική αρκούδα!", του απαντάει ο μάγος.
Με τα πολλά ο άντρας αποφασίζει και αρχίζει το ψάξιμο. Παίρνει αεροπλάνο και πάει στις Ανδεις, εκεί ανεβαίνει σε ένα βουνό... μετά από πολύ ψάξιμο εντοπίζει έναν κόνδορα ο οποίος μόλις έχει φύγει από τη φωλιά του. Τρέχει, τρέχει και φτάνει στη φωλιά, βρίσκει ένα φτερό και την ώρα που το πιάνει έρχεται ο κόνδορας και του την πέφτει. Χαμός! πούπουλα! Ξύλο! Γρατσουνιές! Τελικά καταματωμένος ο άντρας φεύγει με το φτερό!
Το πάει στο μάγο ο οποίος του λέει:
- "Μπράβο, τώρα μπορώ να ξεκινήσω. Αντε φέρε και τα υπόλοιπα"
Παίρνει μια βάρκα πάει στον Ειρηνικό και αρχίζει το ψάρεμα. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες πιάνει έναν λευκό καρχαρία ο οποίος είναι τεράστιος. Τον φέρνει κοντά και προσπαθεί να του βγάλει ένα δόντι. Ο καρχαρίας τον δαγκώνει και καταματωμένος και με το χέρι του να μισό κρέμεται την γλιτώνει!
Πάει στο μάγο και του δίνει το δόντι.
- "Ααα, μπράβο! Είσαι πολύ καλός... πλησιάζουμε στο φίλτρο σύντομα", του λέει.
"Μένει μόνο η τρίχα από την αρκούδα. Αντε φέρε το κι αυτό."
Πάει ο άντρας στην Αλάσκα και αρχίζει το ψάξιμο. Μετά από μέρες εντοπίζει μια αρκούδα η οποία έχει αράξει κάτω από τον ήλιο στον πάγο και κοιμάται. Πάει σιγά σιγά και εκεί που κοιμόταν της τραβά μια τρίχα! Ξυπνά η αρκούδα και τον πιάνει και τον αρχίζει στο ξύλο! Δεν έμεινε κόκαλο άσπαστο.
Μετά από μερικές ημέρες πάει γεμάτος γάζες και γύψους παντού στον μάγο.
- "Ααααα επιτέλους το έφερες, και σε περίμενα μέρες τώρα. Λοιπόν κάτσε και περίμενε δε θα αργήσω..."
Αρχίζει ο μάγος τα δικά του... μπλε κόκκινα υγρά... καπνοί εκρήξεις... χαμός!
Μετά από λίγο γυρνάει και του δίνει ένα μικρό μπουκαλάκι με ένα γαλάζιο υγρό μέσα.
- "Λοιπόν αυτό είναι το φίλτρο", του λέει.
- "Επιτέλους", λέει ο άντρας, "αλλά για πες μου τι το κάνω αυτό;" ρωτάει τον μάγο.
- "Ακου να δεις! Το βράδυ πριν πέσεις για ύπνο θα αφήσεις το μπουκαλάκι κάτω από το κρεβάτι από την πλευρά της γυναίκας σου."
- "Και μετά; Και μετά;", ρωτάει ο άντρας.
- "Μετά, έτσι όπως θα είστε γυμνοί με τη γυναίκα σου, θα της πεις:
"
- "Αγάπη μου: Σκύβεις να πιάσεις το μπουκαλάκι;"

Δυο φίλοι ξεκινάνε για ψάρεμα με την βάρκα τους και τους πλησιάζει ένας φίλος τους τραυλός.
- Παι - παι - παι - δια - δια να - να - να - να ε - ε - ε - ε - ε - ε - ρθω μα - μα - μα - μα - ζι σας ;- Aντε έλα του απαντάνε αυτοί και μπαίνουν και οι 3 στην βάρκα και ανοίγονται στο πέλαγος να ψαρέψουν . Εκεί λοιπόν που ψαρεύουν έρχεται ένα καράβι που δεν έχει δει την βάρκα και πάει κατά πάνω της . Το βλέπει ο τραυλός και λέει :
- Παι - παι - παι - δια κα - κα - κα - κα - κα ... Μέχρι όμως να το πει ο τραυλός το καράβι έχει πλησιάσει πέφτει πάνω στην βάρκα την διαλύει και οι 3 βρίσκονται στην θάλασσα και μετά από αγωνιώδης προσπάθειες και πολύ κολύμπι καταφέρνουν να βγουν στην στεριά . Μετά από καιρό οι 2 φίλοι αγοράζουν καινούρια βάρκα και ετοιμάζονται να πάνε για ψάρεμα ώσπου εμφανίζεται ξανά ο τραυλός :
- Παι - παι - παι - δια - δια να - να - να - να ε - ε - ε - ε - ε - ε - ρθω μα - μα - μα - ζι ;- Μα τι λες ρε ; Την άλλη φορά κοντέψαμε να πνίγουμε εξ` αιτίας σου του λένε και οι 2 μαζί - θα - θα - θα - θα προ - προ - προ - σε - χω τω - τω - τω - ρα λέει αυτός. Τον παίρνουν λοιπόν μαζί και ξεκινάνε να ψαρεύουν μεσοπέλαγα. Ξαφνικά λέει ο τραυλός :
- Παι - παι - παι - δια κα - κα - κα - κα - κα ... Μόλις το ακούνε οι άλλοι 2 πέφτουν κατευθείαν στην θάλασσα και συνεχίζει ο τραυλός:
- Κα - κα - κα - ρχαριας έρχεται...
Κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό , κάπου στην Ερυθρά Θάλασσα , σε ένα βαρκάκι ο Μωυσής και ο Χριστός το έχουν ρίξει στο ψάρεμα .
Το δόλωμα πολύ , και η όρεξη μεγάλη .. αλλά τα ψάρια φαίνονται χορτασμένα . Σε κάποια στιγμή , και ενώ στην επιφάνεια δεν έφεραν ούτε τρύπια γαλότσα , γυρνάει ο Μωυσής στο Χριστό και του λέει :
- Αααααχ ... πως περνάν τα χρόνια .. αναπολώ τις μέρες που έκανα θαύματα .
- Να σου πω , λέει ο Χριστός , και εμένα μου έχουν λείψει .
- Λες να μπορώ ακόμα να τα κάνω ;
- Δεν χάνεις τίποτα να δοκιμάσεις .
- Χμ .. θυμάμαι όταν άνοιξα την θάλασσα στα δύο .. θα δοκιμάσω ξανά . πραγματικά , ο Μωυσής παίρνει το καλάμι του ψαρέματος , το χώνει κάθετα στη θάλασσα και σαν τον " Πρίγκιπα της Αιγύπτου " η θάλασσα ανοίγει διάπλατα , αφήνοντας το βαρκάκι στον πάτο , και τα χορτασμένα ψάρια να σπαρταράνε πάνω στα φύκια .
- Βλέπω ότι ακόμα τα καταφέρνεις Μύωση , του λέει ο Χριστός . Για να δούμε τώρα την θυμάμαι εγώ την τέχνη μου ; Θα δοκιμάσω να περπατήσω πάνω στο νερό όπως τότε . Ο Μωυσής τραβάει το καλάμι του , και η θάλασσα επιστρέφει ξανά στη θέση της . Ο Χριστός , πηδάει από τη βάρκα και αρχίζει να περπατάει πάνω στο νερό . Ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του Χριστού , όταν διαπιστώνει ότι περπατάει όπως τότε πάνω στο νερό . Σε κάποια στιγμή όμως, αρχίζει σιγά σιγά να βουλιάζει . Τραβάει γρήγορα κουπί ο Μωυσής και τον τραβάει πάλι πάνω στη βάρκα .
- Χριστέ μου , του λέει , μου φαίνεται ότι τότε τα κατάφερνες καλύτερα .
- Ναι όμως , απαντάει θυμωμένος ο Χριστός , τότε δεν είχα αυτές τις καταραμένες τρύπες στα πόδια.
Οι κάτοικοι του μικρού χωριού είναι απαρηγόρητοι.
Ο ξαφνικός θάνατος του λατρευτού τους δασκάλου, τούς έχει συντρίψει. Μαζεμένοι όλοι στην εκκλησία, περιμένουν να αρχίσει η κηδεία, που ήδη είχε αργήσει 1 ώρα. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, η νεκροφόρα με το πτώμα του δασκάλου, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προλάβει την τελετή. Σε μια απότομη στροφή, τουμπάρει το φέρετρο, ανοίγει η πίσω πόρτα και το πτώμα πέφτει στο δρόμο. Μετά από λίγα λεπτά, περνά ένα Ι. Χ., πατά το πτώμα, σταματά απότομα, και βγαίνουν έξω οι επιβάτες:
- Πω, πω τι πάθαμε! Τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε; Αν μας πιάσουν, πάμε μέσα για ανθρωποκτονία εξʼ αμελείας. Βάλε ένα χεράκι να τον πετάξουμε στο ρέμα.
Πράγματι, αφήνουν το πτώμα στο ρέμα και το σκεπάζουν πρόχειρα με κλαδιά για να μη φαίνεται. Δεν προλαβαίνουν να περάσουν 20 λεπτά, και στη ρεματιά πλησιάζουν 2 κυνηγοί:
- Λαγός στη ρεματιά! Πάνω του!
Αρχίζουν τις τουφεκιές, πλησιάζουν προς το πτώμα και λέει ο ένας στον άλλον:
- Που τον είδες τον λαγό, ρε χαμένε; Τον σακατέψαμε τον άνθρωπο.
- Και τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε, έτσι όπως τα κατάφερες; Θα τον βάλουμε στο ΙΧ να τον πετάξουμε στη θάλασσα.
Έτσι και έγινε! Πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα, αλλά μετά από μισή ώρα, πλησιάζει ένα αλιευτικό σκάφος:
- Ροφός στη θάλασσα! Πάνω του!
Άρχισαν να ρίχνουν με τα καμάκια προς το άτυχο πτώμα, φυσικά όμως απογοητεύτηκαν μόλις πλησίασαν:
- Μεγάλε, είσαι αχτύπητος. Ροφός ε; Όχι για ψαράς δεν κάνεις ούτε για για φυλάς γίδια στο βουνό.
- Τι κάνουμε τώρα θεέ μου; Aλίμονο μας!
- Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα πετάξουμε το πτώμα στην ακτή.
Από την τρομάρα τους όμως οι ψαράδες εγκατέλειψαν άρον-άρον το πτώμα καταμεσής του δρόμου. Μετά από 2 λεπτά περνά ένα ΙΧ, ξαναπατά το πτώμα, αυτή τη φορά όμως οι επιβάτες ήταν ευσυνείδητοι:
- Πω, πω, τι πάθαμε!
- Μπορεί ια ζει ακόμα. Να τον πάμε γρήγορα στο κοντινότερο νοσοκομείο.
Πηγαίνουν το πτώμα στο νοσοκομείο, το βάζουν γρήγορα στην εντατική και μετά από 2 ώρες βγαίνει από το χειρουργείο απογοητευμένος ο γιατρός. Γεμάτοι αγωνία οι επιβάτες τον ρωτούν:
- Γιατρέ πες μας, θα ζήσει;
Και ο γιατρός:
- Τι να σας πω, ρε παιδιά; Αν μας τον φέρνατε μισή ώρα γρηγορότερα, θα τον είχαμε γλυτώσει!
Ηταν κάποτε ο Γιωρίκας και συναντάει ένα φίλο του στο δρόμο που κρατούσε ένα βιβλίο.
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Τι είναι αυτό το βιβλίο;
ΦΙΛΟΣ: Τι να σου λέω τώρα.
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Πες βρε.
ΦΙΛΟΣ: Λογική.
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Τι είναι λογική;
ΦΙΛΟΣ: Θα σου πω ένα παράδειγμα, έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Ναι.
ΦΙΛΟΣ: Άρα σ` αρέσει το ψάρεμα;
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Ναι.
ΦΙΛΟΣ: Άρα και η θάλασσα.
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Ναι βρε.
ΦΙΛΟΣ: Άρα και οι γυναίκες με τα μπικίνι.
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Εννοείται.
ΦΙΛΟΣ: Άρα είσαι άντρας.
Την άλλη μέρα στο σπίτι του Γιωρίκα (έχει αγοράσει το βιβλίο και το έχει στην τραπεζαρία) τον ρωτάει ο φίλος του ο Κωστίκας:
ΚΩΣΤΙΚΑΣ: Τι ειναι αυτό το βιβλίο;
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Τι να σου λέω τώρα που θα καταλάβεις εσύ.
ΚΩΣΤΙΚΑΣ: Πες μωρέ.
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Ενυδρείο έχεις σπίτι σου;
ΚΩΣΤΙΚΑΣ: Όχι.
ΓΙΩΡΙΚΑΣ: Ε, άρα είσαι π0υ$+η$ !

Ο Αρχιεπίσκοπος έκανε ένα ταξίδι στην Κρήτη, και, μετά τις επαφές του με την τοπική εκκλησία, μπήκε σε ένα καράβι που έκανε μια μικρή κρουαζιέρα στις ακτές του νησιού.
Ξαφνικά είδε μια μεγάλη αναστάτωση: Ένας αβοήθητος άνδρας, που φορούσε ένα μπλουζάκι Ολυμπιακού, ήταν μέσα στα κύματα και ούρλιαζε απελπισμένος προσπαθώντας να ξεφύγει από τα σαγόνια ενός πελώριου καρχαρία.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα ταχύπλοο με τρεις άντρες, που όλοι φορούσαν μπλουζάκια Παναθηναικού και ήταν μέλη του τοπικού συλλόγου. Ένας από αυτούς εκτόξευσε με δύναμη ένα καμάκι στα πλευρά του καρχαρία, ενώ οι άλλοι δύο πλησίασαν και έβγαλαν από την θάλασσα τον μπλε και ημιαναίσθητο ολυμπιακό.
Μετά και οι τρεις κτύπησαν τον καρχαρία με κοντάρια και τον ανέσυραν νεκρό πάνω στο σκάφος τους.
Ο Αρχιεπίσκοπος, όπως είναι φυσικό, ενθουσιάστηκε από την πράξη τους και φώναξε:
- Μπράβο τέκνα μου! Να έχετε την ευλογία του Θεού για την γενναία σας πράξη! Λοιπόν, ενώ νόμιζα ότι υπήρχε αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε οπαδούς του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, τώρα όμως διαπιστώνω ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.
Μετά την αναχώρηση του Αρχιεπισκόπου, ο τύπος με το καμάκι
Αναρωτήθηκε:
- Ρε σύντεκνοι, ποιος ήταν τούτος; Κάτι μου θυμίζει η φάτσα του...
- Καλά, ρε, δεν ξέρεις τον Αρχιεπίσκοπο; Είναι ένας άνθρωπος του Θεού και κατέχει την θεία σοφία και τα διδάγματα.
Οπότε απαντά ο τύπος:
- Μπορεί να έχει την θεία σοφία, αλλά δεν έχει ιδέα από ψάρεμα
Καρχαριών. Και με την ευκαρία, το δόλωμα συνήλθε και είναι καλά, ή να πάμε να βρούμε κάποιον άλλον;
Δυο φίλοι συζητούν:
- Τι κάνεις, βρε Κώστα; Πώς πάει το ψάρεμα;
- Τέλεια! Χθες έπιασα ένα ροφό 25 κιλά!
- Ναι, ε;
- Αλήθεια σου λέω! Εσύ; Πώς πάει το κυνήγι;
- Πού να σου τα λέω! Είχα πάει την Πέμπτη για λαγό. Βλέπω έναν, μπαμ, του ρίχνω μία, πάρτον κάτω. Εκεί που περπατούσα βλέπω τον δασοφύλακα και ξαφνικά θυμήθηκα ότι τις Πέμπτες απαγορεύεται το κυνήγι του λαγού. Πανικοβλήθηκα! Τι να κάνω, τι να κάνω, μπαμ, ρίχνω μια και στον δασοφύλακα!
- Τι; Σκότωσες τον άνθρωπο, κακούργε;
- Ε, τι να έκανα; Θα μου έπαιρναν την άδεια. Τέλος πάντων, τον βάζω στην πλάτη και εκεί που περπατούσα περνάει μια οικογένεια μεσα σε ένα τζιπ και καταλαβαίνω ότι με είδαν. Με έπιασε πανικός και... μπαμ, τους καθάρισα όλους!
- Όλους! Μα πώς μπόρεσες;
- Ε, τι να έκανα; Με είχαν δει και θα πήγαινα φυλακή! Τέλος πάντων, τους φορτώνω όλους μέσα στο τζιπ και ξεκινάω για να πάω να τους πετάξω κάπου. Και ξαφνικά... περνάει ένα σχολικό με 20 παιδάκια!
- Ως εδώ! Μην μου πεις ότι σκότωσες και τα παιδάκια παλιοκάθαρμα!
- Ακου να σου πω, ΑΝ ΔΕΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 20 ΚΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΟΦΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΡΟΥΘΟΥΝΙ!
Ο Μανόλης που γυρίζει από το ψάρεμα συναντάει τον φίλο του Κώστα που τυχαίνει να γυρίζει από το κυνήγι.
- Τι έγινε ρε Μανόλη; ρωτάει ο Κώστας, είχαμε καμιά επιτυχία σήμερα;
- Aσε Κώστα σήμερα έπιασα μια σαρδέλα 12 κιλών αλλά επειδή την άφησα εκεί δίπλα μου μέχρι να φύγω ήρθαν κάτι γάτες και μου την φάγανε! Εσύ τι έκανες?
- Να εγώ ρε Μανόλη εκεί που περπατούσα στο δασός βλέπω πίσω από ένα θάμνο κάτι μαύρο να κουνιέται. Νόμιζα ότι είναι αγριογούρουνο και του δίνω μια και παρ το κάτω.
- Σώπα ρε θηρίο το σκότωσες;
- Το σκότωσα αλλά τελικά δεν ήταν αγριογούρουνο αλλά κάποιος που έκανε την ανάγκη του. Το χειρότερο όμως είναι ότι εκεί που τον τραβούσα για να τον θάψω με είδε ένα ζευγάρι που έκανε πικ-νικ.
- Και τι έκανες ρε Κώστα παραδόθηκες;
- Τι είναι αυτά που λες φίλε μου τους ρίχνω από μια σφαίρα και παρ τους κάτω.
- Σωπα ρε Κώστα τι είναι αυτά που μου λες;
- Αυτά δεν είναι τίποτα Μανόλη, όπως τους τραβούσα για να τους θάψω με είδε ένα ολόκληρο λεωφορείο που είχε σταματήσει πιο πάνω για να κάνει ο οδηγός την ανάγκη του..
- Μη μου πεις ρε Κώστα ότι τους σκότωσες και αυτούς γιατί αρχίζω να μην σε πιστεύω.
- Κώστα μου άμα δεν κόψεις κανένα κιλό από την σαρδέλα νομίζω πως δεν θα σταματήσω να σκοτώνω!
Αφιερωμένο στους φίλους ψαράδες που ξεχνούν τη ζυγαριά στο σπίτι!
"