Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό γκρίζο σπουργιτάκι. Καθόταν λοιπόν σε ένα κλαδί και θαύμαζε τα χελιδόνια. Ήταν όμως η εποχή που τα χελιδόνια άρχιζαν να αποδημούν σε τόπους πιο ζεστούς. Το σπουργιτάκι ζήλεψε, και αποφάσισε και αυτό να αποδημήσει μαζί με τα χελιδόνια.
Μια και δύο ανοίγει τα φτερά του και ξεκινάει πίσω από τα χελιδόνια. Όμως, η μικρή του αντοχή και το τσουχτερό κρύο, εξουθένωσαν το σπουργιτάκι, το οποίο πάγωσε στον αέρα και έπεσε σαν τούβλο στη γη.
Ενώ φαινότανε ότι είχε έρθει το τέλος για το σπουργιτάκι, περνάει μία αγελάδα και χέζει επάνω στο σπουργιτάκι. Παρότι το θέαμα ήταν άκρως αηδιαστικό, η ζέστη από τα σκατά της αγελάδας αναβίωσαν το σπουργιτάκι. Μόλις το σπουργιτάκι ξανάνιωσε τα φτερά του, άρχισε να κελαηδάει δυνατά από τη χαρά του που ήταν ακόμα ζωντανό.
Λίγο πιο πέρα, μία γάτα που άκουσε το κελάηδημα από το σπουργιτάκι, τρέχει γρήγορα προς το μέρος του. Μόλις το βλέπει, αμέσως το πιάνει με το στόμα και το βγάζει από τα σκατά της αγελάδας, το καθαρίζει και μετά το τρώει, δίνοντας άδοξο τέλος στο κακόμοιρο το σπουργιτάκι...