Πάνε ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας για κυνήγι. Μετά απο πολλές ώρες περιπλάνησης ο Κωστίκας βρίσκει μια αρκούδα (αρσενικό για την ακρίβεια).
Με σιγανά βήματα την πλησιάζει και σημαδεύει με το όπλο μα την τελευτία στιγμή που πυροβολεί παραπατάει και αστοχεί... Η αρκούδα τα παίρνει και τον αρχίζει στο κυνήγι.
Φωνές ο Κωστίκας, πανικός, τρεχαλητό ώσπου σε μια φάση βρίσκει ένα δέντρο και σκαρφαλώνει με την μία. Η αρκόυδα απο κάτω να αρχίσει να κουνάει το δέντρο να προσπαθεί να σκαρφαλώσει και ο Κωστίκας να φωνάζει τον Γιωρίκα.
Τελικά ο Γιωρίκας ακούει και με το που βλέπει την κατάσταση οπλίζει με την μία και ετοιμάζεται να βαρέσει...
- Στο κεφάλι Γιωρίκα, στο κεφάλι ρίξτου, φωνάζει ο Κωστίκας.
Μες στον πανικό του ο Γιωρίκας πυροβολάει και πετυχαίνει το δεξιό αρχ... Δι της αρκούδας.
Κραυγές η αρκούδα, πόνο και με ακόμα περισσότερα νεύρα αρχίζει να κουνάει το δέντρο δυνατότερα.
- Στο κεφάλι ρε Γιωρίκα λέμε. Στο κεφάλι. Γρήγορα θα πέσω, ξαναφωνάζει ο Κωστίκας.
Ξαναοπλίζει αγχωμένος ο Γιωρίκας και προσπαθεί να ξανασημαδέψει με το όπλο αλλά και πάλι απο τον πανικό του πετυχαίνει το αριστερό αρχ... Δι της αρκούδας η οποία πεθαίνωντας στον πόνο ήταν έτοιμη να ρίξει το δέντρο. Και ο Κωστίκας:
- Στο κεφαλι ριξε ρε μαλ@κα. Να με φαει θελει, οχι να με γ@μησει!
Ήταν τρεις Πόντιοι και έτρεχαν να σωθούν από τρεις Γερμανούς. Ξαφνικά εκεί που έτρεχαν, βλέπουν μπροστά τους ένα πηγάδι.
- "Γρήγορα να μπούμε μέσα να κρυφτούμε", λένε, και μπαίνουν.
Μετά από κανένα 5λεπτο έρχονται και οι Γερμανοί και κάθονται πάνω από το πηγάδι.
- "Ωχ!" λένε οι Πόντιοι.
- "Τώρα την κάτσαμε. Για να μην μας καταλάβουν, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ακούμε τι θα λένε και να κάνουμε την ηχώ. Έτσι θα πιστεύσουν ότι το πηγάδι είναι άδειο."
Συμφωνούνε τελικά να το κάνουνε. Αρχίζει λοιπόν να μιλάει ο πρώτος Γερμανός.
- "Πού να πήγαινε; Μήπως πήγαν στο βουνό;"
Κάνει κι ο πρώτος Πόντιος:
- "Μήπως πήγαν στο βουνό, στο βουνόοοοο;"
Λέει ο δεύτερος Γερμανός:
- "Μήπως μπήκαν στο πηγάδι;"
Κάνει κι ο δεύτερος Πόντιος:
- "Μήπως μπήκαν στο πηγάδι, στο πηγάααδιιι;"
Λέει κι ο τρίτος Γερμανός:
- "Ας ρίξουμε μια χειροβομβίδα να βεβαιωθούμε!"
Κάνει κι ο τρίτος Πόντιος:
- "Μήπως πήγαν στο βουνοοό;"
Ο Γιωρίκας συναντά στο δρόμο ένα τζίνι που του λέει να κάνει μια ευχή κι αυτό θα την πραγματοποιήσει.
- Θέλω να κατουράω ουίσκι, λέει αυτός.
- Μα είσαι σίγουρος; Μπορείς να ζητήσεις λεφτά, πλούτη ότι θέλεις.
- Όχι εγώ θέλω να κατουράω ουίσκι.
Τι να κάνει το τζίνι, του πραγματοποιεί την ευχή.
Πάει στο σπίτι ο Γιωρίκας, φωνάζει την Σουμέλα:
- Γυναίκα, φέρε φιστίκια και δυο ποτηράκια.
Τα φέρνει παραξενευμένη η Σουμέλα.
- Τι τα θες; τον ρωτάει. Αφού δεν έχουμε ποτά.
- Από σήμερα έχουμε όσο ουίσκι θέλουμε, της λέει αυτός. Και πραγματικά γεμίζει τα ποτήρια ουίσκι. Τσουγκρίζουν, πίνουν ένα, πίνουν δύο, κάνουν κέφι... Κάνουν κι ένα παιχνιδάκι.
Το άλλο βράδυ τα ίδια.
- Γυναίκα, φέρε φιστικιά και δυο ποτηράκια.
Κι έτσι περνούσαν τα βράδια τους. Ένα βράδυ όμως το σκηνικό άλλαξε.
- Γυναίκα, φέρε φιστικιά κι ένα ποτηράκι.
- Ένα, γιατί ένα;
- Εσύ σήμερα θα πιεις απ το μπουκάλι.

Ο Αθηναίος επιχειρηματίας βρίσκεται στο Κιλκίς για δουλειές και μπαίνει στο ΤΑΞΙ ενός Ποντίου . Ξεκινάνε για τον προορισμό τους αλλά ο πόντιος ταξιτζής οδηγεί πολύ αργά , με 20 χμ / ώρα .
- « Πάτα » το λίγο ρε φίλε ! , του λέει ο επιχειρηματίας , πως πάς έτσι ; ! Στην Αθήνα τα ταξί « πετάνε »!
Ο πόντιος ταξιτζής αυξάνει τη ταχύτητα σε 30 χμ/ ώρα . Ο εκνευρισμός του Αθηναίου επιχειρηματία μεγαλώνει :
- Ρε φίλε , θα χάσω το ραντεβού ! « Πάτα » το λίγο σου λέω ! Σαν κότες πάμε ! Στην Αθήνα τα ταξί « πετάνε »!
Παρά τις επανειλημμένες παρατηρήσεις και παροτρύνσεις φυσικά ο πόντιος ταξιτζής δεν συμμορφώνεται και εξακολουθεί να οδηγεί αργά . Με τα πολλά φτάνουν στον προορισμό τους και ο πελάτης κατεβαίνει εκνευρισμένος . Ο Πόντιος ταξιτζής μονολογεί απορημένος :
- « Ακούς εκεί να με δουλεύει ο άτιμος ... Να θέλει να πιστέψω ότι στην Αθήνα τα ΤΑΞΙ πετάνε ! » .
Την ίδια μέρα κιόλας ο φίλος μας ο πόντιος ταξιτζής μπαίνει στο πρώτο τρένο για την Αθήνα για να δει με τα μάτια του την αλήθεια . Το απογευματάκι βρίσκεται κιόλας στην Αθήνα στο Σταθμό Λαρίσσης . Μπαίνει στο πρώτο ταξί που βρίσκει στο σταθμό και στρογγυλοκάθεται στο πίσω κάθισμα . Πριν προλάβει να μιλήσει τον ρωτάει ο Αθηναίος ταρίφας :
- Που να σε « πετάξω » ρε μεγάλε ;
- « Κόκαλο » ο πόντιος!
- Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ψελλίζει στην τύχη .
- Και σε ποιο ύψος ; ξαναρωτάει ο ταρίφας .
- Α Α α α α ! χαμηλά θα πετάς γιατί εγώ ζαλίζομαι !
Ένας Πόντιος μπαίνει σ ένα ταξί "Mercedes" και αρχίζει τις ερωτήσεις:
- Τι είναι αυτό;, ρωτάει τον ταξιτζή.
- Τιμόνι, του απαντάει.
- Και τι κάνει;
- Μ αυτό στρίβει το αμάξι.
... Μετά από λίγο.
- Τι είναι αυτό;, ξαναρωτάει.
- Λευγές ταχυτήτων.
- Και τι κάνει;
- Αλλάζει τις ταχύτητες.
... Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε για όλα τα εξαρτήματα του αυτοκινήτου μέχρι που ο Πόντιος ρωτάει τον ταξιτζή...
- Τι είναι αυτό εκεί μπροστά; (εννοώντας το σήμα της "Mercedes")
- Είναι αμίρα, του λέει ο ταξιτζής.
- Και τι κάνει;
- Μ αυτό στοχεύω όποιον πεζό θέλω και τον χτυπάω... Να κοίτα.
Ο ταξιτζής αυξάνει ταχύτητα και τρέχει προς έναν πεζό και την τελευταία στιγμή στρίβει για να μην τον χτυπήσει και... ακούει έναν θόρυβο.
- Τι ήταν, ρωτάει τον Πόντιο;
Και ο Πόντιος απαντάει.
- Σκατά αμίρα έχεις, αν δεν άνοιγα εγώ την πόρτα... Δεν θα τον είχες χτυπήσει!