Μια φορά ήταν ένα παιδί και είδε στο όνειρό του το μαύρο βελούδο. πάει στη μητέρα του και λέει :
- Μαμά , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
Τον πλακώνει στο ξύλο .
Μετά , πάει στον πατέρα του και λέει :
- Μπαμπά , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ; Είσαι σίγουρος ;
- Ναι .
Τον πλακώνει στο ξύλο και τον διώχνουν από το σπίτι . Καθώς βγαίνει έξω , συναντάει έναν αστυνόμο και του λέει :
- Κύριε αστυνόμε , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
Τον πλακώνει στο ξύλο και τον πάει στο τμήμα . Εκεί, ο ταξίαρχος τον ρωτάει :
- Γιατί ήρθες εδώ ;
- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ; Γρήγορα στο δικαστήριο .
Πάει , λοιπόν , στο δικαστήριο και του λέει ο δικαστής :
- Γιατί ήρθες εδώ, παιδί μου ;
- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
Γρήγορα στη φυλακή για δέκα χρόνια . Μετά από δέκα χρόνια , βγαίνει από την φυλακή και συναντάει ένα φίλο του και τον ρωτάει ( ο φίλος του ) :
- Γιατί μπήκες στη φυλακή ;
- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
( Αλλά επειδή ήταν προετοιμασμένος για το ξύλο που θα έτρωγε , άρχισε να τρέχει ) .
Καθώς έτρεχε με πολύ μεγάλη ταχύτητα , κοιτάει πίσω αν τον ακολουθούσε ο φίλος του . Αλλά δεν είδε μια λακκούβα μπροστά του , σκοντάφτει , πέφτει και σπάει τα μούτρα του .
- Τι συμπεραίνουμε ;
- Τι .
- Πως όποιος βιάζεται , σκοντάφτει
Ένας ιερέας πεθαίνει και βρίσκεται στην είσοδο του Παραδείσου. Μπροστά του βρίσκεται ένας τύπος με μαύρο γυαλί , τζιν παντελόνι, φανταχτερό πουκάμισο και μυστήριο ύφος...
Έρχεται ο άγιος Πέτρος και ρωτάει τον πρώτο:
"Ποιος είσαι, τέκνο μου εσύ;"
"Ο Μητσάρας να ουμ. 40 χρόνια ταξί, πρώτος στην πιάτσα Βαρδάρη-Λαχαναγορά, βασικά"
"Έλα, τέκνο μου", λέει ο άγιος Πέτρος. "Πάρε αυτή τη μεταξωτή ρόμπα με τα χρυσά κοσμήματα και έλα στο βασίλειο των Ουρανών..."
Ο Μήτσος περνάει λοιπόν στον Παράδεισο και έρχεται η σειρά του ιερέα.
"Είμαι ο πατήρ Ιωσήφ Αγγελίδης, 40 χρόνια στην ενορία της Ιεράς Μητροπόλεως άνω Παναγιάς".
"Πάρε, τέκνων μου", λέει ο άγιος Πέτρος, "αυτή τη βαμβακερή ρόμπα και προχώρησε κι εσύ στο Βασίλειο των Ουρανών".
"Μα γιατί", απορεί ο ιερωμένος. "Γιατί μετάξια και χρυσάφια στον ταξιτζή και σε μένα ένα απλό βαμβακερό;"
"Κοίταξε τέκνων μου", του λέει ο άγιος Πέτρος. "Σε μας εδώ μετράει το αποτέλεσμα. Όταν εσύ κήρυττες, το ποίμνιο κοιμόταν. Όταν οδηγούσε ο Μήτσος όμως, οι επιβάτες έκαναν την προσευχή τους."
Ήταν ένας επιχειρηματίας, πάμπλουτος.
Κάποια στιγμή, του τυχαίνει μια στραβή και χάνει τα πάντα. Απελπισμένος, πηγαίνει σε μια γέφυρα με σκοπό να βάλει τέρμα στη ζωή του. Εκεί που είναι έτοιμος να πέσει στο κενό, τον αρπάζει ένα χέρι και τον τραβάει. Εκνευρισμένος, κοιτάζει πίσω του και βλέπει ένα γέρο.
- Παιδί μου, λέει ο γέρος. Τι είναι αυτό που πας να κάνεις; Τρελάθηκες;
- Τι θες ρε γέρο; Παράτα μας.
- Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο Αϊ-Βασίλης. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!
- Ασε με, ρε Αϊ-Βασίλη! Είχα λεφτά, είχα αμάξια, γκόμενες! Τώρα δεν έχω τίποτα.
- Και γι αυτό ανησυχείς; του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, στις 10 το βράδυ, κάτω από αυτή τη γέφυρα θα σε περιμένει μια κόκκινη Ρολς-Ρόυς, όλη δική σου.
Χαρά ο επιχειρηματίας:
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, να σε φιλήσω!
Ματς - μουτς, ξαναμελαγχολεί.
- Τι είναι τώρα; ρωτάει ο Αϊ - Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, είχα αμάξι, αλλά είχα και γκόμενες! Πέντε πέντε τις έβγαζα.
- Γι αυτό ανησυχείς; Αύριο, μέσα στη Ρολς-Ρόυς θα είναι και έξι γκόμενες, όλες δικές σου.
Τρελαίνετε ο επιχειρηματίας, αγκαλιές, φιλιά κλπ. μα ξαναμελαγχολεί.
- Τι έπαθες πάλι; ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου. Είχα αμάξι, είχα γκόμενες, αλλά είχα και λεφτά. Τα πετούσα στο δρόμο, τα έδινα δεξιά κι αριστερά. Τώρα είμαι άφραγκος!
- Μην κάνεις έτσι, του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, μέσα στο αμάξι, η πιο ξανθιά από τις έξι γκόμενες θα κρατάει μια βαλίτσα με 90 τρις, όλα δικά σου!
Πετάει ο επιχειρηματίας!
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, πώς θα στο ξεπληρώσω!
- Να μου πάρεις μια π*πα.
Κόκαλο ο επιχειρηματίας.
- Εντάξει, Αϊ-Βασίλη μου, τόσα έκανες για μένα. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Φεύγουν μαζί, πηγαίνουν σε ένα μοτέλ, νοικιάζουν ένα δωμάτιο, μπαίνουν μέσα, τα κατεβάζει ο Αϊ-Βασίλης, ξεκινάει τη δουλειά του ο επιχειρηματίας.
Ενώ γίνεται ότι γίνεται, ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης:
- Πώς σε λένε νεαρέ μου;
- Αλέξη, απαντάει εκείνος και συνεχίζει.
- Και τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις Αλέξη;
- Επιχειρηματίας, και συνεχίζει.
Μετά από μια παύση, ρωτάει ξανά ο Αϊ-Βασίλης:
- Πόσο χρονών είσαι Αλέξη;
- Τριάντα πέντε.
- Καλά, ρε Αλέξη! Είσαι τριάντα πέντε χρονών και ακόμα πιστεύεις ότι υπάρχει Αϊ-Βασίλης;
Δυο Πόντιοι πάνε να αγοράσουν δυο άλογα . Αφού τα αγόρασαν , στην επιστροφή περνάνε έξω από μια ταβέρνα και λέει ο ένας στον άλλον :
" Ρε , δεν πάμε να πιούμε λίγο κρασάκι ; "
" Ναι , αλλά μετά που θα είμαστε τύφλα πώς θα ξεχωρίσει ο καθένας το άλογό του ; "
" Μμμ , θα κόψω ένα κομμάτι από το αυτί του δικού μου και δε θα υπάρξει πρόβλημα "
" Καλή ιδέα " σκέφτεται ο άλλος , αφήνουν τα άλογα έξω και μπαίνουν στην ταβέρνα .
Εκεί που τα πίνανε , το ένα άλογο , αυτό με το κομμένο αυτί , δαγκώνει το αυτί του άλλου και του κόβει ένα κομμάτι . Μετά από ώρα , βγαίνουν οι δυο Πόντιοι και βλέπουν ότι και τα δύο άλογα έχουν από ένα κομμένο αυτί .
" Σκατά , και τι κάνουμε τώρα ; "
" Δε γαμιέτ** , θα πάρω εγώ το άσπρο κι εσύ το μαύρο "