Δημοφιλή ανέκδοτα

O Τοτός είναι στο σαλόνι και παίζει με το τρενάκι του, η μαμά στην κουζίνα κάνει δουλειές. Τσαφ τσουφ το τρενάκι, κάνει συνεχώς φασαρία. Σε κάποια στιγμή σταματάει και ακούγεται ο μικρός:
- "Όσοι παπάρες θέλουν να κατέβουν, να τσακιστούν γιατί αυτή η κωλοστάση είναι η τελευταία. Όσοι μαλ.. Ες θέλουν να ανέβουν να το κάνουν γρήγορα για να αναχωρήσει καμιά ώρα η γαμ.. Νη η αμαξοστοιχία."
Τα ακούει αυτά η μαμά του, τρέχει στο σαλόνι, πιάνει τον Τοτό από το αυτί και του λέει:
- "Πήγαινε αμέσως στο δωμάτιο σου και κάτσε μέσα για δυο ώρες τιμωρία. Μετά θα βγεις και θα παίξεις μόνο αν μιλάς καλά!"
Πηγαίνει ο Τοτός στο δωμάτιο και μετά από κανά δίωρο επιστρέφει. Κάθεται και πάλι, και βάζει μπρος το τρενάκι. Τσαφ τσουφ, τσαφ τσουφ για λίγη ώρα σε κάποια στιγμή σταματάει.
- "Όσοι επιβάτες επιθυμούν να αποβιβαστούν παρακαλούνται να ελέγξουν ότι δεν ξέχασαν καμία από τις αποσκευές τους και ευχόμαστε να είχαν καλό και ξεκούραστο ταξίδι. Οι επιβάτες που επιθυμούν να επιβιβαστούν να τοποθετήσουν και να ασφαλίσουν τις αποσκευές τους πάνω από τη θέση τους. Υπενθυμίζουμε ότι απαγορεύεται το κάπνισμα και ευχόμαστε ένα καλό ταξίδι."
Η μαμά ακούει περήφανη για τις παιδαγωγικές τις ικανότητες από την κουζίνα και χαμογελάει. Ο Τοτός συνεχίζει:
- "Α, και όσοι θέλουν να διαμαρτυρηθούν για τη δίωρη καθυστέρηση, να απευθυνθούν στην καρ. Ολα στην κουζίνα!"

Ηροφορείται ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ένα παλάτι και μέσα στο οποίο κατοικεί ο γέροντας που κατέχει την απόλυτη σοφία της ζωής.
Ζαλώνεται, λοιπόν, την ασπίδα, γραπώνει τη σπάθα, φοράει το γούνινο σωβρακάκι του και ξεκινάει για το βουνό.
Περνάει την Έρημο της Δίψας, το Φαράγγι Χωρίς Πάτο, ξυστά απ' το Πηγάδι των Χιλίων Ευχών, και μετά από πορεία εκατό ημερών στην Τούνδρα των Μηδέν Βαθμών Κέλβιν, φτάνει στους πρόποδες του Βουνού της Σοφίας, το οποίο βλέπει να χάνεται μέσα στα σύννεφα.
Αρχίζει την ανάβαση, τα μπράτσα σφίγγονται, οι φλέβες τινάζονται, το γούνινο σωβρακάκι τον προστατεύει απ' το κρύο.
Βρυχάται όταν, κουρασμένος από την ανάβαση, πατάει στο πλάτωμα στην κορυφή και βλέπει το κάστρο του Γέροντα να ορθώνεται απροσπέλαστο μπροστά του.
Η ξύλινη πύλη είναι κλειστή, αλλά την γκρεμίζει βρυχόμενος με ένα χτύπημα της ασπίδας του. Η επόμενη πόρτα, πιο βαριά, απαιτεί πιο δυνατό χτύπημα. Η τρίτη, σιδερένια, πέφτει μετά απ'το δεύτερο χτύπημά του. Η τελευταία βαριά σιδερένια πόρτα πέφτει με θόρυβο καθώς ο βρυχηθμός του Κόναν σπάει τη σιωπή της ψυχρής κυκλικής αίθουσας, στην οποία ο γέροντας συλλογίζεται με τα δάχτυλα ενωμένα κάτω απ'το πηγούνι του καθισμένος στον θρόνο του.
Ο Κόναν πλησιάζει το κέντρο της αίθουσας και ακουμπάει τα όπλα του μπροστά στα πόδια του Σοφού.
- Respect, γέροντα. Μου είπαν ότι κατέχεις το μυστικό των μυστικών.
- Υπάρχουν και τα πόμολα, Κόναν.
- Μιλάς με γρίφους, γέροντα...
Ένας εξερευνητής αιχμαλωτίζεται από μια άγρια φυλή της Αφρικής.
Την ώρα που τον έχουν δεμένο σε ένα πάσσαλο και τον ετοιμάζουν για το καζάνι, οι ανθρωποφάγοι ψάχνουν τις αποσκευές του και μέσα στο σακίδιο του ανακαλύπτουν λίγα κρεμμύδια. Τα πηγαίνουν στο βασιλιά τους και τα βρίσκει γευστικότατα. Διατάζει να του φέρουν τον εξερευνητή. Αυτός λέει στο βασιλιά πως το κρεμμύδι είναι ένα θαυμάσιο έδεσμα, πολύ ωφέλιμο, πολύ νοστιμο, που μόνο οι βασιλιάδες το τρώνε και πως μπορεί να εφοδιάσει τη φυλή του με άφθονα κρεμμύδια αν τον αφήσουν ελεύθερο.
Σε λίγους μήνες ο εξερευνητής είχε καλλιεργήσει με τη βοήθεια των ιθαγενών σε πολλά από τα χωράφια του χωριού κρεμμύδια. Ενθουσιασμένος ο βασιλιάς τον αφήνει ελεύθερο να επιστρέψει στην πατρίδα του και μάλιστα του δίνει και ένα σακί χρυσάφι!
Γυρίζοντας στη πατρίδα του, πιο σοφός και πιο πλούσιος, ο εξερευνητής διηγείται στους φίλους του την περιπέτειά του. Ένας από αυτούς, θέλοντας κι αυτός να γίνει πλούσιος, έχει την ιδέα να πάει eθελοντικά στους ιθαγενείς και να τους προσφέρει ένα άλλο άγνωστο φαγητό: σκόρδο
Πραγματικά φορτώνει σακιά σκόρδο και τα πηγαίνει στο βασιλιά τους. Ο βασιλιάς ενθουσιάζεται, τον συγχαίρει, και του λεει:
- Θα σου δώσω ένα ανεκτίμητο δώρο που μόνο οι βασιλιάδες το έχουν.
Και του δίνει ένα σακί κρεμμύδια...
Δύο φίλοι βγάζουν τα σκυλιά τους βόλτα. Ο ένας έχει ένα κανίς και ο άλλος ένα μικροσκοπικό τσιουάουα. Κάποια στιγμή λέει ο ένας στον άλλο:
- Δεν πάμε σε εκείνο το εστιατόριο απέναντι να τσιμπήσουμε κάτι;
- Δεν θα μας αφήσουν να μπούμε με τα σκυλιά, απαντάει ο δεύτερος...
- Μη σε νοιάζει ακολούθησε με και κάνε ότι κάνω
Φοράει λοιπόν μαύρα γυαλιά και πάει στο εστιατόριο.
- Απαγορεύονται τα σκυλιά... Του λέει ο σερβιτόρος.
- Μα είμαι τυφλός και αυτό είναι οδηγός-σκυλί.
- Έχεις σκυλάκι κανίς για οδηγό;
- Βέβαια το χρησιμοποιούν πολύ τώρα τελευταία.
- Τέλος πάντων, πέρασε...
Βάζει και ο δεύτερος φίλος μαύρα γυαλιά και πλησιάζει στο εστιατόριο.
- Απαγορεύονται τα σκυλιά... λέει και σε αυτόν ο σερβιτόρος.
- Μα είμαι τυφλός και αυτό είναι οδηγός-σκυλί.
- Θα με τρελάνεις ρε φίλε? Τσιουάουα οδηγός γίνεται;
- Σοβαρολογείς, τσιουάουα μου δώσανε;!
Τι εθνικοτητασ ηταν τελικα ο χριστοσ;
Τρία επιχειρήματα για το ότι ο Χριστός ήταν Ιρλανδός:
- Δεν παντρεύτηκε ποτέ.
- Δεν είχε ποτέ σταθερή δουλειά.
- Η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ποτό.
Τρία επιχειρήματα για το ότι ο Χριστός ήταν Πορτορικανός:
- Το μικρό του όνομα ήταν Jesus.
- Είχε πάντα μπλεξίματα με τον νόμο.
- Η μάνα του δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του.
Τρία επιχειρήματα για το ότι ο Χριστός ήταν Ιταλός:
- Μιλούσε κάνοντας χειρονομίες.
- Κάθε γεύμα του συνοδευόταν από κρασί.
- Δούλευε ως ξυλουργός
Τρία επιχειρήματα για το ότι ο Χριστός ήταν Μαύρος.
- Αποκαλούσε όλον τον κόσμο 'αδέλφια' του.
- Δεν είχε σταθερή διεύθυνση.
- Κανένας δεν τον προσλάμβανε
Τρία επιχειρήματα για το ότι ο Χριστός ήταν από την Καλιφόρνια:
- Δεν κουρευόταν.
- Τριγυρνούσε ξυπόλυτος.
- Εφηύρε μια νέα θρησκεία
Και τέλος, η απόδειξη ότι ο Χριστός ήταν Έλληνας.
- Δούλευε στο μαγαζί του πατέρα του.
- Έμενε σπίτι του μέχρι τα 33 του.
- Ήταν πεπεισμένος ότι η μητέρα του ήταν παρθένα.
- Η μητέρα του ήταν σίγουρη ότι ο γιος της ήταν θεός!
Ο Τζακ, καπάτσος επιχειρηματίας, λέει στον γιο του:
- Θέλω να παντρευτείς την κοπέλα που διάλεξα για σένα.
- Μα, θέλω να παντρευτώ την κοπέλα που θα διαλέξω εγώ.
- Ναι αλλά πρόκειται για την κόρη του Μπιλ Γκεητς.
- Α... ε, άμα είναι έτσι...
Στη συνεχεία ο Τζακ πάει στον Μπιλ Γκεητς.
- Έχω ένα εξαιρετικό σύζυγο για την κόρη σου.
- Μα η κόρη μου είναι πολύ μικρή για γάμο.
- Ναι, αλλά ο νεαρός είναι αντιπρόεδρος της World Bank.
- Α... ε, άμα είναι έτσι...
Τέλος ο Τζακ πάει στον πρόεδρο της World Bank.
- Έχω να σας συστήσω ένα θαυμάσιο νέο για αντιπρόεδρο.
- Έχω ήδη αρκετούς.
- Ναι, αλλά ο συγκεκριμένος είναι γαμπρός του Μπιλ Γκεητς.
- Α... ε, άμα είναι έτσι...
Έτσι γίνονται οι μπίζνες.

Ήταν τρεις φίλες, η Αννα, η Βαρβάρα και η Γωγώ. Αυτές λοιπόν οι τρεις φίλες, πήγαιναν κάθε απόγευμα για καφέ. Ένα απόγευμα λοιπόν λέει η Αννα:
- Κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι μου συνέβη χθες. Ήρθε ο Ανδρέας αργά από την δουλειά του, κατασκοτωμένος από την κούραση και του λέω:
"Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο κι έλα εδώ, να σε ξεκουράσω εγώ."
Kι έτσι έγινε. Mέχρι να βγει από το μπάνιο, εγώ είχα φορέσει ότι πιο πρόστυχο εσώρουχο είχα και τον περίμενα. Μόλις βγήκε, του τραβάω την πετσέτα του, τα πιάνω και του λέω:
"Mωρό μου, τι κρύα αρχίδια είναι αυτά που έχεις; Έλα εδώ να σου τα ζεστάνω εγώ." Kι έγινε κορίτσια της τρελής μέχρι το πρωί!
- Θα το δοκιμάσω κι εγώ, λέει η Βαρβάρα.
Την επόμενη μέρα λοιπόν, βρίσκονται πάλι οι τρεις φίλες και κατενθουσιασμένη η Βαρβάρα τους λέει:
- Αννα είχες απόλυτο δίκιο. Έκανα ακριβώς το ίδιο και είχε... φοβερά αποτελέσματα. Ήρθε χθες ο Βασίλης από τη δουλειά, ψόφιος από την κούραση. Και του είπα:
"Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο κι έλα εδώ σε εμένα να σε ξεκουράσω."
Mέχρι να βγει από το μπάνιο, φόρεσα ότι πιο πρόστυχο βρήκα μπροστά μου και μόλις βγαίνει από το μπάνιο, του τραβάω την πετσέτα, του τα πιάνω και του λέω:
"Mωρό μου, τι κρύα αρχίδια είναι αυτά που έχεις; Έλα εδώ να σου τα ζεστάνω."
Kι έγινε της κόλασης μέχρι το πρωί.
Tότε, σκέφτηκε και η Γωγώ:
- Γιατί μόνο αυτές; Θα δοκιμάσω κι εγώ!
Την επόμενη μέρα λοιπόν, θα ξαναβρίσκονταν οι τρεις φίλες. Η Γωγώ όμως είχε περιέργως αργήσει. Κάποια στιγμή, μετά από πάρα πολύ ώρα, έρχεται η Γωγώ, μαύρη από το ξύλο, γεμάτη μελανιές και γδαρσίματα.
- Τι έπαθες καλέ; τη ρωτάνε οι φίλες της.
- Να, πριν λίγο που ήρθε ο Γιάννης από την δουλειά, πεθαμένος από την κούραση, του λέω:
"Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο και έλα μετά εδώ σε εμένα να σε ξεκουράσω."
Eν τo μεταξύ, φόρεσα ότι πιο πρόστυχο είχα στο σπίτι.
- Ε, ωραία και μετά τι έγινε;
- Μόλις βγήκε από το μπάνιο, πάω κοντά του, του τραβάω την πετσέτα και του λέω:
"Mωρό μου, γιατί έχεις ζεστά αρχίδια; O Ανδρέας και ο Βασίλης τα είχαν κρύα!"
Ήταν αποκριές, και λέει ο Τοτός στον μπαμπά του:
- Τα παιδιά στο σχολείο αποφασίσαμε να κάνουμε πάρτι μασκέ.
- Και εσύ τί θα ντυθείς;
- Σταχτοπούτα!
Μόλις το άκουσε αυτό ο πατέρας του, τον αρχίζει στις κλωτσιές!
Τον επόμενο χρόνο, πάλι αποκριές, λέει ο Tοτός στον πατέρα του.
- Φέτος μπαμπά θα ντυθώ Χιονάτη!
Μόλις το άκουσε αυτό ο πατέρας του Τοτού, τον αρχίζει πάλι στο ξύλο!
Την επόμενη χρονιά, στις απόκριες, λέει ο Τοτός στον μπαμπά του:
- Μπαμπά, μπορείς να μου αγοράσεις ένα σπαθί;
- Ναι, λέει χαρούμενος ο πατέρας του.
- Μπαμπά, μπορείς να μου πάρεις και μία ασπίδα;
- Ναι αγορίνα μου! λέει ο πατέρας ανακουφισμένος.
- Επίσης, μπορείς να μου αγοράσεις και ένα θώρακα;
- Ναι αγόρι μου, λέει ο πατέρας του, νιώθοντας ο πιο ευτυχισμένος πατέρας του κόσμου. Αλλά, για πες μου τι θέλεις να ντυθείς;
- Ζήνα!