Ήταν ένας γύφτος σε ένα μπαρ και, με γυρισμένη την πλάτη στην πόρτα έπινε σφηνάκια.
Ξαφνικά εμφανίζεται ένας Κινέζος από το πουθενά, πάει πίσω από το γύφτο και με μια κίνηση σωριάζει τον γύφτο στο πάτωμα.
Τότε λέει ο Κινέζος στο μπάρμαν:
- Όταν ξυπνήσει το παιδί πες του ότι ήταν χτύπημα "Χιουιάου Ντιάου".
Την επόμενη μέρα ήταν πάλι ο γύφτος στο μπαρ, εμφανίζεται ο Κινέζος και με μία αστραπιαία κίνηση σωριάζει τον γύφτο στο πάτωμα.
Λέει στο μπάρμαν:
- Όταν ξυπνήσει το παιδί πες του ότι ήταν χτύπημα "Σιανέι Λαμέι".
Κάθε μέρα συνέβαινε το ίδιο πράγμα μέχρι που ο γύφτος τσαντίστηκε με αυτή την ιστορία και αποφάσισε να την στήσει στο Κινέζο.
Πράγματι ο Κινέζος φάνηκε την καθιερωμένη του ώρα, αλλά ο γύφτος έλειπε. Αποφάσισε να πιει σφηνάκια και κάθισε στη θέση που καθόταν συνήθως ο γύφτος.
Ξαφνικά από το πουθενά εμφανίζεται ο γύφτος και με μια κίνηση σωριάζει τον Κινέζο στο πάτωμα.
Τότε λέει στον μπάρμαν:
- Όταν ξυπνήσει το παιντί, πες του ότι ήταν χτύπημα "Προφυλακτήρα Datsun".

Στην εποχή της μεγάλης μετανάστευσης φτάνουν στην Νέα Υόρκη ένα Κινέζος, ένας Νέγρος και ένας Πόντιος και συναντιούνται σε ένα φτηνό ξενοδοχείο.
Καθώς δεν έχουν αρκετά λεφτά αποφασίζουν να νοικιάσουν μαζί ένα δωμάτιο και από την επομένη να ψάξουν για δουλειά.
Πράγματι την επόμενη μέρα φεύγουν και οι τρεις για να βρουν δουλειά και επιστρέφουν αργά το απόγευμα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
- Τι έγινε Κινέζε, βρήκες δουλειά, τον ρωτάνε οι δύο άλλοι.
- Οι άτιμοι όπου και να πήγα με διώχνανε και μου λέγανε: έξω από δω παλιοσχιστομάτη. Τζίφος βρε παιδιά.
- Εσύ Νέγρο;
- Τα ίδια και χειρότερα, δεν φτάνει που με βρίζανε με διώξανε στην κυριολεξία και με τις κλωτσιές, οι άτιμοι.
- Εγώ παιδιά τα κατάφερα λέει ο Πόντιος και αύριο πιάνω δουλειά σε ένα εστιατόριο. Μόνο βρε Κινέζε είδα ότι έχεις ρολόι. Σε παρακαλώ μπορείς να με ξυπνήσεις στις 4 το πρωί για να ετοιμαστώ;
- Φυσικά του λέει ο Κινέζος.
Πάει για ύπνο ο Πόντιος αλλά οι δύο άλλοι ζοχαδιασμένοι που δεν βρήκαν δουλειά σκεφτόντουσαν τι να του κάνουν.
- Το βρήκα λέει ο Νέγρος και ανοίγει τη σόμπα παίρνει τις στάχτες και αρχίζει να πασαλείβει τον Πόντιο στο πρόσωπο και τα χέρια. Κατράμι ο Πόντιος.
Κατά τις 4 ο Κινέζος ξυπνά τον Πόντιο και του λέει "άντε σήκω ώρα για δουλειά".
Ευχαριστώ λέει ο Πόντιος, σηκώνετε και πάει για κατούρημα.
Καθώς ξαλάφρωνε κοιτά στον καθρέφτη, γουρλώνει τα μάτια και λέει όλο θυμό :
"Ρε τον π**στη τον Κινέζο τον μα**κα τον Νέγρο ξύπνησε!"
Ήταν μια φορά ένας γύφτος και καθόταν μόνος σε ένα μπαρ πίνοντας ένα ποτό, ξαφνικά μπαίνει μέσα στο μπαρ ένας Κινέζος πηγαίνει από πίσω του και αφού του έκανε μια λαβή καράτε τον έριξε κάτω αναίσθητο. Γυρίζει στο μπάρμαν και του λέει:
- "Όταν συνέρθει πες του ότι αυτό ήταν κίνηση κον φου." Την επόμενη μέρα ο γύφτος καθόταν στο ίδιο μπαρ στην ίδια θέση. Μπαίνει ξαφνικά ο Κινέζος και χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν του κάνει μια λαβή καράτε και τον αφήνει αναίσθητο. Γυρίζει στο μπάρμαν ο Κινέζος και του λέει:
- "Όταν συνέρθει πες του ότι αυτό ήταν κίνηση ζίου τσίτσου."
Αυτό γινόταν για πολλές ημέρες λέγοντας κάθε μέρα ο Κινέζος ότι κάνει και μια διαφορετική λαβή. Μια μέρα λοιπόν πήγε ο Κινέζος και ο γύφτος δεν ήταν εκεί. Κάθισε λοιπόν ο Κινέζος και έπινε ένα ποτό. Μπαίνει σε κάποια φάση μέσα ο γύφτος και χτυπώντας τον Κινέζο με κάτι πολύ βαρύ τον άφησε αναίσθητο. Γυρίζει στο μπάρμαν ο γύφτος και του λέει:
- "Όταν συνέρθει πες του ότι αυτό ήταν προφυλαχτήρα από ντάτσουν."
Μια φορά κι έναν καιρό ένας πλοίαρχος ανέλαβε καπετάνιος σ ένα εμπορικό καράβι που έκανε υπερατλαντικά ταξίδια μεγάλης διάρκειας, από κείνα που ξεχνάς να βγεις. Από τις πρώτες μέρες τον διπλάρωσε ο λοστρόμος που τον γραδάρισε για ψιμάρι και άρχισε να τον γλύφει. Αυτό καπετάνιο μου, εκείνο καπετάνιο μου του είχε ψιλοπάρει τον αέρα.
Μετά τις πρώτες 15 μέρες ταξίδι ο καπετάνιος άρχισε να αισθάνεται σεξουαλική πίεση. Φωνάζει λοιπόν τον λοστρόμο και του λέει:
- Δε μου λες ρε φίλε, εδώ πως τη βγάζετε από σουλουμπουκουτσούμ τσιτσιρί; Υπάρχει τίποτα ή να το ξεχάσω;
- Κοίτα να δεις καπετάνιο μου, του απαντά ο λοστρόμος, από θηλυκό δεν υπάρχει ούτε γάτα, οπότε ότι κάνει ο καθένας μόνος του. Αμα θέλεις όμως υπάρχει ένας Κινέζος μάγειρας που ...
- Έλα αηδίες! τον διακόπτει ο καπετάνιος, Και δεν τη τρώω καλύτερα! Ακου Κινέζος μάγειρας!
Έτσι πέρασαν άλλες 15 μέρες. Του καπετάνιου του είχε φτάσει μέχρι τον αφαλό και δεν ήξερε τι να την κάνει. Τι να κάνει λοιπόν, ξαναφωνάζει το λοστρόμο και του λέει εμπιστευτικά.
- Αυτή η ιστορία με το Κινέζο πως γίνεται; Να το βλέπαμε με λίγο πιο ανοιχτό μυαλό το θέμα γιατί τραβάω μεγάλο ζόρι.
- Εγώ είμαι εδώ για σένα καπετάνιο μου. Μη σε νοιάζει τίποτα. Θα στα κανονίσω για σήμερα το βράδυ μετά το φαγητό, τον καθησυχάζει με πονηρό ύφος ο παλιός ναυτικός.
- Ναι αλλά κοίτα να δεις, θέλω αυστηρή εχεμύθεια, μη γίνω νούμερο στο βαπόρι και μου βγει κανένα όνομα ότι παίρνω από μηδέν! τον προειδοποιεί ανήσυχος ο πλοίαρχος.
- Αλίμονο καπετάνιε μου, παιδιά είμαστε τώρα; Τάφος θα είμαι. Μόνο εμείς οι 7 θα το ξέρουμε! τον ηρεμεί ο μάγειρας.
- Ποιοι 7 μωρέ τι λες, σου σάλεψε;
- Ε πως να καπετάνιο μου: ένας εσύ και ένας εγώ, δύο και ένας ο μάγειρας, τρεις, και τέσσερις που θα τον κρατάνε...
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα νιόπαντρο ζεύγος Κινέζων και έκαναν ένα παιδί. Το παιδί την τρίτη μέρα αρρώστησε και οι γονείς κάλεσαν τους προύχοντες του χωριού να δώσουν στο παιδί το όνομα ενός μεγάλου ανδρός της Κίνας. Έτσι το παιδί το ονόμασαν:
Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο.
Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο το ζεύγος γέννησε και δεύτερο παιδί. Πάλι οι γονείς κάλεσαν τους προύχοντες οι οποίοι έδωσαν και στο νεώτερο τέκνο το όνομα ενός άλλου μεγάλου ανδρός της Κίνας. Τον βάφτισαν "Πο".
Μια μέρα ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο και ο Πο δανείστηκαν από τον γείτονα μια μπάλα για να παίξουν.
Πετάει ο Πο την μπάλα στον Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο και ο
Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο πετάει την μπάλα στον Πο. Ο Πο ξαναπετάει την μπάλα στον Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο και αυτός την ξαναπετάει στον Πο. Ο Πο ξαναπετάει την μπάλα στον Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο και αυτός την ξαναπετάει προς τον Πο αλλά βάζει περισσότερη δύναμη και η μπάλα πέφτει στο πηγάδι.
"Τι θα κάνουμε;" είπε ο Πο. Η μπάλα είναι ξένη, πρέπει να την επιστρέψουμε. Κάποιος πρέπει να κατέβει να την πάρει. Κατέβα εσύ,
Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο, γιατί εσύ ξέρεις κολύμπι, εγώ δεν ξέρω.
Κατέβηκε λοιπόν ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο αλλά το πηγάδι ήταν πολύ στενό και όταν έφτασε κάτω διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του και κινδύνευε να πνιγεί. Ο Πο βλέποντας την κατάσταση έτρεξε να ειδοποιήσει τη μητέρα του. Πο: Μαμά ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο κατέβηκε στο πηγάδι να πιάσει τη μπάλα και κινδυνεύει να πνιγεί.
Μαμά: Μην ανησυχείς ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο ξέρει κολύμπι.
Πο: Ναι αλλά το μέρος είναι στενό και δεν μπορεί ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο να κουνήσει τα χέρια του.
Μαμά: Τι, το μέρος είναι στενό και δεν μπορεί ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο να κουνήσει τα χέρια του; Γρήγορα να το πούμε στον μπαμπά. Πάνε στον μπαμπά:
Πο: Μπαμπά ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο κατέβηκε στο πηγάδι να πιάσει τη μπάλα και κινδυνεύει να πνιγεί. Μπαμπάς: Μην ανησυχείς ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο ξέρει κολύμπι.
Πο: Ναι αλλά το μέρος είναι στενό και δεν μπορεί ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι- ντόμινο να κουνήσει τα χέρια του.
Μπαμπάς: Τι, το μέρος είναι στενό και δεν μπορεί ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι- ντόμινο να κουνήσει τα χέρια του; Πάμε γρήγορα να τον βγάλουμε.
Τρέχουν στο πηγάδι, φτάνει πρώτος ο Πο και φωνάζει:
Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο
Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο
Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο
Αλλά πού να απαντήσει ο Στίκι-στίκι-στάμπολι-σοράμπολι-περεπίσκι-κε-πόπολι-περντίκολο-τσιτσιένσκαγια-ρεμιστνό-μιντόμι-ντόμινο που είχε πνιγεί.
Published 1 έτος ago on 24 Μαρτίου, 2021By ΜΑΝΟΣ ΠΑΠΠΑΣ Ένας Έλληνας, ένας Αμερικανός κι ένας Κινέζος πέφτουν μετά από αεροπορικό δυστύχημα στη ζούγκλα. Τους πιάνουν οι Μάο Μάο και τους πάνε στον φύλαρχο.
Φύλαρχος: Πάλι αυτοί; Και τι δεν τους έχουμε κάνει! Τους δείραμε, τους φάγαμε, τους συρρικνώσαμε, τι να τους κάνουμε τώρα… Πετάγεται τότε ο σοφός μάγος της φυλής:
Μάγος: Να τους κάνουμε ανθρωπολογική μελέτη. Το κάνουν σε όλο τον κόσμο. Λέγεται Big Brother!
Θα τους κλείσουμε σε μια καλύβα για μια ώρα τον καθένα και θα παρακολουθήσουμε το πως ζουν!
Ενθουσιασμένοι οι Μάο Μάο φτιάχνουν την καλύβα, τη γεμίζουν και τρύπες για να παρακολουθούν απ έξω ότι γίνεται μέσα και αποφασίζουν να βάλουν μέσα στην καλύβα ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά, μια λεκάνη νερό με ένα σαπούνι πλάι της, και την μις ΜΑο ΜΑο Κλείνουν στην αρχή μέσα τον Αμερικάνο. Με το που βλέπει τη γκόμενα ορμάει και αρχίζει να κάνει έpωτα μαζί της. Μετά από 45 λεπτά κουράζεται κι πέφτει στο φαΐ με τα μούτρα. Στο τελευταίο λεπτό πριν συμπληρωθεί η ώρα ρίχνει ένα ψευτοπλύσιμο στο πουκάμισο του.
Αμερικάνος: Ω, εμείς στο Αμέρικα διασκεδάζουμε συνέχεια! Μετά τρώμε του σκασμού ε και άμα μείνει και χρόνος κάνουμε και καμιά δουλειά!
Έρχεται η σειρά του Κινέζου. Με το που βλέπει το σαπούνι αρχίζει να πλένεται σαν τρελός. Μετά από 50 λεπτά σταματάει και τσιμπάει κάτι ψηλά από το φαγητό ε και στο τελευταίο λεπτό μπαλαμουτιάζει και λίγο τη γκ@μενα.
Βγαίνει έξω, τον συγχαίρουν οι Μάο Μάο και τον ρωτούν γιατί έκανε ότι έκανε.
Κινέζος: Εμείς στην Κίνα δουλεύουμε συνέχεια για αυτό είμαστε και τόσο αναπτυγμένοι. Μετά τρώμε λίγο να πάρουμε δυνάμεις, και άμα μείνει χρόνος διασκεδάζουμε και λίγο.
Έρχεται και η σειρά του Έλληνα. Μπαίνει αργά αργά μέσα και….
Κοιτάζει την καλύβα. Βγάζει το πουκάμισο, το πετάει δίπλα στη λεκάνη και φωνάζει στη μ@@νάρα:
“Πλύντο μωρή!”. Σκύβει η γκ@μενάρα να πλύνει το πουκάμισο, και όπως ήταν σκυμμένη πάει απο πίσω ο Έλληνας και κάνει αυτό που όλοι φαντάζεστε.
Πλένει αυτή, την π@δάει αυτός και κάθε τόσο αρπάζει κι ένα κομμάτι κρέας από το τραπέζι και αρχίζει να τρώει.
Αυτό συνεχίστηκε για μια ολόκληρη ώρα.
Βγαίνει έξω και έκπληκτοι οι Μάο Μάο μ αυτά που είδαν τον ρωτούν γιατί έκανε ότι έκανε.
Έλληνας: Α ρε παιδιά, εμείς στην Ελλάδα ακολουθούμε ένα ρητό:
- ” Αν δε γ@μησεισ τον εργαζομενο, ψωμι στο στομα σου δεν βαζεισ “

Ήταν ένας Αμερικάνος, ένας Ιάπωνας και ένας Κινέζος σε ένα αεροπλάνο. Περνάνε πάνω από την Ιαπωνία και ο Ιάπωνας πετάει δύο μαχαίρια από το αεροπλάνο.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες τα μαχαίρια;
Ιάπωνας :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό τα πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Κίνα και ο Κινέζος πετάει ένα μαχαίρι.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες το μαχαίρι;
Κινέζος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό το πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Αμερική και ο Αμερικάνος πετάει μία βόμβα.
Κινέζος :
- Γιατί ρε, πέταξες την βόμβα ;
Αμερικάνος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό την πέταξα.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε κατέβηκε ο Αμερικάνος, ο Κινέζος και ο Ιάπωνας και άρχισαν να περπατάνε. Εκεί που περπατούσανε συναντάνε ένα κορίτσι να κλαίει.
Αμερικάνος :
- Γιατί κλαις κοριτσάκι;
Κορίτσι :
- Γιατί έπεσαν δύο μαχαίρια από τον ουρανό και σκότωσαν τον πατέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγοράκι να κλαίει.
Ιάπωνας :
- Γιατί κλαις αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί έπεσε ένα μαχαίρι από τον ουρανό και σκότωσε την μητέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγόρι να γελάει.
Κινέζος :
- Γιατί γελάς αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί εκεί που καθόμασταν και βλέπαμε τηλεόραση ο παππούς έκλασε και έπεσε το σπίτι.
Είναι ένας γύφτος σε ένα μπαρ και πίνει τα ποτά του ανέμελος, όταν μπαίνει ένας Κινέζος.
Με κάποια μικροαφορμή αρχίζει ο Κινέζος να δέρνει τον γύφτο με διάφορες τεχνικές καράτες. Τον ρίχνει αναίσθητο και φεύγοντας λέει στον μπάρμαν:
- Όταν σηκωθεί, πες του ότι αυτή ήταν η τεχνική "Κόκκινος Δράκος"!
Ξανά την επόμενη μέρα πάλι ο γύφτος στο μπαρ.
Ξαναμπαίνει ο Κινέζος, "Για γιου τιν τσίν!" Πάρτον πάλι κάτω τον γύφτο!
Λέει πάλι ο Κινέζος στον μπάρμαν:
- Πες του γύφτου μόλις σηκωθεί, ότι ήταν η τεχνική "Κίτρινος Δράκος".
Την επομένη πάλι το ίδιο, την μεθεπομένη πάλι το ίδιο...
Μπαίνει λοιπόν μια μέρα με φόρα ο Κινέζος να πλακώσει τον γύφτο. Κοιτάει και πουθενά ο γύφτος.
Έρχεται ο γύφτος από πίσω, και ακούγεται ένα γκουππππ!
Αναίσθητος ο Κινέζος!
Και λέει ο γύφτος στον μπάρμαν:
- Πες του Κινέζου όταν σηκωθεί, που δεν το νομίζω, "Λαμαρίνα Από Ντάτσουν"!