Δυο τύποι προχωρούσαν σε έναν βρώμικο επαρχιακό δρόμο, όταν ξαφνικά βλέπουν μια τρύπα. Κοιτάζουν μέσα και ρωτάει ο ένας τον άλλον:
- Βλέπεις τον πάτο;
- Όχι, λέει ο άλλος. Να πετάξουμε καμία πέτρα για να δούμε πόσο βαθιά είναι.
Αρχίζει λοιπόν ο ένας να πετάει πέτρες, ρίχνει κι ο δεύτερος κάμποσες, τίποτα, τζίφος, δεν ακούνε τίποτε!
- Χρειαζόμαστε κάτι μεγαλύτερο, λέει ο ένας.
Κοιτάζουν γύρω γύρω και βλέπουν έναν τσιμεντόλιθο στην άκρη του δρόμου. Τον αρπάζουν και τον πετάνε μέσα.
Εκεί που περιμένουν να ακούσουν το "γκντούπ" ακούγεται ένας χαμός πίσω, γυρίζουν και τι να δουν! Έναν τράγο που τους επιτίθεται με μανία! Φεύγουν από την μέση και την τελευταία στιγμή περνάει ο τράγος ανάμεσα τους και πέφτει μέσα στην τρύπα.
- Το είδες αυτό; λέει ο ένας.
- Ναι, κόντεψε να μας σκοτώσει αυτός ο κωλότραγος...
Τότε βλέπουν έναν αγρότη πάνω σε ένα τρακτέρ πίσω από τον φράχτη, τον πλησιάζουν και τον ρωτούν:
- Μήπως έχεις έναν τράγο;
- Nαι, έχω έναν, τους λέει.
- Το ξέρεις ότι ο τράγος σου πήγε να μας σκοτώσει;
- Ναι, μας επιτέθηκε με μανία και προσπάθησε να μας ρίξει μέσα στην τρύπα, λέει κι ο άλλος.
Ο αγρότης κουφαίνεται και τους λέει:
- Σας κυνήγησε; Μπα, δεν θα ήταν δικός μου. Ο δικός μου ο τράγος είναι πολύ γέρος και έχει και αρθρίτιδα. Εξάλλου τον έχω πάντα δεμένο σε έναν τσιμεντόλιθο...
Ένα αντρόγυνο πάνε στη εκκλησία και ακούνε, ανάμεσα στα άλλα, και το κήρυγμα του παπά. Πάει μετά ο άντρας και συγχαίρει τον παπά για το κήρυγμά του, λέγοντας:
- Συγχαρητήρια, πάτερ, ήταν το ωραιότερο απ όλα τα γαμημένα κηρύγματα, που έχω ακούσει στη ζωή μου.
- Ω, ευχαριστώ πολύ, απαντάει ο παπάς, αλλά μήπως θα μπορούσατε να μη χρησιμοποιείτε τέτοιες εκφράσεις στον οίκο του θεού;
- Συγγνώμη, πάτερ, αλλά το γαμημένο το κήρυγμά σου ήταν πολύ καλό!
Λέει το άτομο.
- Κύριε, σας παρακαλώ, λέει ο παπάς. Δεν μπορείτε να φέρεστε έτσι στην εκκλησία. Θα πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε.
- Εν τάξει, πάτερ. Αλλά ήθελα να ξέρεις ότι τόσο πολύ μ άρεσε το γαμημένο το κήρυγμά σου, που έβαλα £2000 στο δίσκο!
Ο παπάς, με τα μάτια ορθάνοιχτα απ την έκπληξη:
- £2000! Δε μου λες μαλακίες τώρα;
Ήταν ο Μελισανίδης (ολυμπιονίκης στην γυμναστική )με μια παρέα άλλων φίλων και έμπαινε από τα αστέρια στην γλυφάδα, 4:00 το πρωί να πάει σπίτι του.
Με το που μπαίνουν στη παραλιακή τους σταματάει η αστυνομία για αλκοτέστ...
Πάει λοιπόν ο χωροφύλακας στον Μελισανίδη και του λέει να φυσήξει στο ακροφύσιο... τσαντίζεται ο Μελισανίδης, τον αγριοκοιτάζει, μα καλά ξέρετε ποιος είμαι του λέει... Ιδέα ο χωροφύλακας... τα παίρνει στο κρανίο ο Μελισανίδης βγαίνει από το αμάξι, παίρνει 5 βήματα φόρα , τρέχει βουτιά στον αέρα, μπαμ προσγειώνεται τριπλή ανάποδη τούμπα, διπλή μπροστινή, τινάζετε εναέρια, σπαγκατ, χαμό... Τώρα με θυμάσαι του λέει... Τίποτα, χαμπάρι ο χωροφύλακας... Τσαντίζεται περισσότερο ο Μελισανίδης, 10 βήματα φορά, τρέχει, ρόδα, μια δύο τρεις κολοτούμπες στον αέρα, μπαμ προσγείωση, τρεις ανάποδες τούμπες, διπλό σπαγκατ, κατακόρυφες, της πουτάνας... Μπαμ τέλεια προσγείωση μισό μέτρο από τον χωροφύλακα...
Εν τω μεταξύ είχαν σταματήσει και άλλα αμάξια οι μπάτσοι, ήταν και δυο τύποι ψιλομεθυσμένοι τρία αμάξια πιο πίσω και παρακολουθούσαν, οπότε γυρίζει ο ένας στον άλλο...
- Μεγάλε το έχουν δυσκολέψει πολύ το αλκοτέστ δεν το περνάμε με τίποτα...
Ήταν 2 κουμπάροι, ο ένας από το χωριό, και ο άλλος από την πόλη. Ο κουμπάρος από το χωριό πήγε να επισκεφτεί τον κουμπάρο από την πόλη. Ο κουμπάρος από την πόλη λέει:
- "Κοίτα κουμπάρε, εμείς εδώ χέζουμε και κάνουμε τις ανάγκες μας στις τουαλέτες. Έλα να σου δείξω!", και του δείχνει.
Το βράδυ που κοιμούνται, του κουμπάρου από το χωριό, του έρχεται να φτύσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα!", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα. Λέει:
- "Θα φτύσω στο τασάκι και το πρωί θα το καθαρίσω", φτύνει στο τασάκι και κοιμάται. Μετά του έρχεται να κατουρήσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα, Λέει:
- "Θα κατουρίσω στο χάλι. Ως το πρωί θα έχει εξατμιστεί", κατουράει στο χάλι και κοιμάται.
Μετά από λίγο του έρχεται να χέσει και λέει:
- "Τώρα πρέπει οπωσδήποτε να βρω την τουαλέτα", ανοίγει πόρτες κλείνει πόρτες, πουθενά η τουαλέτα. Κατεβαίνει στο σαλόνι, βγάζει ένα φυτό από τη γλάστρα του, χέζει και το ξαναβγάζει. Το άλλο πρωί σηκώνεται και φεύγει. Μετά από 3 μήνες παίρνει τηλέφωνο ο κουμπάρος από την πόλη και λέει:
- "Ρε κουμπάρε, το τασάκι μας έφτυσες το βρήκαμε, το χάλι μας κατούρησες το βρήκαμε, πού στο διάολο έχεσες; Δύο σπίτια αλλάξαμε και ακόμα βρομάει."
Μια φορά, ήταν ένας Κρητικός που έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Ο πατέρας του, για να τον συγχαρεί, του αγόρασε ένα μεγάλο Κρητικό μαχαίρι. Το πήρε λοιπόν μαζί του, όμως μετά από κάμποσο καιρό το πούλησε.
Μια μέρα, ανέβηκε ο πατέρας του στην Αθήνα και του ζήτησε να του δώσει λίγο το μαχαίρι. Και εκείνος του εξήγησε:
- "Δεν το `χω, το πούλησα."
- "Γιάντα ωρέ;", τον ρώτησε ο πατέρας του.
- "Για να πάρω αυτό το ρολόι...", απάντησε, "έχει χρονόμετρο, ξυπνητήρι, είναι αδιάβροχο..."
- "Και αν ωρέ κοπέλι, σου πει κανένας "γαμώ της μάνας σου το μουνί", τί θα του πεις; Δύο παρά τέταρτο;"