Δύο άσπονδοι εχθροί, τρακάρουν άσχημα με τα αυτοκίνητά τους, τα οποία έγιναν ένα μάτσο παλιοσίδερα, αλλά κανείς τους δεν έπαθε τίποτα.
Βγαίνουν έξω από το αυτοκίνητά τους και βλέπουν ο ένας τον άλλο, οπότε γυρίζει ο πρώτος και λέει:
- Παρόλο που τα αυτοκίνητα μας έγιναν παλιοσίδερα, εμείς δεν πάθαμε τίποτα. Και αυτό, πρέπει να είναι ένα σημάδι από το Θεό, ότι μπορούμε να ζήσουμε μαζί ειρηνικά.
- Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, απαντά ο δεύτερος.
- Αυτό, πρέπει να το γιορτάσουμε, λέει ο πρώτος και φέρνει από το αυτοκίνητο του, δύο κουτάκια μπύρας, που τυχαία δεν είχαν πάθει τίποτα.
Δίνει το ένα στον πρώην εχθρό του και λέει:
- Ασπρο πάτο!
- Ασπρο πάτο, απαντά κι ο άλλος και την κατεβάζει μονορούφι.
Μόλις τελειώνει, βλέπει τον άλλο να μην έχει πιει ούτε γουλιά, οπότε τον ρωτά:
- Εσύ, δε θα πιεις;
- Όχι, λέω να περιμένω να έρθει η αστυνομία πρώτα.
Είναι μια γυναίκα σπίτι με τον γκόμενο της και βγάζουν τα μάτια τους, όταν ξαφνικά έρχεται στο σπίτι το παιδί.
- "Τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν έπρεπε να είσαι στο σχολείο τώρα;", ρωτάει αυτή.
- "Είχαμε κενό και σχόλασα νωρίτερα", απαντάει το παιδάκι.
Το παίρνει λοιπόν το παιδάκι και το κρύβει στη ντουλάπα, για να συνεχίσει με τον γκόμενο.
Μετά από λίγο όμως, επιστρέφει και ο άντρας της νωρίτερα απ` ότι συνήθιζε. Τι να κάνει, παίρνει και τον γκόμενο και τον βάζει στην ντουλάπα μαζί με το παιδάκι.
Μέσα στη ντουλάπα τώρα είναι ο γκόμενος με το παιδάκι...
- "Είναι σκοτεινά εδώ μέσα", λέει το παιδάκι.
- "Ναι", λέει ο γκόμενος.
- "Έχω μια μπάλα ποδοσφαίρου και στην πουλάω".
- "Δεν ενδιαφέρομαι", λέει ο γκόμενος.
- "Είναι ο πατέρας μου απέξω. Θέλεις να τον φωνάξω;"
- "Πόσο την πουλάς;", ρωτάει ο γκόμενος.
- "15.000 δρχ.!"
Τι να κάνει ο γκόμενος την αγοράζει. Μετά από καμμιά ώρα, τους ανοίγει την ντουλάπα η γυναίκα και φεύγει.
Περνάει μια εβδομάδα και τα φέρνει έτσι η τύχη που ξαναγίνονται τα ίδια. Ξανά το παιδάκι είχε κενό και ο πατέρας ήρθε νωρίτερα και ξανά ο γκόμενος βρίσκεται στην ίδια ντουλάπα μαζί με το παιδάκι.
- "Είναι σκοτεινά εδώ μέσα", λέει το παιδάκι.
- "Ναι", απαντάει ο γκόμενος.
- "Έχω μια μπάλα μπάσκετ και στην πουλάω..."
- "Πόσο κάνει", ρωτάει κατευθείαν ο γκόμενος.
- "19.000 δρχ."
Τι να κάνει ο γκόμενος, κόντεψε να του έρθει εγκεφαλικό, αλλά του δίνει τα λεφτά.
Μετά από μια εβδομάδα λέει ο πατέρας στο γιό:
- "Πάμε έξω στο κήπο να παίξουμε ποδόσφαιρο."
- "Α, δε γίνεται γιατί πούλησα τη μπάλα 15.000 δρχ."
- "Τι; Που ακούστηκε ένα παιδί 10 χρονών, να πουλάει τόσο ακριβά τα πράγματα του! Κάποιο καημένο παιδάκι εκμεταλλεύτηκες σίγουρα! Αυτό που έκανες είναι εκμετάλλευση και κοροϊδία γιέ μου! Είναι αμαρτία! Πάμε γρήγορα στον παπά να εξομολογηθείς!"
Πάνε λοιπόν στην εκκλησία και μπαίνει το παιδάκι μέσα στο εξομολογητήριο.
- "Είναι σκοτεινά εδώ μέσα...", λέει.
- "Α, να σου πω! Μην αρχίζεις τις ίδιες μαλακίες κι εδώ, εντάξει;"
Κατακαλόκαιρο, κι ο τζίτζικας κάθεται σε ένα δέντρο με γυαλιά ηλίου, walkman και φραπεδιά στο χέρι. Από κάτω, το μυρμήγκι κουβαλάει πάνω-κάτω σπόρους για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
- Κούλαρε ρε μέρμηγκα, του λέει ο τζίτζικας. Θα σε φάει το άγχος!
- Koρόιδευε εσύ, όταν θα χειμωνιάσει και θα πεινάσεις θα μου χτυπήσειςτην πόρτα, απαντάει το μυρμήγκι.
Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια.
- Ηρέμησε ρε μέρμηγκα, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη!
- Γέλα εσύ, όταν χειμωνιάσει και σε κόψει η λόρδα, θα μου χτυπήσεις την πόρτα.
Κάθε μέρα το ίδιο βιολί, το μυρμήγκι να κουβαλάει και ο τζίτζικας να κοροϊδεύει ο τζίτζικας, ίδια απάντηση το μυρμήγκι.
Τελειώνει το καλοκαίρι και έρχεται η βαρυχειμωνιά.
Η βροχή πέφτει αλύπητη, ο αέρας σφυρίζει έξω παγωμένος και το μυρμήγκι κλεισμένο στη γεμάτη σπόρους φωλιά του, περιμένει το τζίτζικα ανυπόμονα να του χτυπήσει την πόρτα ζητώντας φαΐ.
Ένα παγωμένο βράδυ, το μυρμήγκι ακούει χτυπήματα στην πόρτα!
- Ποιος είναι; ρωτάει.
- Aνοιξε ρε, ο κολλητός σου ο τζίτζικας είμαι!
- Ρε τζίτζικα στα έλεγα εγώ, μονολογεί το μυρμήγκι.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει το τζίτζικα αγκαλιά με μια γκόμενα!
- Κολλητέ μου, πάω διακοπές στις Μπαχάμες με το μωρό, θέλεις κάτι;
- Όχι, λέει το μυρμήγκι φρικαρισμένο, αλλά να πας να πεις του Αισώπου ότι είναι και πολύ μαλάκας !