Ο Κώστας, γεμάτος ενθουσιασμό, πάει στο δάσος για να κυνηγήσει. Βλέπει μια μικρή καφετιά αρκούδα, τη σημαδεύει και τη σκοτώνει.
Τότε νιώθει ένα κτύπημα στον ώμο, γυρίζει και βλέπει μια μεγάλη μαύρη αρκούδα η οποία του λέει:
- Κώστα, έχεις δύο επιλογές, ή σου χιμάω και σε σκοτώνω, ή κάνουμε σεξ.
Ο Κώστας αποφασίζει ότι προτιμά τη ζωή, οπότε σκύβει μπροστά και δίνεται στη μαύρη αρκούδα.
Επί δύο εβδομάδες πονούσε, αλλά όταν έγινε καλά, ο Κώστας ορκίστηκε να εκδικηθεί!
Πηγαίνει πάλι στο δάσος, βρίσκει τη μαύρη αρκούδα και τη σκοτώνει. Νιώθει πάλι κάποιος να τον κτυπάει στον ώμο.
Αυτή τη φορά είναι ένα τεράστιο γκρίζλι.
- Έκανες ένα τεράστιο λάθος, Κώστα, του λέει το γκρίζλι... Διάλεξε τι θες, ή σε ξεσκίζω με νύχια και με δόντια, ή κάνουμε άγριο σεξ.
Για άλλη μια φορά ο Κώστας σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να υποκύψει. Χρειάστηκε κάμποσες εβδομάδες για να συνέλθει, αλλά εξαγριωμένος πια ο Κώστας, ξαναγυρίζει στο δάσος, βρίσκει το γκρίζλι και το σκοτώνει.
Αισθάνεται ότι επιτέλους, πήρε εκδίκηση, όταν νιώθει ένα κτύπημα στον ώμο. Γυρίζει και βλέπει μια τεράστια πολική αρκούδα.
- Παραδέξου το, Κώστα, του λέει η αρκούδα, δεν έρχεσαι στο δάσος για το κυνήγι, έτσι;
Σε ένα ταξίδι για Νέα Υόρκη, κάθοντα στο αεροπλάνο ένας γιάπης και ένας παπαγάλος σε διπλανές θέσεις.
- Παρακαλώ πολύ, λέει ευγενικά ο γιάπης στην αεροσυνοδό, μπορείτε να μου φέρετε έναν καφέ;
Περνάει μισή ώρα, περνάνε τρία τέταρτα...
- Μωρή χαμούρα, στριγκλίζει ο παπαγάλος, φέρε έναν καφέ γρήγορα, γιατί θα σε πετάξω στον Ατλαντικό και θα σε φάνε οι καρχαρίες!
Σε μισό λεπτό φέρνει τρέχοντας τον καφέ στον παπαγάλο η αεροσυνοδός, τρέμοντας ολόκληρη.
- Παρακαλώ πολύ, αν είναι δυνατό να μου φέρετε μια κόκα κόλα θα σας ήμουν ευγνώμων, λέει ευγενικά ο γιάπης.
Περνάει μισή ώρα, περνάει μια ώρα, ...
- Μωρή χαμούρα, πετιέται ο παπαγάλος, φέρε μου μια κόκα κόλα αμέσως, γιατί θα σου δώσω να φας τα σκουλαρίκια που φοράς!
Σε μισό δευτρόλεπτο του φέρνει τρέμοντας την κόκα κόλα κατακόκκινη η αεροσυνοδός.
Τα παίρνει στο κρανίο ο γιάπης:
- Άκου χαμούρα, αν σε μισό λεπτό δε μου φέρεις έναν καφέ, μια κόκα κόλα κι ένα σάντουιτς, θα φας κλωτσιά και θα φύγεις έξω από το αεροπλάνο.
Τρέμει ολόκληρη η αεροσυνοδός μας, κοκκινίζει σαν παντζάρι, πάει στον πιλότο μανουριασμένη και ο πιλότος δίνει εντολή στο προσωπικό ασφαλείας και τους
Πετάνε και τους δύο έξω από το αεροπλάνο.
Κάθως πέφτουν στο κενό, ρωτάει ο παπαγάλος τον γιάπη, κουνώντας τα φτερά του χαριτωμένα:
- Εσύ φιλαράκι τί τις ήθελες τις μαγκιές, αφού δεν ξέρεις να πετάς;
Μια κρύα νύχτα του φθινοπώρου, ο γάτος αποφασίζει ότι ο γιος του έχει φτάσει πλέον σε μια ηλικία όπου θα πρέπει να μάθει τι παίζεται με τις γυναίκες. Έτσι φωνάζει το γατάκι και του λέει:
- Γιε μου, σήμερα είναι η μεγάλη μέρα. Σήμερα θα σου μάθω πώς να κάνεις έρωτα!
Χαρά το γατάκι, το οποίο δεν πολυκατάλαβε, αλλά μοιράστηκε τον ενθουσιασμό του γάτου-πατέρα του. Το πιάνει λοιπόν και βγαίνουν έξω στα κεραμίδια.
- Τώρα πρόσεχε καλά, λέει ο πατέρας, θα κάνεις ό,τι κάνω, εντάξει;
- Εντάξει, πατέρα, λέει το γατάκι.
Αρχίζει λοιπόν ο γάτος να νιαουρίζει μεστά και πονεμένα, φωνάζοντας όποια γάτα τύχαινε να βρίσκεται στην περιοχή. Αμέσως μετά το γατάκι, με την ψιλή φωνή προσπαθεί να μιμηθεί τον πατέρα του.
Του κάκου όμως, το κρύο είναι τσουχτερό και καμία γάτα με σώας τας φρένας δεν έχει ξεμυτίσει. Έτσι λοιπόν ο γάτος ξαναδοκιμάζει την τύχη του, νιαουρίζει και πάλι, ακόμα πιο δακρύβρεχτα, από πίσω το γατάκι προσπαθεί να μιμηθεί και πάλι τον πατέρα του. Για μια ακόμα φορά όμως καμία γάτα δεν εμφανίζεται. Ο πατέρας πεισμώνει και αρχίζει να νιαουρίζει συνεχώς, ενώ το γατάκι με δυσκολία προσπαθεί να μιμηθεί τη χροιά του νιαουρίσματος του πατέρα του.
Αφού έχει περάσει κάνα τέταρτο συνεχούς νιαουρίσματος, το γατάκι σκουντάει τον πατέρα του στην πλάτη και του λέει:
- Ρε πατέρα, αρκετά γαμήσαμε. Δεν πάμε τώρα μέσα γιατί έχω ξεπαγιάσει;
Ο μπαμπάς καρχαρίας εκπαιδεύει τον νεαρό καρχαρία.
- Βλέπουμε τον άνθρωπο, απομακρυνόμαστε, σηκώνουμε πτερύγιο, πάμε αργά προς τα πάνω του, κάνουμε 2 περιστροφές αριστερόστροφες, απομακρυνόμαστε, επιστρέφουμε για άλλες 2 δεξιόστροφες, απομακρυνόμαστε και κάνουμε επίθεση.
Κατάλαβες; πες τα και εσύ.
- Εεε, ναι, τον βλέπουμε, σηκώνουμε πτερύγιο, 1 στροφή αριστερά.
1 δεξιά και τρώμε!
- Όχι, όχι.. πρόσεχε τα βήματα είναι σημαντικά ! Βλέπουμε τον άνθρωπο, απομακρυνόμαστε, σηκώνουμε πτερύγιο, πάμε αργά προς τα πάνω του, κάνουμε 2 περιστροφές αριστερόστροφες, απομακρυνόμαστε, επιστρέφουμε για άλλες 2 δεξιόστροφες, απομακρυνόμαστε και κάνουμε επίθεση. Κατάλαβες τώρα; πες τα και εσύ.
- Μμμ, ναι, τον βλέπω, σηκώνω πτερύγιο, 2 στροφές γύρω του και τρώμε !
- ΟΧΙ ! , ΟΧΙ !, προσπάθησε ξανά..
- Τον βλέπω.., πλησιάζω αργά.., κάνουμε.. 2 στροφές προς τα δεξιά... δεν τα θυμάμαι ρε μπαμπά είναι πολλά...
- E, τι να σου πω... φάτον με τα σκ@τά!
Κάποτε ένας χωρικός αγόρασε πέντε αγελάδες, να παίρνει το γάλα της ημέρας του και να βγάζει και το κάτιτίς του από ότι θα περίσσευε.
Από τότε όμως που τις πήρε δεν είδε ούτε σταγόνα γάλα. Είδε κι αποείδε ο χριστιανός και παίρνει τηλέφωνο τον κτηνίατρο στο κεφαλοχώρι:
- Δεν κατεβάζουν οι τσούπρες μου γάλα γιατρέ μου. Τι να τις κάνω; Για φιγούρα θα τις έχω;
- Βρε χαζέ, του λέει ο γιατρός, πως να κατεβάσουν γάλα άμα δεν έχουνε πιάσει παιδί; Πήγαινε τις στο ταύρο να τις γκαστρώσει και θα δεις που θα χεις μπόλικο γάλα.
- Τώρα μάλιστα ! Τη κάτσαμε τη βάρκα, λέει απελπισμένος ο χωρικός. Εδώ δεν υπάρχει ταύρος σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.
- Ε τότε δεν σου μένει παρά να τις γκαστρώσεις εσύ, του απαντά με πολύ φυσικό τρόπο ο γιατρός. Φόρτωσε τις στο φορτηγό σου πρωί πρωί, πήγαινε τις στο βουνό, διάβασε κανένα πορνοπεριοδικό και δώσε τις να καταλάβουν !
- Τι λες μωρέ γιατρέ; διαμαρτύρεται ο φουκαράς ο χωρικός, θα πηδάω τα γελάδια μου; Για ποιον με πέρασες;
Ο γιατρός τσαντίζεται και τον αποπαίρνει:
- Ακου να δεις, άμα δεν μπορείς να το κάνεις κακό του κεφαλιού σου. Καλύτερα πέτα τις ! Δεν είναι και τόσο φοβερό ρε παιδί μου. Δοκίμασε αύριο το πρωί και θα με ευγνωμονείς. Μόλις τις ξαναφέρεις, παρατήρησε τη συμπεριφορά τους. Αμα πιάσει από ένα δένδρο η κάθε μία και βόσκει με σκυμμένο το κεφάλι, η δουλειά πέτυχε, ενώ άμα κοιτάνε σα χαζές δεξιά και αριστερά, πρέπει την άλλη μέρα να τις ξαναπηδήξεις μέχρι να πιάσουν.
"Μ ένα πούστη που μπλέξαμε" σκέφτεται ο χωρικός, αλλά τι να κάνει, την άλλη μέρα το πρωί, φορτώνει τις αγελάδες στο φορτηγάκι, τις πάει στο βουνό, χτυπάει και δύο Viаgrа και αρχίζει το "τι σου κάνω μάτια μου"
Κάποτε, τελειώνει το θεάρεστο έργο του και ξαναγυρνάει στο σπίτι του μαζί με το τετράποδο χαρέμι του. Με πολλή αγωνία αρχίζει να παρακολουθεί τις κινήσεις των ζωντανών, αλλά δυστυχώς οι αγελάδες χαζεύουν δεξιά κι αριστερά και με κάθε τρόπο δείχνουν ότι οι βολές ήτανε άσφαιρες.
Αναγκαστικά, την άλλη μέρα νωρίς νωρίς το πρωί, η μοναξιά του κτηνοβάτη συνεχίζεται. Τι την Ορνέλα Μούτι φαντασίωνε, τι τη γειτόνισσα, τι τη φουρνάρισσα, τελικά κακήν κακώς τα κατάφερε να ολοκληρώσει για μια ακόμη φορά την πρωινή του ηδυπάθεια και πτώμα στη κυριολεξία να ξαναγυρίσει στο σπίτι του. Μάταια όμως και πάλι, γιατί η αγελάδες εξακολουθούσαν να έχουν το χαζοβιολέ στυλ και να τον δαιμονίζουν.
Η δουλειά αυτή συνεχίστηκε για άλλη μια μέρα, οπότε ο άνθρωπος είχε ρέψει στα πόδια του πια και τεζάρισε στο κρεβάτι όπου κοιμήθηκε για 24 ώρες σχεδόν. Ξυπνώντας το άλλο πρωί, λέει στη γυναίκα του:
- Κοίταξε βρε Κρουστάλλω μου, τι κάνουν αυτές οι αναθεματισμένες. Είναι κάτω από ένα δένδρο ή κοιτάνε σα χαζές δεξιά κι αριστερά;
- Δεν ξέρω τι μ λες εσύ Μήτρο μ , αλλά αυτές έχουν ανέβει στο φορτηγάκι και σε περιμένουνε. Η μία μάλιστα κορνάρει...
Ένας τουρίστας στο Τόκιο βρέθηκε σ' ένα pet shop και κοίταζε τα ζωάκια.
Κάποια στιγμή μπαίνει ένας κύριος και ζητάει έναν Excel-χιμπατζή.
Ο πωλητής έγνεψε καταφατικά, χάθηκε για λίγο κι επέστρεψε μ' έναν χιμπατζή λέγοντας "15.000 ευρώ, παρακαλώ!"
Ο πελάτης πλήρωσε κι έφυγε με το χιμπατζή. Έκπληκτος ο τουρίστας απευθύνθηκε στον πωλητή:
"Πολύ ακριβός ο χιμπατζής, γιατί;"
"Ο χιμπατζής αυτός είναι τέλειος στο Excel. Προγραμματίζει με ελάχιστα λάθη, πολύ γρήγορα και με μικρό κόστος"
Του απάντησε ο πωλητής. Ο τουρίστας πρόσεξε έναν άλλον χιμπατζή σε κλουβί με τιμή 25.000 ευρώ.
"Ω, αυτός είναι ακόμη πιο ακριβός, τι κάνει αυτός;" ρώτησε πάλι.
"Αυτός είναι ειδικός στον προγραμματισμό web. php, java, html, τα παίζει στα δάχτυλά του" απάντησε ο πωλητής.
Σε λίγο το μάτι του τουρίστα έπεσε σ' έναν άλλον χιμπατζή, του οποίου η τιμή ήταν 50.000 ευρώ.
Απευθύνθηκε και πάλι στον πωλητή, λέγοντάς του "αυτός κοστίζει περισσότερο απ' ό,τι οι άλλοι δυο μαζί.
Τι ακριβώς κάνει αυτός;".
Ο πωλητής του απάντησε
"Για να είμαι ειλικρινής, δεν τον έχω δει ποτέ να κάνει κάτι, έχω προσέξει όμως πως οι άλλοι χιμπατζήδες τον φωνάζουν Administrator..."
Ήταν ένα μεσημεράκι στη ζούγκλα, όπου ο ήλιος έκαιγε ανυπόφορα. Κάπου σε ένα ξέφωτο ο λαγός είχε βάλει τα αρ***ια του πάνω σε ένα βράχο, ενώ με έναν άλλο τα χτυπούσε με δύναμη. Κάθε φορά που τα χτύπαγε φώναζε με ηδονικό ύφος:
- Καύ**...
Ο λαγός συνέχιζε το "παιχνίδι" του, όταν κάποια στιγμή τον παίρνει χαμπάρι το λιοντάρι. Στην αρχή παραξενεύεται, αλλά σύντομα αρχίζουν και του περνούν διάφορες σκέψεις από το μυαλό...
- Δεν είναι δυνατόν ο μικρός και ασήμαντος λαγός να το κάνει αυτό και να καυ*****ι, και εγώ ο βασιλιάς των ζώων να μην το έχω δοκιμάσει ακόμα...
Έτσι, αποφασισμένο πάει στο λαγό, του παίρνει την πέτρα, τον παραμερίζει και βάζει αυτό τα αρ***ια του πάνω στο βράχο. Σηκώνει την πέτρα ψηλά, την κατεβάζει με δύναμη πάνω στ αρ***ια του...
- Ααααααααααααααααα ..., φωνάζει σαν να το πυροβολήσανε. Κοιτάει τα αρ***ια του τα οποία ήταν ματωμένα σε κακό χάλι. Γυρνάει στο λαγό...
- Ρε πού*** λαγέ, που στο διάολο τη βρίσκεις την καύ** σ αυτό;
Και ο λαγός...
- Η καύ** είναι να μην τα πετύχεις...
Μία σαύρα περπατάει μέσα στο δάσος και ξαφνικά βλέπει σε ένα δέντρο ένα κοάλα να καπνίζει μπaφους.
"Τι κάνεις ρε συ εκεί πάνω;", ρωτάει η σαύρα.
"Στρίβω και πίνω μπaφους, θέλεις;", απαντάει το κοάλα.
Ανεβαίνει η σαύρα πάνω στο δέντρο, αρχίζουν στρίβουν, πίνουν, στρίβουν, πίνουν, σε κάποια στιγμή η σαύρα έχει γλαρώσει για τα καλά.
"Πάω να πιω λίγο νερό, γιατί κόλλησε το στόμα μου".
Πάει εκεί κοντά σε μία λιμνούλα και εκεί που σκύβει να πιει, έτσι ζαλισμένη που ήταν, πέφτει μέσα.
"Βοήθεια, βοήθεια, θα πνιγώ", αρχίζει να φωνάζει.
Την ακούει ένας κροκόδειλος, λέει "μακρινά ξαδέλφια είμαστε, ας την βοηθήσω".
Την βγάζει από το νερό, ευχαριστίες η σαύρα, την ρωτάει ο κροκόδειλος πώς βρέθηκε μέσα στο νερό.
"Να είμασταν με το κοάλα και πίναμε μπάφους, είχα κάνει κεφάλι, ζαλίστηκα και έπεσα".
"Μπάφους ε; Αχ και να΄χαμε έναν!", λέει ο κροκόδειλος.
"Μην ανησυχείς, αρκεί να πας στο κοάλα που είναι στο τάδε δέντρο".
Χαρούμενος ο κροκόδειλος, ξεκινάει, πάει στο δέντρο που του είπε η σαύρα και βλέπει το κοάλα να συνεχίζει να καπνίζει.
Το κοάλα τον βλέπει, γουρλώνει τα μάτια και του λέει:
"Καλά ρε μαλ@κα, ΠΟΣΟ νερό ήπιες;"