Κάποτε σε ένα μπαρ στο Κολωνάκι, μπαίνει ένας πολύ καλοντυμένος άντρας, έτοιμος για την βραδυνή εξόρμηση προς αναζήτηση γυναίκας. Σε ένα από τα τραπέζια κάθεται μία πολύ όμορφη κοπέλα μόνη της και πίνει το ποτό της κοιτάζοντας νωχελικά τριγύρω. Με το που τη βλέπει ο τύπος, θολώνει από την ομορφιά της και την πλησιάζει.
- Καλησπέρα, της λέει.
- Καλησπέρα, του απαντάει αυτή.
- Θέλω να σου πω ότι είσαι πολύ όμορφη και πολύ γλυκιά. Τα μάτια σου έιναι τέλεια, τα μαλλιά σου μεταξένια, το δέρμα σου λάμπει… όσο για το κορμί σου… τι να πει κανείς… Θεέ μου είσαι τόσο, μα τόσο όμορφη… πες μου μόνο το όνομά σου.
- Αναίς, λέει η κοπέλα.
- Αχ αγάπη μου… Σε κατάλαβα από τη φωνή… Μια κούκλα σαν και σένα μόνο ένα τόσο όμορφο όνομα θα μπορούσε να έχει. Μα αλήθεια, από πού βγαίνει αυτό το θεσπέσιο όνομα;
- Από το Παναής.
Πεθαίνει ένας μηχανικός και πάει στις πύλες του Παραδείσου. Εκεί ο Άγιος Πέτρος τον ρωτάει:
- Τί δουλειά έκανες;
- Ήμουν μηχανικός, απαντάει.
- Τότε δεν ήρθες στο σωστό μέρος. Στην Κόλαση θα πας. Οπότε πάει στην Κόλαση, όπου ο Σατανάς τον δέχεται. Όμως ο μηχανικός δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος από τις παροχές και τις ανέσεις της Κόλασης. Οπότε, πιάνει δουλειά και αρχίζει να βελτιώνει τα πράγματα. Φτιάχνει ασανσέρ, βάζει κλιματισμό, βάζει καζανάκι στις τουαλέτες κλπ. Σε κάποια φάση λοιπόν, τηλεφωνάει ο Θεός τον Σατανά και τον ρωτάει:
- Τί γίνεται εκεί;
- Ε, μια χαρά. Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί πολύ εδώ, απαντά εκείνος.
- Τί μου λες; Πώς έγινε αυτό;
- Ε, να ήρθε ένας μηχανικός και έχει βελτιώσει τα πράγματα, έβαλε κλιματισμό, ασανσέρ, καζανάκι στις τουαλέτες κλπ.
- Μηχανικός; Τί δουλειά έχει εκεί; Στείλε τον στον Παράδεισο.
- Τί λες ρε; Δεν στον δίνω.
- Δώσε τον, γιατί αλλιώς θα σου κάνω μήνυση.
- Και πού θα βρεις δικηγόρο;
Ένας πενηντάχρονος, πάει στο γιατρό για εξέταση σπέρματος. Ο γιατρός του δίνει ένα άδειο βαζάκι και του λέει να το φέρει με δείγμα. Την άλλη μέρα πάει ο πενηντάχρονος με το βαζάκι άδειο.
- Τι έγινε; Πού είναι το δείγμα; τον ρωτάει ο γιατρός.
- Άσε γιατρέ, πολύ ζόρικα τα πράγματα. Πρώτα δοκίμασα με το δεξί μου χέρι, αλλά τίποτα. Μετά με το αριστερό, αλλά τίποτα. Μετά δοκίμασα και με τα δύο χέρια, αλλά πάλι τίποτα. Φώναξα τη γυναίκα μου, δοκίμασε με το δεξί αλλά τίποτα, με το αριστερό τίποτα, δοκίμασε με το στόμα, πάλι τίποτα.
- Τίποτα; ρωτάει έκπληκτος ο γιατρός.
- Τίποτα σας λέω γιατρέ μου. Ύστερα φώναξα και την κόρη μου.
- Και την κόρη σας;
- Ναι. Τί με τα χέρια, τί με το στόμα, τίποτα! Προσπαθήσανε και οι δύο μαζί, τίποτα. Ε, μετά αναγκαστήκαμε να φωνάξουμε και τη γειτόνισσα.
- Τη γειτόνισσα;
- Ναι την καημένη, τη λυπήθηκα. Τρείς ώρες προσπαθούσε, μια με τα χέρια, μια με το στόμα, αλλά τίποτα.
- Μα είναι φοβερό αυτό που μου λέτε… - Ακριβώς γι” αυτό ήρθα γιατρέ. Δώστε μου ένα άλλο βαζάκι, γιατί αυτό δεν ανοίγει με τίποτα…
Δυο ζευγάρια έπαιζαν πόκερ ένα απόγευμα. Κάποια στιγμή του Νίκου του έπεσαν κατά λάθος κάποια φύλλα στο πάτωμα και έσκυψε να τα μαζέψει.
Κάτω από το τραπέζι όμως, με έκπληξη, είδε ανοιχτά τα πόδια της Ρένας, της γυναίκας του Γιώργου που δεν φορούσε εσώρουχο.
Απόλαυσε το θέαμα και ταραγμένος σήκωσε το κεφάλι. Κάποια στιγμή πήγε στην κουζίνα να πάρει αναψυκτικά. Η Ρένα τον ακολούθησε και τον ρώτησε:
- Είδες τίποτε που σου άρεσε όταν έσκυψες;
Έκπληκτος από το θράσος της ο Νίκος, της απάντησε ότι όντως είδε κάτι που του άρεσε πολύ. Η Ρένα τότε απάντησε:
- Ωραία… αν θέλεις να το απολαύσεις θα σου στοιχίσει 1000 ευρώ.
Χρειάστηκε ένα λεπτό ο Νίκος να συνέλθει, να το υπολογίσει και απάντησε ότι ενδιαφέρεται. Του είπε ότι ο Γιώργος, ο άντρας της, τις Παρασκευές δουλεύει απογεύματα και μπορούσε να πάει κατά τις 2 στο σπίτι της. Παρασκευή λοιπόν, 2 η ώρα, έμπαινε στο σπίτι της και αφού πέρασαν ένα απόγευμα γεμάτο έρωτα και πάθος, της έδωσε τα 1000 ευρώ και έφυγε.
Κατά τις 6 γύρισε ο Γιώργος σπίτι και μπαίνοντας ρωτάει τη γυναίκα του:
- Πέρασε από εδώ ο Νίκος το μεσημέρι;
Πανικόβλητη η Ρένα και ενώ η καρδιά της πήγαινε να σπάσει απάντησε:
- Γιατί ρωτάς; Ναι, πέρασε για λίγα λεπτά το μεσημέρι.
- Και σου έδωσε 1000 ευρώ; ρωτάει ο Γιώργος.
Η Ρένα τρομοκρατημένη πλέον τελείως, σκέφτεται ότι από κάπου κάτι έμαθε αλλά βρίσκοντας την ψυχραιμία της απαντά:
- Ναι αγάπη μου, όντως έφερε 1000 ευρώ.
Οπότε ο Γιώργος ανακουφισμένος λέει:
- Το ήξερα ότι είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης. Ήρθε το πρωί από το γραφείο να μου ζητήσει 1000 ευρώ δανεικά και μου είπε ότι θα περνούσε από το σπίτι το απόγευμα να σου τα αφήσει.
Πάει κάποιος στο ψυχίατρο και του λέει:
- Γιατρέ μου έχω πρόβλημα. Μετά την πρώτη φορά που κάνω έρωτα με τη γυναίκα μου, κρυώνω, τρέμω, μελανιάζω απ΄το κρύο, χτυπάνε τα δόντια μου, παγώνω και μετά τη δεύτερη φορά, ανάβω, ζεσταίνομαι, ιδρώνω, κοκκινίζω, λιώνω.
Ο γιατρός ξύνει το κεφάλι του με αμηχανία και του λέει:
- Φίλε μου, στην παγκόσμια ιατρική βιβλιογραφία δεν αναφέρεται τίποτα παρόμοιο, αλλά πιστεύω ότι το πρόβλημά σου είναι ψυχολογικό, γι” αυτό πάρε αυτά τα χάπια και σ” ένα μήνα που θα τελειώσουν, θέλω να σε ξαναδώ.
Παίρνει τα χάπια ο «ασθενής», πάει σπίτι του και, μετά από ένα μήνα επισκέπτεται πάλι τον ψυχίατρο.
- Είδες καμιά βελτίωση; ρωτάει ο ψυχίατρος.
- Τίποτα γιατρέ μου. Η ίδια κατάσταση. Μετά την πρώτη φορά που κάνω έρωτα με τη γυναίκα μου, κρυώνω, τρέμω, μελανιάζω απ΄το κρύο, χτυπάνε τα δόντια μου, παγώνω και μετά τη δεύτερη φορά, ανάβω, ζεσταίνομαι, ιδρώνω, κοκκινίζω, λιώνω.
- Όπως σου είπα, πιστεύω ότι το πρόβλημά σου είναι ψυχολογικό, γι” αυτό συνέχισε τη θεραπεία με τα χάπια που σου είχα δώσει πριν, πάρε κι αυτά επιπλέον και σ” ένα μήνα έλα να σε ξαναδώ, αλλά φέρε και τη γυναίκα σου μαζί, να πούμε δυο κουβέντες και μαζί της, μήπως μπορέσει να βοηθήσει.
Φεύγει ο «ασθενής», πάει σπίτι του, παίρνει όλα τα χαπάκια και στο μήνα επάνω, μαζί με την κυρά του, επισκέπτεται τον ψυχίατρο για τρίτη φορά. Ο ψυχίατρος τον παίρνει μέσα και τον ρωτάει:
- Είδες καμιά βελτίωση;
- Τίποτα γιατρέ μου. Η ίδια κατάσταση. Μετά την πρώτη φορά που κάνω έρωτα με τη γυναίκα μου, κρυώνω, τρέμω, μελανιάζω απ’το κρύο, χτυπάνε τα δόντια μου, παγώνω και μετά τη δεύτερη φορά, ανάβω, ζεσταίνομαι, ιδρώνω, κοκκινίζω, λιώνω.
Ο γιατρός ξύνει το κεφάλι του με περισσή αμηχανία και του λέει:
- Εντάξει, πήγαινε τώρα έξω και στείλε μου τη γυναίκα σου. Θέλω να συζητήσω κάτι μαζί της ιδιαιτέρως.
Μπαίνει μέσα η σύζυγος μετά από λίγο και ο γιατρός προσπαθεί να της εξηγήσει το πρόβλημα:
- Ξέρετε, κυρία μου, ο άντρας σας έχει ένα πρόβλημα… - Πρόβλημα; απορεί αυτή. Τί πρόβλημα;
- Να, μετά την πρώτη φορά που κάνετε έρωτα, κρυώνει, τρέμει, μελανιάζει απ΄το κρύο, χτυπάνε τα δόντια του, παγώνει και μετά τη δεύτερη φορά, ανάβει, ζεσταίνεται, ιδρώνει, κοκκινίζει, λιώνει… - Δεν καταλαβαίνω γιατρέ. Πού είναι το πρόβλημα, του λέει αυτή.
- Μα δεν είναι φυσιολογικό, επιμένει ο γιατρός.
- Φυσιολογικότατο είναι! απαντάει αυτή και εξηγεί: Η πρώτη φορά είναι το Φεβρουάριο κι η δεύτερη τον Αύγουστο!
Σε μια φτωχογειτονιά, γεμάτη σκόνη, λακούβες και τίμιο εργατικό ιδρώτα, ζούσαν δύο αδερφάκια 8 και 10 ετών. Τα δύο παιδιά ήταν ζιζάνια, χαβαλετζήδες και αλητάκια. Οπότε, για κάθε ζημιά που γινόταν εκεί πέρα, όλοι υπέθεταν ότι οι δύο μικροί είχαν βάλει το χεράκι τους αμέσως ή εμμέσως πλην σαφώς. Οι γονείς τους είχαν κουραστεί και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα επαναφέρουν σε τάξη.
Κάποτε άκουσαν για έναν παπά, άξιο και έμπειρο ο οποίος είχε εργαστεί σκληρά επί συναπτά έτη με προβληματικά παιδιά. Η μητέρα πρότεινε στον πατέρα να παρακαλέσουν τον παπά να μιλήσει και να νουθετήσει με την σοφία του τα παιδιά και ο πατέρας φυσικά δέχθηκε με ενθουσιασμό την πρότασή της.
Έτσι η μητέρα μετεβίβασε το αίτημα της στον παπά, ο οποίος δέχτηκε και ζήτησε να δει πρώτα τον μικρότερο αδερφό, αλλά μόνο του. Και έτσι ο μικρός απεστάλη ευθέως στο παπά. Ο παπάς τον έβαλε να κάτσει σε ένα πελώριο, εντυπωσιακό τραπέζι και ο ίδιος έκατσε απέναντί του. Για πέντε ολόκληρα λεπτά, απλώς κάθονταν και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο. Κάποια στιγμή ο παπάς τέντωσε τον δείκτη του προς τον μικρό και ρώτησε:
- «Που είναι ο θεός;» Ο μικρός κοίταξε κάτω από το τραπέζι, γύρω στο δωμάτιο, τις γωνίες, αλλά δεν είπε τίποτα. Και πάλι ο παπάς έδειξε τον μικρό και ρώτησε δυνατότερα:
- «Που είναι ο θεός;» Ξανά ο μικρός κοίταξε γύρω, αλλά δεν είπε τίποτα. Για τρίτη φορά, ο παπάς, αφού έκανε το γύρω του τραπεζιού και σχεδόν ακούμπησε με τον δείκτη του την μύτη του πιτσιρικά, με πολύ δυνατή και αυστηρή φωνή ξαναρώτησε:
- «Που είναι ο θεός;» Το παιδάκι πανικόβλητο έτρεξε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι, βρήκε τον μεγαλύτερο αδερφό του και του λέει:
- Καλά ε, τώρα τη βάψαμε για τα καλά.
- Τι εννοείς ρε; απαντάει ο μεγαλύτερος αδερφός.
- Ο θεός χάθηκε και νομίζουν ότι πάλι εμείς φταίμε!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλόγρια που είχε πάει στην πόλη για κάποιες δουλειές και έχασε το τελευταίο λεωφορείο για το μοναστήρι. Μην έχοντας άλλη επιλογή αποφασίζει να κάνει οτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Που πηγαίνετε μοναχή;
- Για το μοναστήρι, απαντάει η καλόγρια.
- Μπές μέσα να σε πάω, της λέει η οδηγός.
Μπαίνει, λοιπόν μέσα η καλόγρια και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, καλοντυμένη, περιποιημένη και με ακριβά κοσμήματα.
Η καλόγρια γεμάτη περιέργεια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς, αν μου επιτρέπεται…. πόσο σας κόστισε αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια αναστατώθηκε, γυρίζει από την άλλη και βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, πόσο σας κόστισε αν επιτρέπεται;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Είχε περάσει η ώρα και πλησίαζαν στο μοναστήρι. Η καλόγρια όμως είχε λυσσάξει από περιέργεια και ήθελε πριν κατέβει να κάνει μια τελευταία ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με αν γίνομαι αδιάκριτη αλλά θα ήθελα να μάθω πόσο σας κόστισε αυτή η πολυτελής Mercedes που οδηγάτε.
- Μπα, ίσα-ίσα λίγες μόνο ερωτικές βραδιές.
Η καλόγρια, αν και αναστατωμένη, ευχαρίστησε την κυρία που την εξυπηρέτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και κλείνεται στο κελί της. Μετά από κάποια ώρα κάποιος της χτυπά την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε η μοναχή.
- Εγώ είμαι αδελφή Τερέζα, ο πάτερ Νεκτάριος.
Και του απαντάει η καλόγρια:
- Πάτερ Νεκτάριε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου!
Ο ταρίφας κατεβαίνει τη Συγγρού. Ένας τύπος με μια βαλίτσα του κάνει νόημα. Σταματάει ο ταρίφας και ρωτάει:
- Που πας, ρε μεγάλε;
- Στο Βερολίνο!, λέει αυτός.
- Έμπα!, απαντάει ο ταρίφας.
Μετά από… τρεις μέρες και ενώ το κοντέρ έχει γράψει 1000 ευρώ, φτάνουν στο Βερολίνο. Κατεβαίνει ο τύπος και ο ταρίφας πάει να φύγει. «Ωραία θα ήταν», λέει από μέσα του, «να βρίσκαμε τώρα και κανέναν για την επιστροφή, ε;». Εκεί που το λέει, τσουπ, βλέπει έναν τύπο να του κάνει νόημα!
- Πού πας, ρε γίγαντα;, τον ρωτάει.
- Στη… Γλυφάδα, λέει αυτός.
- Έμπα, λέει ο ταρίφας και ξεκινάνε.
Πέντε χιλιόμετρα πιο πέρα, ο ταρίφας βλέπει κι άλλον να του κάνει νόημα.
- Να τον πάρουμε, άμα λάχει;, ρωτάει για το τυπικό βέβαια, σταματάει και ρωτάει:
- Πού πάμε ρε γίγαντα;
- Στου… Ζωγράφου!, λέει ο τύπος. Και ο ταρίφας:
- Μπα. Εμείς πάμε… παραλία!