O Κυριάκος ήταν ένας Έλληνας μετανάστης που είχε δουλέψει όλη τη ζωή του. Ό,τι έβγαζε, το έκανε κομπόδεμα αλλά ήταν απίστευτα τσιγκούνης και δε χαιρόταν τα χρήματά του.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά και λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του.
- Κούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα βάλεις στην κάσα. Θέλω να πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.
Έτσι έπεισε τη Κούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως όταν εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα τα χρήματα στην κάσα μαζί του.
Όταν λοιπόν κάποια στιγμή πέθανε, ο Κυριάκος ήταν ξαπλωμένος στο φέρετρο, η γυναίκα του καθόταν εκεί δίπλα μαυροντυμένη φωνάζοντας «Κυριάκο, αγάπη μου, πού πας;» και η κολλητή της φίλη Λίτσα καθόταν δίπλα της.
Όταν τελείωσε η τελετή, και την ώρα που ο παπάς ετοιμαζόταν να κλείσει το φέρετρο, η σύζυγος φωνάζει:
- «Μια στιγμή!». Η Κούλα τότε έβαλε ένα μικρό μεταλλικό κουτί μέσα στο φέρετρο. Και μετά ο παπάς έκλεισε το φέρετρο και άρχισαν να το κατεβάζουν.
Λέει λοιπόν η Λίτσα:
- Κούλα, ξέρω ότι δε θα ήσουν τόσο χαζή ώστε να βάλεις όλα τα λεφτά του μέσα στο φέρετρο μαζί του.
- Άκου Λίτσα μου. Είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη και δε μπορώ να αθετήσω τον λόγο μου. Υποσχέθηκα στον Κυριάκο ότι θα του έβαζα τα χρήματά του στην κάσα του.
- Μου λες δηλαδή ότι έβαλες όλα τα λεφτά στην κάσα του;
- Φυσικά και το έκανα. Τα μάζεψα όλα μαζί, τα έβαλα στον λογαριασμό μου, και του έκοψα μία επιταγή. Αν μπορεί να την εξαργυρώσει, θα μπορεί να τα ξοδέψει κιόλας.

Ήταν μια φορά ένας Έλληνας, ένας Γερμανός και ένας Ιταλός οι οποίοι είχαν ατύχημα στην εθνική οδό και σκοτώθηκαν. Οι τρεις τους πήγαν στον ουρανό, όπου και συνάντησαν τον άγιο Πέτρο.
Ο Άγιος Πέτρος τους λέει πως για να πάνε στον παράδεισο, έπρεπε ο καθένας τους να πετάξει από ένα μικρό αντικείμενο στον ωκεανό.
Αν ο Άγιος Πέτρος το έβρισκε, τότε θα τους έστελνε στην κόλαση, ενώ αν δεν το έβρισκε θα τους έστελνε στον παράδεισο.
Ξεκινάει ο Ιταλός και πετάει μια τρίχα από τα μαλλιά του. Βουτάει ο Άγιος Πέτρος και μέσα σε 10 λεπτά είχε βρει την τρίχα, οπότε στέλνει τον Ιταλό στην κόλαση.
Έρχεται η σειρά του Γερμανού, ο οποίος πετάει ένα κουμπί στον ωκεανό. Βουτάει ο άγιος Πέτρος και 2 ώρες μετά βγαίνει με το κουμπί στο χέρι και στέλνει τον Γερμανό στην κόλαση.
Τελευταίος ο Έλληνας πετάει και αυτός ένα μικρό αντικείμενο στον ωκεανό. Βουτάει ο άγιος Πέτρος και ψάχνει για 1, 2, 3… ώρες αλλά τίποτα. Βγαίνει ο άγιος Πέτρος από τα νερά και του λέει:
- Έλληνα, ό,τι και να πέταξες, δεν μπορώ να το βρω, γι’αυτό λοιπόν θα σε στείλω στον παράδεισο. Λύσε μου όμως την απορία. Τί ήταν το αντικείμενο που πέταξες τέκνο μου;
Και ο Έλληνας του απαντάει:
- Ντεπόν αναβράζον!
Σε ένα ιατρικό συνέδριο… “Ενας Ισραηλίτης γιατρός λέει:
- Η ιατρική στο Ισραήλ είναι τόσο προχωρημένη που εμείς βγάζουμε τους όρχεις από ένα άτομο, τους βάζουμε σε ένα άλλο και σε 6 εβδομάδες ψάχνει για δουλειά!
Ένας Γερμανός γιατρός λέει:
- Αυτό δεν είναι τίποτα. Στη Γερμανία βγάζουμε μέρος από τον εγκέφαλο ενός ατόμου, το βάζουμε σε ένα άλλο και σε 4 εβδομάδες ψάχνει για δουλειά!
Ένας Ρώσος γιατρός πηγαίνει στο βήμα και λέει:
- Ούτε αυτό είναι τίποτα. Στη Ρωσία η ιατρική είναι τόσο ανεπτυγμένη που βγάζουμε τη μισή καρδιά από ένα άτομο, τη βάζουμε σε ένα άλλο και σε 2 εβδομάδες και οι δύο ψάχνουν για δουλειά!
Ακούγοντας όλα αυτά ο Έλληνας γιατρός απαντάει:
- Όλα αυτά είναι σαχλαμάρες! Είστε όλοι πολύ πίσω! Εμείς στην Ελλάδα πήραμε ένα άτομο χωρίς εγκέφαλο, χωρίς καρδιά και δίχως όρχεις, τον κάναμε πρωθυπουργό και τώρα… όλη η χώρα ψάχνει για δουλειά!
Ήταν κάποτε σε ένα πάρκο δύο αγάλματα. Ένας άντρας και μία γυναίκα και κοιτάζονταν. Τα χρόνια περνούσαν και τα αγαλματα συνέχιζαν να κοιτάζονται. Οι αιώνες περνούσαν και τα αγάλματα κοιτάζονταν. Κάποια στιγμή που ο θεός βαρέθηκε να βλέπει τα αγάλματα να κοιτάζονται λέει:
- Θα τα κάνω αληθινά να γλυτώσω από δαύτα.
Έτσι λοιπόν τα κάνει αληθινά. Αμέσως το ζευγάρι τρέχει πίσω απο ένα θάμνο. Κρύβονται… κλαδιά Κουνιούνται… θόρυβοι ακούγονται… Μετά απο λίγο βγαίνει η γυναίκα, βγαίνει κι ο άντρας.
Λέει η γυναίκα:
- Ωραίο αυτό, να το ξανακάνουμε!
- Σίγουρα ήταν πολύ ωραίο! Αλλά αυτή τη φορά εσύ θα κρατάς τα περιστέρια κι εγώ θα τα χέζω!

Σε μια από τις τακτικές πτήσεις μια αεροπορικής εταιρίας, οι επιβάτες έχουν ήδη επιβιβαστεί στο σκάφος και περιμένουν τους πιλότους να μπουν για να απογειωθούν. Τελικά ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης Εμφανίζονται από το πίσω μέρος του αεροπλάνου και διασχίζουν το διάδρομο προς το πιλοτήριο.
Όμως και οι δύο είναι τυφλοί! Ο κυβερνήτης χρησιμοποιεί ένα λευκό μπαστούνι τυφλών καθώς βηματίζει στον διάδρομο, σκουντουφλώντας πάνω στα καθίσματα και χτυπώτας κατά λάθος τους επιβάτες, ενώ ο συγκυβερνήτης οδηγείται από ένα σκύλο-οδηγό για τυφλούς. Και οι δύο έχουν καλυμμένα τα μάτια τους με μαύρα γυαλιά ηλίου.
Στην αρχή οι επιβάτες δεν αντιδρούν, σκεπτόμενοι ότι είναι μάλλον κάποιο αστείο που έστησαν οι πιλότοι για να γελάσουν. Παρ’όλα αυτά, μετά από λίγα λεπτά, οι κινητήρες παίρνουν μπρος, αρχίζουν να ανεβάζουν στροφές και το αεροπλάνο αρχίζει να κινείται προς τον διάδρομο απογείωσης. Οι επιβάτες κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με κάποια νευρικότητα και αμηχανία, ψιθυρίζοντας μεταξύ τους και ψάχνοντας απελπισμένα κάποια από τις αεροσυνοδούς για να τους καθησυχάσει.
Εκείνη τη στιγμή, το αεροπλάνο επιταχύνει γρήγορα και ο κόσμος πανικοβάλλεται. Μερικοί επιβάτες προσεύχονται και καθώς το αεροπλάνο πλησιάζει όλο και περισσότερο το τέλος του διαδρόμου, οι φωνές γίνονται όλο και πιό υστερικές. Τελικά, όταν το αεροπλάνο είναι στα 20 μέτρα από το τέρμα, σημειώνεται μια ξαφνική αλλαγή στον τόνο των κραυγών, καθώς όλοι οι επιβάτες, μέσα στον πανικό τους, έχουν αρχίσει να τσιρίζουν με όλη τους τη δύναμη και την τελευταία ακριβώς στιγμή το αεροπλάνο σηκώνει τους τροχούς του και βρίσκεται στο αέρα.
Μέσα στο πιλοτήριο, ο συγκυβερνήτης αφήνει έναν αναστεναγμό ανακούφισης και λέει στον πιλότο:
- Nα μου το θυμηθείς, κάποια από αυτές τις μέρες, οι επιβάτες δεν θα τσιρίξουν και τότε θα σκοτωθούμε όλοι μας.
Ήταν κάποτε ένας άνεργος ηθοποιός ο οποίος είχε απελπιστεί να ψάχνει για δουλειά. Κάποια μέρα συναντά τυχαία έναν τύπο από τον ζωολογικό κήπο, που ψάχνει για ηθοποιούς. Του εξηγεί ότι οικονομικοί λόγοι, δεν τους επιτρέπουν να φέρουν έναν αφρικανικό γορίλα και ότι αναζητούν έναν ηθοποιό που θα παραστήσει τον γορίλα, μέχρις ότου συγκεντρωθεί το ποσό για την αγορά του αληθινού ζώου. Αν και του φάνηκε κάπως ανόητη η δουλειά αυτή, ο ηθοποιός τη δέχτηκε.
Τις πρώτες ημέρες καθόταν μέσα στο κλουβί του, σχεδόν ακίνητος και σκεπτόταν ότι δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο ηλίθιοι οι επισκέπτες, που να νομίζουν ότι αυτός είναι αληθινός γορίλας. Κάποια στιγμή βαρέθηκε και αποφάσισε να εξερευνήσει το μικρό κλουβί του. Τη στιγμή που αποφάσισε να κινηθεί, πρόσεξε ότι ο κόσμος απ” έξω,παρατηρούσε προσεκτικά κάθε του κίνηση. Αποφάσισε έτσι, να κάνει το πρόγραμμα πιο ελκυστικό και να τους δώσει ένα σόου. Λίγες μέρες αργότερα, βρίσκει τον εαυτό του να κρέμεται από τα κλαδιά ενός δέντρου με το ένα χέρι, να χορεύει βγάζοντας κτηνώδεις ήχους και με αυτόν τον τρόπο, να έχει μαζέψει ένα μικρό πλήθος έξω από το κλουβί του. Κάποια στιγμή, προσπαθώντας να εντυπωσιάσει μερικά παιδιά που έχουν πλησιάσει στο κλουβί, κρέμεται με τα χέρια του από ένα κλαδί κάνοντας μερικά ακροβατικά.
Όμως το χέρι του ξεφεύγει και πετώντας πάνω από τον μεσότοιχο, προσγειώνεται κατευθείαν μέσα στο κλουβί του λιονταριού. Το λιοντάρι τον αντιλαμβάνεται κι αρχίζει να τον πλησιάζει απειλητικά. Ο ηθοποιός οπισθοχωρεί όσο μπορεί και βλέποντας ότι το λιοντάρι πλησιάζει, αρχίζει να φωνάζει:
- Βοήθεια! Βοήθεια! Παρακαλώ, βοηθήστε με!
Με αυτές τις κραυγές το λιοντάρι τον πλησιάζει σβέλτα και του ψιθυρίζει:
- Σκάσε ηλίθιε, έτσι που τσιρίζεις, θα μας απολύσουν όλους από εδώ μέσα.
Μόλις έχει βρέξει και στο σπίτι το αντρόγυνο συζητά περί φαγητού. «Πήγαινε Μήτσο μου να μαζέψεις σαλιγκάρια, καιρό έχουμε να φάμε», προτείνει η σύζυγος στον άντρα της. «Καλή ιδέα», απαντά αυτός, και ξεκινά την αναζήτηση.
Πράγματι, πολλά τα σαλιγκάρια, πέρασε γρήγορα η ώρα, ώσπου κάποια στιγμή το απόγευμα εκεί που μάζευε ο Μήτσος βλέπει ένα φίλο του.
- Ρε συ, πάμε να πιούμε κανά κρασάκι, του λέει ο φίλος του.
- Μπα, θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Άστο καλύτερα.
- Πάμε ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε, επέμενε ο άλλος.
Τελικά κατάφερε να τον πείσει και βρέθηκαν να τα πίνουν με τις ώρες. Το ένα ποτήρι κρασί έφερε το άλλο και πήγε η ώρα περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις το παίρνει χαμπάρι ο Μήτσος λέει:
- Θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Της είπα ότι πάω για σαλιγκάρια και λείπω όλη μέρα.
Παίρνει λοιπόν τα σαλιγκάρια του και τρέχει προς το σπίτι. Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού του, βλέπει το φως αναμμένο. Αντιλαμβανόμενος τί έχει να ακούσει από τη γυναίκα του που τον περίμενε, ανοίγει τη σακούλα και σκορπάει τα σαλιγκάρια κάτω. Τότε ανοίγει την πόρτα και βλέπει τη σύζυγό του έτοιμη να του ορμήξει με το τηγάνι στο χέρι. Αμέσως ο Μήτσος γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και κάνοντας πως μιλάει στα σαλιγκάρια, λέει:
- Έλα, άλλο λίγο και φτάσαμε!
Ήταν κάποιος που μόλις είχε αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Οδηγώντας προς το σπίτι του, συναντάει στο δρόμο μια γιαγιά, η οποία του ζητά να την πάει στο χωριό.
Μπαίνει μέσα στο αμάξι η γιαγιά και ο οδηγός ξεκινά γρήγορα, βγαίνει στην εθνική οδό και ανεβάζει ταχύτητα 100, 150, 200 και πιάνει 250χλμ/ώρα τελική. Όπως πηγαίνει γρήγορα, πατάει και σκοτώνει μια χελώνα. Αρχίζει η γιαγιά να φωνάζει και να λέει «σκότωσες το ζώο του θεού, τί έκανες, πάει το ζωντανό». Αυτός νευριασμένος γυρνάει και της λέει:
- Γιαγιά ξέρεις να οδηγείς;
- Όχι, απαντά η γιαγιά.
- Τότε σκάσε, της λέει όλο νεύρα ο οδηγός.
Παρακάτω χτυπά μια αγελάδα και η γιαγιά αρχίζει να λέει πάλι «σκότωσες το ζώο του θεού, τί έκανες κακούργε!». Αυτός πολύ νευριασμένος γυρνά και της λέει:
- Γιαγιά ξέρεις να οδηγείς;
- Όχι, απαντά η γιαγιά.
- Τότε σκάσε, της ξαναλέει ο οδηγός.
Η γιαγιά σκέφτεται ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί αυτό και παρακάτω αν την ξαναρωτήσει, θα απαντήσει ναι. Παρακάτω λοιπόν, καθώς έτρεχε με 250χλμ/ώρα, χτυπάει ένα ζευγάρι ηλικιωμένωνν που έβγαινε από την εκκλησία. Αρχίζει να φωνάζει πάλι η γιαγιά «τί έκανες, σκότωσες τους χριστιανούς» και τότε ο οδηγός γυρνά νευριασμένος και της λέει:
- Γιαγιά ξέρεις να οδηγείς;
- Ναι, απαντά αυτή τη φορά η γιαγιά.
- Ε τότε, πού είναι το φρένο;