Συνομιλία μεταξύ Καναδών Αμερικανών στα ανοιχτά νερά Βόρεια του Ατλαντικού:
...
- Καναδοί: Σας προτρέπουμε να αλλάξετε την πορεία σας κατά 15 μοίρες Νότια προκειμένου να αποφύγετε σύγκρουση μαζί μας.
- Αμερικάνοι: Αδύνατον. Εσείς θα αλλάξετε την πορεία σας κατά 15 μοίρες βόρεια.
- Καναδοί: Αρνητικώς. Η αλλαγή θα γίνει από μέρους σας σε 15 μοίρες προς νότο.
- Αμερικάνοι: Εδώ Καπετάνιος George Penenfield του αεροπλανοφόρου USS Linkoln 2ου μεγαλύτερου σκάφους του Ατλαντικού. Συνοδευόμαστε από 3 αντιτορπιλικά, 4 φρεγάτες, 4 υποβρύχια και 2 σμήνη αεροσκαφών. Για την ασφάλεια του σκάφους μας σας διατάζουμε να αλλάξετε την πορεία σας κατά 15 μοίρες βόρεια!
- Καναδοί: Εδώ φάρος. Κάντε ό,τι νομίζετε...
Ήταν κάποτε ένας ταχυδακτυλουργός και αγόρασε ένα παπαγάλο. Ο παπαγάλος με τον καιρό μάθαινε τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού, αλλά δυσκολευόταν να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κάποια μέρα καθώς ο ταχυδακτυλουργός έδινε παράσταση, πετάγεται ο παπαγάλος και λέει:
- Στο μανίκι, στο μανίκι!
Την επόμενη μέρα, επόμενη παράσταση. Ο παπαγάλος:
- Στο καπέλο, στο καπέλο!
Ο παπαγάλος συνεχώς πρόδιδε τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού.
Μια μέρα, καθώς ταξίδευαν ο παπαγάλος και ο ταχυδακτυλουργός, το πλοίο βούλιαξε, αλλά κατάφεραν να σωθούν σε μια ξύλινη σανίδα. Περνάνε μια μέρα... δύο μέρες... τρεις μέρες... τελικά πετιέται ο παπαγάλος και λέει:
- Εντάξει, παραιτούμαι. Πού έχεις κρύψει το πλοίο;
Δυο πειρατές κάθονται και σωζότανε στην κουπαστή του πλοίου αφού έχουν κατεβάσει από μια νταμιτζάνα ρούμι ο καθένας...
- Ρε συ κοκκινοτρίχη Τακ, να σε ρωτήσω κάτι... Το δεξί σου πόδι σου πως το έχασες;
- Άστα... Καρχαρίας! Μια δόση κάνουμε ρεσάλτο σε ένα Αγγλικό εμπορικό, πιάνω το σχοινί και πάω να πηδήξω, αλλά γλυστράω και πέφτω μέσα στην θάλασσα... Ε, μέχρι να με βγάλουν, μου έφαγε ο καρχαρίας το πόδι και τώρα είμαι με το ξύλινο...
- Μάλιστα... καλά και το αριστερό σου πόδι πως το έχασες;
- Άστα... κροκόδειλος! Έχουμε αποβιβαστεί στην Κούβα και εκεί που κάνουμε πλιάτσικο σε κάτι χωριά μέσα στα έλη, μου την πέφτει ο κροκόδειλος... έτρεξα αλλά δεν είχα συνηθίσει το ξύλινο πόδι βλέπεις...
- Πωωω τι έχεις τραβήξει ρε άνθρωπε... καλά και τον γάντζο στο χέρι; πως τον απέκτησες;
- Άστα... Βαρέλι...
- Βαρέλι;
- Ναι, ναι βαρέλι... Είχε τρικυμία θυμάμαι και ήμουν στα αμπάρι, σπάνε τα δεστικα του φορτίου και ένα βαρέλι μου πλάκωσε το χερι... πήγα να το αποφύγω αλλά δεν είχα συνηθίσει τα δυο ξύλινα πόδια βλέπεις...
- Έλα ρε συ... Και να σου πως ρε κοκκινοτρίχη Τζάκ, το μάτι σου πως το έχασες και το έχεις καλυμμένο;
- Άστα... τσίμπλα!
- Τσίμπλα;
- Ε δεν είχα συνηθίσει τον γάντζο βλέπεις...

Κάποτε σε ενα πειρατικό καράβι υπήρχε ενας μούτσος πάρα πολύ κοντός με ύψος σαράντα πόντους. Μια μέρα λοιπόν πάει στον καπετάνιο και του λέει:
- Καπετάνιε εχω μεγάλο πρόβλημα που δεν πάει άλλο, είμαι τόσο κοντός που οι άλλοι νάυτες όλο με πατάνε και με κλωτσάνε κατά λαθος και σε παρακαλώ αν μπορείς να κάνεις κάτι, κάνε το!
Και του λέει ο καπετάνιος:
- Πάρε αυτό το κλειδί πήγαινε στο αμπάρι και ξεκλείδωσε το σεντούκι που θα βρείς, πάρε το λυχνάρι που έχει μέσα, τρίψτε το και θα εμφανιστεί ένα τζίνι, το οποίο θα σου πραγματοποιήσει μόνο μία επιθυμία, ζήτα του ότι θέλεις, πες του να σε κάνει δυο μέτρα αλλά πρόσεξε μήλησε του δυνατά γιατί το τζίνι είναι λίγο κουφό.
Ολο χαρά ο μούτσος τρέχει στο αμπάρι ξεκλειδώνει το σεντούκι τρίβει το λυχνάρι, εμφανίζεται ένας καπνός και σχηματίζεται ένα τζίνι το οποίο του λέει:
- Τη διαταγή σου αφέντη!
Σκεύτεται λίγο ο μούτσος "τι ύψος και μα**κίες τώρα" τα λεφτά είναι το παν και του ζητάει ενα εκατομύριο λίρες.
Και το τζίνι του δίνει ένα εκατομύριο μπύρες.
Ολο απαγοήτευση ο μούτσος πάει στον καπετάνιο και του λέει τι έπαθε, ο οποίος του απαντά:
Βρε βλάκα δεν σου είπα να του μιλήσεις δυνατά, εγώ τι νομίζεις ότι του ζήτησα, σαράντα πόντους μούτσο;
Μια φορά ήταν ένας μούτσος σε ένα καράβι και έτριβε πατώματα. Είχε όμως ένα μειονέκτημα. Ήταν νάνος και μόνο 30 πόντους. Συνέχεια παραπονιότανε στον καπετάνιο και έκλαιγε στον ώμο του για το ότι ήταν κοντός. Ο καπετάνιος τον λυπήθηκε και του είπε το μυστικό που τόσα χρόνια έκρυβε:
- Κάθε βράδυ στις 00:00 περνάει έξω απο το καράβι ένα τζίνι και ότι χάρη του ζητήσεις σου την πραγματοποιεί. Είναι όμως λίγο κουφό και πρέπει να του φωνάξεις δυνατά.
Το ίδιο βράδυ ο μούτσος πηγαίνει στην προβλήτα και περιμένει το τζίνι. Ξαφνικά βλέπει απο μακριά ένα φως να πλησιάζει και αρχίζει να φωνάζει για αρχή:
- Θέλω ένα καφάσι λίρες. Με το που φεύγει το τζίνι βλέπει ένα καφάσι μπύρες.
Πηγαίνει γρήγορα στον καπετάνιο κλαίγοντας και του λέει:
- Δεν με άκουσε ρε γαμώτο! και τότε του λέει και ο καπετάνιος:
- Και εγώ ρε μούτσε ένα πούτσο 30 πόντους του ζήτησα και μου έφερε εσένα...

Ήτανε κάποτε ένας μούτσος εξήντα εκατοστά, που δούλευε σε ένα μεγάλο καράβι. Κάποτε τον φώναξε ο καπετάνιος και του είπε:
- "Aν γυαλίσεις πολύ καλά το κατάστρωμα, έτσι ώστε να γλυστρίσει κάποιος από το πολύ γυάλισμα, τότε θα εμφανιστεί ένα τζίνι. Εσύ μπορείς να του πεις μόνο μια ευχή, αλλά πρόσεχε γιατί είναι λίγο κουφό!"
Έτσι και έκανε ο μούτσος που ήταν εξήντα εκατοστά και του εμφανίστηκε το τζίνι. Τότε ο μούτσος του είπε ότι θέλει τριάντα σακιά λίρες, όμως το τζίνι του έφερε τριάντα σακιά μπύρες! Τότε πηγαίνει ο μούτσος στον καπετάνιο και του λέει:
- "Τι είναι αυτά τα πράγματα; Εγώ ζήτησα τριάντα σακιά λίρες και μου έφερε τριάντα σακιά μπύρες!"
Τότε γυρνάει ο καπετάνιος και του λέει:
- "Tι, νομίζεις ότι εγώ του ζήτησα εξήντα εκατοστά μούτσο;"
Μια φορά κι έναν καιρό ένας πλοίαρχος ανέλαβε καπετάνιος σ ένα εμπορικό καράβι που έκανε υπερατλαντικά ταξίδια μεγάλης διάρκειας, από κείνα που ξεχνάς να βγεις. Από τις πρώτες μέρες τον διπλάρωσε ο λοστρόμος που τον γραδάρισε για ψιμάρι και άρχισε να τον γλύφει. Αυτό καπετάνιο μου, εκείνο καπετάνιο μου του είχε ψιλοπάρει τον αέρα.
Μετά τις πρώτες 15 μέρες ταξίδι ο καπετάνιος άρχισε να αισθάνεται σεξουαλική πίεση. Φωνάζει λοιπόν τον λοστρόμο και του λέει:
- Δε μου λες ρε φίλε, εδώ πως τη βγάζετε από σουλουμπουκουτσούμ τσιτσιρί; Υπάρχει τίποτα ή να το ξεχάσω;
- Κοίτα να δεις καπετάνιο μου, του απαντά ο λοστρόμος, από θηλυκό δεν υπάρχει ούτε γάτα, οπότε ότι κάνει ο καθένας μόνος του. Αμα θέλεις όμως υπάρχει ένας Κινέζος μάγειρας που ...
- Έλα αηδίες! τον διακόπτει ο καπετάνιος, Και δεν τη τρώω καλύτερα! Ακου Κινέζος μάγειρας!
Έτσι πέρασαν άλλες 15 μέρες. Του καπετάνιου του είχε φτάσει μέχρι τον αφαλό και δεν ήξερε τι να την κάνει. Τι να κάνει λοιπόν, ξαναφωνάζει το λοστρόμο και του λέει εμπιστευτικά.
- Αυτή η ιστορία με το Κινέζο πως γίνεται; Να το βλέπαμε με λίγο πιο ανοιχτό μυαλό το θέμα γιατί τραβάω μεγάλο ζόρι.
- Εγώ είμαι εδώ για σένα καπετάνιο μου. Μη σε νοιάζει τίποτα. Θα στα κανονίσω για σήμερα το βράδυ μετά το φαγητό, τον καθησυχάζει με πονηρό ύφος ο παλιός ναυτικός.
- Ναι αλλά κοίτα να δεις, θέλω αυστηρή εχεμύθεια, μη γίνω νούμερο στο βαπόρι και μου βγει κανένα όνομα ότι παίρνω από μηδέν! τον προειδοποιεί ανήσυχος ο πλοίαρχος.
- Αλίμονο καπετάνιε μου, παιδιά είμαστε τώρα; Τάφος θα είμαι. Μόνο εμείς οι 7 θα το ξέρουμε! τον ηρεμεί ο μάγειρας.
- Ποιοι 7 μωρέ τι λες, σου σάλεψε;
- Ε πως να καπετάνιο μου: ένας εσύ και ένας εγώ, δύο και ένας ο μάγειρας, τρεις, και τέσσερις που θα τον κρατάνε...
Ήρθε μια φορά ο Αμερικανικός στόλος στο λιμάνι του Πειραιά. Οι ναύτες είχαν μήνες να πηδήξουν και επειδή ο καπετάνιος ήταν μισογύνης αποφάσισαν να πιάσουν έναν περαστικό άντρα και να τον γαμήσουν. Για να μην ακούγονται όμως οι φωνές του θα πατούσαν την σειρήνα του πλοίου.
Ένας κακόμοιρος χωρικός έβγαινε από ένα καραβάκι και τότε οι ναύτες τον έπιασαν, τον έβαλαν μέσα στο πλοίο και το γαμήσι άρχισε. Τον πήραν όλοι από πίσω, από τα αυτιά και από οπουδήποτε αλλού μπορούσαν. Συγχρόνως, οι σειρήνες του πλοίου ηχούσαν. Μετά από αυτή την τραγική εμπειρία κατατρομαγμένος ο χωρικός μπήκε στο πλοίο και έφυγε κατευθείαν για το χωριό.
Μετά από 20 χρόνια αναγκάστηκε να ξαναπάει στην πρωτεύουσα για δουλειές. Καθώς λοιπόν κατέβαινε από το καράβι άκουσε τις σειρήνες ενός πλοίου και τρέχοντας έντρομος πάνω-κάτω στο λιμάνι φώναζε:
- "Ναύτες γαμάνε χωρικοοοό, ναύτες γαμάνε χωρικοοοό..."