Ήταν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας και μετά από ένα ατύχημα που είχαν πέθαναν και οι τρεις. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά τους ο άγιος Πέτρος και τους λέει:
- Θα σας δώσω από μια ευκαιρία να δούμε αν θα πάτε στον παράδεισο ή στην κόλαση. Θα πετάξετε και οι τρεις από ένα αντικείμενο μέσα στη θάλασσα κι εγώ θα βούτηξω να το βρω. Αν το βρω θα πάτε στην κόλαση, αν όμως δεν το βρω θα πάτε στον παράδεισο.
Συμφώνησαν και οι τρεις με την πρόταση του αγίου και άρχισαν να σκέφτονται τι να πετάξουν.
Πρώτος ήταν ο Γερμανός που πέταξε στη θάλασσα ένα κουμπί. Βουτάει ο άγιος Πέτρος και μετά από μισή ώρα βγαίνει με το κουμπί στο χέρι.
- Δυστυχώς για σένα το βρήκα κι έτσι θα πας στην κόλαση, του λέει.
Μετά ήρθέ η σειρά του Γάλλου ο οποίος αφού είδε πως ο άγιος βρήκε κάτι τόσο μικρό όσο ένα κουμπί, αποφάσισε να πετάξει μια τρίχα. Βουτάει ο άγιος, περνάει μια ώρα, περνάνε δυο ώρες και στο τέλος βγαίνει πάλι με την τρίχα στο χέρι.
- Κι εσύ δεν τα κατάφερες, άρα κι εσύ θα πας στην κόλαση, είπε και στον Γάλλο.
Τέλος ήρθε η σειρά του Έλληνα ο οποίος πέταξε κάτι μέσα στη θάλασσα. Βουτάει ο άγιος, περνάνε γύρω στις πέντε ώρες και στο τέλος βγαίνει χωρίς να κρατάει τίποτε στα χέρια του.
- Δεν μπόρεσα να βρω αυτό που πέταξες και θα πας στον παράδεισο, όμως μπορείς σε παρακαλώ να μου λύσεις την απορία και να μου πεις τι ήταν; τον ρωτάει.
Και η απάντηση του Έλληνα:
- Depon αναβράζον!

Ένας Γάλλος, ένας Γερμανός και ένας Έλληνας συζητούν για τα ταχύτατα μέσα συγκοινωνίας που διαθέτουν οι χώρες τους.
Ο Γερμανός λέει :
"Ο αδελφός μου είναι δάσκαλος στο Μόναχο και μένει στο Αμβούργο, 500 χλμ απόσταση. Τρεις και τέταρτο σχολάει και με το υπερτρένο τεσσερις και είκοσι είναι σπίτι."
Ο Γάλλος λέει :
"Ο αδελφός μου είναι γιατρός στο Παρίσι και μένει στη Λυών, 1.000 χλμ απόσταση. Πέντε σχολάει και με το SNCF υπερηχητικό τρένο στις έξι και τέταρτο είναι σπίτι."
Ο Έλληνας λέει :
"Ο αδελφός μου είναι δημόσιος υπάλληλος στους Αμπελόκηπους στην Αθήνα και μένει στη Δάφνη, επίσης στην Αθήνα, 10 χλμ απόσταση. Δυόμιση σχολάει και με το Μετρό μία και τέταρτο είναι σπίτι."
Ήταν τρεις Πόντιοι και έτρεχαν να σωθούν από τρεις Γερμανούς. Ξαφνικά εκεί που έτρεχαν, βλέπουν μπροστά τους ένα πηγάδι.
- "Γρήγορα να μπούμε μέσα να κρυφτούμε", λένε, και μπαίνουν.
Μετά από κανένα 5λεπτο έρχονται και οι Γερμανοί και κάθονται πάνω από το πηγάδι.
- "Ωχ!" λένε οι Πόντιοι.
- "Τώρα την κάτσαμε. Για να μην μας καταλάβουν, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ακούμε τι θα λένε και να κάνουμε την ηχώ. Έτσι θα πιστεύσουν ότι το πηγάδι είναι άδειο."
Συμφωνούνε τελικά να το κάνουνε. Αρχίζει λοιπόν να μιλάει ο πρώτος Γερμανός.
- "Πού να πήγαινε; Μήπως πήγαν στο βουνό;"
Κάνει κι ο πρώτος Πόντιος:
- "Μήπως πήγαν στο βουνό, στο βουνόοοοο;"
Λέει ο δεύτερος Γερμανός:
- "Μήπως μπήκαν στο πηγάδι;"
Κάνει κι ο δεύτερος Πόντιος:
- "Μήπως μπήκαν στο πηγάδι, στο πηγάααδιιι;"
Λέει κι ο τρίτος Γερμανός:
- "Ας ρίξουμε μια χειροβομβίδα να βεβαιωθούμε!"
Κάνει κι ο τρίτος Πόντιος:
- "Μήπως πήγαν στο βουνοοό;"
Είμαστε σε ένα παγκόσμιο συνέδριο και μιλάει ο Αμερικάνος - Εμείς στο Αμέρικα φτιάξαμε ένα στάδιο του μπάσκετ που χωράει 280,000 άτομα!
΄ (γέλια από κάτω, ψίθυροι "ψέμα", "μαλακίες") Μετά παίρνει το λόγο ο Γερμανός - Εμείς στο Γερμανία φτιάξαμε ένα στάδιο του ποδοσφαίρου που χωράει 450,000 άτομα! (γέλια από κάτω, ψίθυροι "ψέμα", "μαλακίες") Λέει και ο Έλληνας - Εμείς στην Ελλάδα έχουμε ένα παλικάρι που είναι από την Πάρο και τον έχει τρία μέτρα (Οοοοοο!, "ψέμα", "μαλακία". . ) Παίρνει ξανά το λόγο ο Αμερικάνος - Κοιτάξτε το γήπεδο μπάσκετ που φτιάξαμε χωράει 80.000 άτομα στην πραγματικότητα αλλά και πάλι μεγάλο δεν είναι; Πετάγεται και ο Γερμανός - Κοιτάξτε το γήπεδο ποδοσφαίρου που φτιάξαμε χωράει 150.000 άτομα στην πραγματικότητα αλλά και πάλι μεγάλο δεν είναι; Και λέει και ο Έλληνας - Συγγνώμη κι εγώ μαλακία σας είπα το παλικάρι που τον έχει τρία μέτρα δεν είναι από την Πάρο αλλά από τη Νάξο.

Πεθαίνει λοιπόν o Μήτσος και επειδή είχε αμαρτίες πάει στην κόλαση!
Τον καλωσορίζει ο διάολος και τον αφήνει να περάσει για να διαλέξει το πού θέλει να πάει.
Εκεί που πήγαινε λοιπόν ακούει από μακριά κλάματα ,φωνές, οδυρμούς!
"Τι να γίνεται; ,απορεί!
Κοιτάει και βλέπει κάτι Γερμανούς.
- "Τι γίνεται, βρε παιδιά, εδώ;" ,τους ρωτάει.
- "Εεεεεε, τα κλασσικά", του λένε οι Γερμανοί. "Μπάνιο σε σκατά και μετά μαστίγωμα!" . Στην Γερμανία βρίσκεσαι!
"Σωστά! Στη Γερμανία βρίσκομαι! Καλύτερα να την κάνω από εδώ", σκέφτεται!
Πάει πιο πέρα και ακούει γέλια, χαρές, πανηγύρια!
"Σώπα, θα είναι καλά εδώ!", σκέφτεται.
Κοιτάει... Τι να δει;
Έλληνεσ!
"ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ! Εδώ είμαστε!", σκέφτεται.
Πλησιάζει και ρωτάει:
- "Βρε πατριώτες! Καλά πήγα στη γερμανική πλευρά και όλοι έκλαιγαν. Εσείς τι κάνετε εδώ;"
- "Ασε", του απαντούν.- "Τα κλασσικά! Πρώτα κολύμπι στα σκατά και μετά μαστίγωμα!"
- "Καλά βρε παιδιά και γιατί γελάτε;" ρωτάει έκπληκτος ο Μήτσος!
- "Εεεεεεεεε, μωρέ! Τι ρωτάς τώρα! Δεν ξέρεις; Πότε δεν φέρνουν σκατά, πότε ξεχνάνε τα μαστίγια! Στην Ελλάδα βρίσκεσαι...
Τρεις αγαπημένοι φίλοι ένας Ιταλός, ένας Γερμανός κι ένας Πόντιος δουλεύουν σε μία οικοδομή. Μόλις χτυπάει το καμπανάκι για κολατσιό βγάζουν ο καθένας το τάπερ του για να φάνε. Ο Γερμανός λοιπόν βλέποντας το φαγητό που του έχει φτιάξει η γυναίκα του λέει: όχι ρε γαμώτο, πάλι λουκάνικο Φρανκφούρτης θα φάω; Αν κι αύριο έχω το ίδιο φαγητό θα πέσω από την οικοδομή να σκοτωθώ! Ανοίγει και ο Ιταλός το τάπερ του, βλέπει το σπαγγέτι που του έφτιαξε η γυναίκα του και λέει: όχι ρε γαμώτο πάλι σπαγγέτι θα φάω σήμερα; Αν αύριο έχω το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή. Ανοίγει κι ο Πόντιος και βλέπει κι αυτός το κολατσιό του και λέει: όχι ρε γαμώτο πάλι σάντουιτς θα φάω σήμερα; αν αύριο είναι το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή να σκοτωθώ! Την άλλη μέρα δυστυχώς το κολατσιό όλων ήταν το ίδιο οπότε οι τρεις ορκισμένοι φίλοι ένας-ένας με τη σειρά του έπεσαν από την οικοδομή και σκοτώθηκαν. Στην κηδεία η χήρα του Γερμανού οδυρόμενη φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου το έλεγες ότι ήθελες άλλο φαγητό να σου φτιάξω;"
. Η γυναίκα του Ιταλού κι αυτή κλαίγοντας φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου είπες πως είχες βαρεθεί το σπαγγέτι να σου φτιάξω κάτι άλλο;"
Και η γυναίκα του Πόντιου:
"Aχ Γιορίκα μου γιατί; αχ αντρούλη μου γιατί; γιατί; γιατί; αφού μόνος σου το έφτιαχνες!"