Δημοφιλή ανέκδοτα

Βρίσκονται σε μια παρέα ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας πόντιος και βάζουν στοίχημα για το ποιος θα γαμήσει την γυναίκα του και θα την κάνει να ουρλιάζει πιο πολύ από την ηδονή.
Συναντιούνται λοιπόν μετά από 2 μέρες και λένε τα κατορθώματα τους. Ρωτάνε λοιπόν τον Γερμανό και τους λέει:
- Εγώ πήγα εχθές στο σπίτι και αφού φάγαμε και ήπιαμε άφθονο κρασί την έβαλα κάτω και την γάμαγα ένα μισάωρο και μετά αυτή ούρλιαζε επί 20 λεπτά.
- Τι να μας πεις και εσύ, λέει ο Ιταλός. Εγώ την πήγα σε ένα εστιατόριο φάγαμε και αφού πήγαμε σπίτι την άλειψα με μέλι και αφού την έγλυφα για 45 λεπτά και την γάμησα ούρλιαζε για 3 ολόκληρες ώρες.
- Τι λέτε ρε; λέει και ο Πόντιος. Εγώ την έβαλα κάτω τη γάμησα μόνο 10 λεπτά έχυσα επάνω στις κουρτίνες και ακόμα ουρλιάζει!
Μια ξανθιά πάει στο πάρκο και βρίσκει έναν παπαγάλο. Tι να τον κάνω η γυναίκα; (Σκέφτεται. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της). Εκεί που βασάνιζε το `μυαλό` της, ένας αστυνομικός που περιπολούσε εκεί κοντά, την πλησιάζει και τη ρωτάει:
- "Τι συμβαίνει εδώ;"
- "Βρήκα έναν παπαγάλο και δεν ξέρω τι να τον κάνω."
- "Γιατί δεν τον πάτε στο ζωολογικό κήπο;"
- "Α! ναι μωρέ. Πώς δεν το σκέφτηκα; Δίκιο έχετε.", απαντά και φεύγει ευτυχισμένη με τον παπαγάλο αγκαλιά.
Την επομένη μέρα, ο ίδιος αστυνομικός περιπολεί στο ίδιο πάρκο και ξαναβλέπει την ίδια ξανθιά, με τον παπαγάλο πάλι αγκαλιά, οπότε έκπληκτος την ρωτάει:
- "Καλά δε σας είπα να τον πάτε στο ζωολογικό κήπο;"
- "Μα ναι, τον πήγα εχθές. Σήμερα θα τον πάω σινεμά", του απαντάει όλο χάρη.

Μια φορά ήταν ένα παιδί και είδε στο όνειρό του το μαύρο βελούδο. πάει στη μητέρα του και λέει :
- Μαμά , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
Τον πλακώνει στο ξύλο .
Μετά , πάει στον πατέρα του και λέει :
- Μπαμπά , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ; Είσαι σίγουρος ;
- Ναι .
Τον πλακώνει στο ξύλο και τον διώχνουν από το σπίτι . Καθώς βγαίνει έξω , συναντάει έναν αστυνόμο και του λέει :
- Κύριε αστυνόμε , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
Τον πλακώνει στο ξύλο και τον πάει στο τμήμα . Εκεί, ο ταξίαρχος τον ρωτάει :
- Γιατί ήρθες εδώ ;
- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ; Γρήγορα στο δικαστήριο .
Πάει , λοιπόν , στο δικαστήριο και του λέει ο δικαστής :
- Γιατί ήρθες εδώ, παιδί μου ;
- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
Γρήγορα στη φυλακή για δέκα χρόνια . Μετά από δέκα χρόνια , βγαίνει από την φυλακή και συναντάει ένα φίλο του και τον ρωτάει ( ο φίλος του ) :
- Γιατί μπήκες στη φυλακή ;
- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
- Τι , το μαύρο βελούδο ;
( Αλλά επειδή ήταν προετοιμασμένος για το ξύλο που θα έτρωγε , άρχισε να τρέχει ) .
Καθώς έτρεχε με πολύ μεγάλη ταχύτητα , κοιτάει πίσω αν τον ακολουθούσε ο φίλος του . Αλλά δεν είδε μια λακκούβα μπροστά του , σκοντάφτει , πέφτει και σπάει τα μούτρα του .
- Τι συμπεραίνουμε ;
- Τι .
- Πως όποιος βιάζεται , σκοντάφτει
Ένας ιερέας πεθαίνει και βρίσκεται στην είσοδο του Παραδείσου. Μπροστά του βρίσκεται ένας τύπος με μαύρο γυαλί , τζιν παντελόνι, φανταχτερό πουκάμισο και μυστήριο ύφος...
Έρχεται ο άγιος Πέτρος και ρωτάει τον πρώτο:
"Ποιος είσαι, τέκνο μου εσύ;"
"Ο Μητσάρας να ουμ. 40 χρόνια ταξί, πρώτος στην πιάτσα Βαρδάρη-Λαχαναγορά, βασικά"
"Έλα, τέκνο μου", λέει ο άγιος Πέτρος. "Πάρε αυτή τη μεταξωτή ρόμπα με τα χρυσά κοσμήματα και έλα στο βασίλειο των Ουρανών..."
Ο Μήτσος περνάει λοιπόν στον Παράδεισο και έρχεται η σειρά του ιερέα.
"Είμαι ο πατήρ Ιωσήφ Αγγελίδης, 40 χρόνια στην ενορία της Ιεράς Μητροπόλεως άνω Παναγιάς".
"Πάρε, τέκνων μου", λέει ο άγιος Πέτρος, "αυτή τη βαμβακερή ρόμπα και προχώρησε κι εσύ στο Βασίλειο των Ουρανών".
"Μα γιατί", απορεί ο ιερωμένος. "Γιατί μετάξια και χρυσάφια στον ταξιτζή και σε μένα ένα απλό βαμβακερό;"
"Κοίταξε τέκνων μου", του λέει ο άγιος Πέτρος. "Σε μας εδώ μετράει το αποτέλεσμα. Όταν εσύ κήρυττες, το ποίμνιο κοιμόταν. Όταν οδηγούσε ο Μήτσος όμως, οι επιβάτες έκαναν την προσευχή τους."
Ο καθηγητής της χημείας, θέλοντας να δείξει στους εφήβους τις ολέθριες συνέπειες του αλκοόλ φέρνει στην τάξη δύο ποτήρια, ένα με νερό και ένα με ουίσκι και δύο σκουλήκια.
Ρίχνει το πρώτο σκουλήκι στο νερό, το οποίο και κολυμπάει πανευτηχές, κάνει κωλοτούμπες, με δυο λόγια είναι η προσωποποίηση της αγαλλίασης. Μετά ρίχνει το δεύτερο στο ποτήρι με το ουίσκι, και αυτό αρχίζει να συσπάται υποφέροντας φρικτά, και πέφτει γρήγορα στον πάτο νεκρό.
- Τι μας δείχνει αυτό το πείραμα; ρωτά τους μαθητές του.
Απαντά ο Τοτός από το τελευταίο θρανίο:
- Πως πρέπει να πίνουμε ουίσκι για να μην πιάσουμε σκουλήκια!

Ήταν ένας επιχειρηματίας, πάμπλουτος.
Κάποια στιγμή, του τυχαίνει μια στραβή και χάνει τα πάντα. Απελπισμένος, πηγαίνει σε μια γέφυρα με σκοπό να βάλει τέρμα στη ζωή του. Εκεί που είναι έτοιμος να πέσει στο κενό, τον αρπάζει ένα χέρι και τον τραβάει. Εκνευρισμένος, κοιτάζει πίσω του και βλέπει ένα γέρο.
- Παιδί μου, λέει ο γέρος. Τι είναι αυτό που πας να κάνεις; Τρελάθηκες;
- Τι θες ρε γέρο; Παράτα μας.
- Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο Αϊ-Βασίλης. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!
- Ασε με, ρε Αϊ-Βασίλη! Είχα λεφτά, είχα αμάξια, γκόμενες! Τώρα δεν έχω τίποτα.
- Και γι αυτό ανησυχείς; του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, στις 10 το βράδυ, κάτω από αυτή τη γέφυρα θα σε περιμένει μια κόκκινη Ρολς-Ρόυς, όλη δική σου.
Χαρά ο επιχειρηματίας:
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, να σε φιλήσω!
Ματς - μουτς, ξαναμελαγχολεί.
- Τι είναι τώρα; ρωτάει ο Αϊ - Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, είχα αμάξι, αλλά είχα και γκόμενες! Πέντε πέντε τις έβγαζα.
- Γι αυτό ανησυχείς; Αύριο, μέσα στη Ρολς-Ρόυς θα είναι και έξι γκόμενες, όλες δικές σου.
Τρελαίνετε ο επιχειρηματίας, αγκαλιές, φιλιά κλπ. μα ξαναμελαγχολεί.
- Τι έπαθες πάλι; ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου. Είχα αμάξι, είχα γκόμενες, αλλά είχα και λεφτά. Τα πετούσα στο δρόμο, τα έδινα δεξιά κι αριστερά. Τώρα είμαι άφραγκος!
- Μην κάνεις έτσι, του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, μέσα στο αμάξι, η πιο ξανθιά από τις έξι γκόμενες θα κρατάει μια βαλίτσα με 90 τρις, όλα δικά σου!
Πετάει ο επιχειρηματίας!
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, πώς θα στο ξεπληρώσω!
- Να μου πάρεις μια π*πα.
Κόκαλο ο επιχειρηματίας.
- Εντάξει, Αϊ-Βασίλη μου, τόσα έκανες για μένα. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Φεύγουν μαζί, πηγαίνουν σε ένα μοτέλ, νοικιάζουν ένα δωμάτιο, μπαίνουν μέσα, τα κατεβάζει ο Αϊ-Βασίλης, ξεκινάει τη δουλειά του ο επιχειρηματίας.
Ενώ γίνεται ότι γίνεται, ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης:
- Πώς σε λένε νεαρέ μου;
- Αλέξη, απαντάει εκείνος και συνεχίζει.
- Και τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις Αλέξη;
- Επιχειρηματίας, και συνεχίζει.
Μετά από μια παύση, ρωτάει ξανά ο Αϊ-Βασίλης:
- Πόσο χρονών είσαι Αλέξη;
- Τριάντα πέντε.
- Καλά, ρε Αλέξη! Είσαι τριάντα πέντε χρονών και ακόμα πιστεύεις ότι υπάρχει Αϊ-Βασίλης;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Κωστίκα ήταν ότι είχε γίνει ρεζίλι διότι συνεχώς έκλανε.
Όταν τον κάλεσαν στο σινεμά δέχτηκε ευχαρίστως γιατί το έργο ήταν πολεμικό και δε θα ακουγόταν! Έτσι λοιπόν βολεύτηκε στη θέση του όσο καλύτερα μπορούσε γιατί ακριβώς δίπλα του ήταν κάποιος που ροχάλιζε με μεγάλο θόρυβο. Πάνω στις πιστολιές λοιπόν ο Κωστίκας έκλανε με την ησυχία του χωρίς να τον καταλάβει κανείς. Ήρθε όμως η στιγμή που του ήρθε μια μεγάλη κλανιά αλλά δεν έπεσε ούτε μια σφαίρα. Ευτυχώς για αυτόν όμως πάνω που δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο, οι εχθροί ετοιμάστηκαν να ανατινάξουν ένα τρένο. Όταν λοιπόν ανατινάχτηκε, ο εκκωφαντικός θόρυβος της έκρηξης κάλυψε τον επίσης εκκωφαντικό θόρυβο της κλανιάς του. Απο όλη αυτή φασαρία όμως ο διπλανός του Κωστίκα ξύπνησε και λέει:
- "Τι έγινε ρε παιδιά τι φασαρία είναι αυτή;"
- "Τίποτα απλώς ανατίναξαν ένα τρένο", τον καθησύχασε ο Κωστίκας.
- "Σκατά κουβαλούσε αυτό το τρένο και βρώμισε έτσι;"
Σε ένα αεροπλάνο, αφού έκανε την καθιερωμένη ανακοίνωση ο πιλότος, ξέχασε να κλείσει το μικρόφωνο. Μετά από λίγη ώρα λέει στον άλλο πιλότο:
- Λοιπόν, πάω να χέσω και μετά θα γ... Σω μετά την αεροσυνοδό.
Το ακούν λοιπόν όλοι οι επιβάτες και αρχίζουν τα κρυφόγελα. Ακούγοντας το και η αεροσυνοδός, αρχίζει να τρέχει, για να τους πει να κλείσουν το μικρόφωνο. Εκεί που έτρεχε, έπεσε πάνω στην τσάντα μιας γριάς. Βλέποντας την αεροσυνοδό, η γριά γελάει και της λέει:
- Σιγά-σιγά κόρη μου. Είπε ότι θα πάει να χέσει πρώτα!