Δημοφιλή ανέκδοτα

Ο σύζυγος γνωρίζοντας ότι η γυναίκα του τον απατάει αποφασίζει να την πιάσει στα πράσα. Λέει στη γυναίκα του λοιπόν ότι πάει ταξίδι και θα λείψει για τρεις μέρες.
Πριν προλάβει να στρίψει το στενό μπάζει η γυναίκα του τον γκόμενο.
Τους αφήνει κανένα μισάωρο για να έχουν μπει στα καλά και μπαίνει στο σπίτι...
- Αμαααααν ! Τρεχα ο αντρασ μουυυυ.
- Που να παω;
- Βγεσ απ` το παραθυρο του μπανιου γρηγορααα!
Σφηνώνει όμως ο εραστής, πάει και ο άντρας στο μπάνιο και του κατεβάζει τα παντελόνια.
- Τωρα θα δεισ ρε μαλακα πωσ γαμανε!
Ηταν λίγο ψηλά το παραθυράκι όμως και δεν τον έφτανε καλά. Παίρνει μια καρέκλα, δεν βολεύεται, παίρνει ένα σκαμπό δεν βολεύεται, γυρνάει από δω γυρνάει από κει, δεν βολεύεται..
Τα παίρνει στο κρανίο και λέει:
- Τωρα θα δεισ ρε πουστη, παω να παρω το χασαπομαχερο απο την κουζινα να σου τα κοψω!
Κι ακούγεται ο εραστής να φωνάζει:
- Οχι ρε μαστορα! Κανε μια προσπαθεια ακομααααα!

Βγαίνει μια γριούλα από το σπίτι της και τί βλέπει; Ένας νεαρός άνδρας, ήταν ανεβασμένος πάνω στη συκιά που είχε στην μικρή αυλή της, κρατώντας μία τσάντα και έκοβε όλα τα σύκα της.
- "Τι κάνεις εκεί;" του λέει. "Κατέβα κάτω γρήγορα, γιατί αυτή η συκιά είναι δικιά μου."
Όμως ο νεαρός συνέχισε ακάθεκτος, χωρίς να της δίνει καθόλου σημασία.
- "Φύγε γρήγορα, γιατί θα φωνάξω την αστυνομία", συνέχισε η γριούλα.
Τότε πια, τα πήρε ο νεαρός και της λέει:
- "Φύγε παλιόγρια, γιατί αν κατέβω κάτω, θα σε γ.. Ή. Ω."
Τίποτα όμως, η γριούλα συνέχιζε να φωνάζει.
- "Φύγε γιατί θα κατέβω στ αλήθεια τώρα".
Μα η γριά, εκεί να επιμένει. Τότε ο νεαρός κατεβαίνει νευριασμένος, παίρνει την σακούλα με τα σύκα και σηκώνεται να φύγει. Γυρίζει τότε η γριούλα και του λέει:
- "Δε φτάνει που είσαι κλέφτης, είσαι και ψεύτης!"
Είμαστε λοιπόν λίγο πριν τον εορτασμό του ερχομού της νέας χιλιετίας στη Γαλλία, κάτω από τον πύργο του Αιφελ, μαζί με τον Δήμαρχο του Παρισιού. Ο πύργος του Αιφελ είναι όμορφα στολισμένος με αμέτρητα λαμπάκια.
Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας ουρακουτάγκος κοντά στον πύργο του Αιφελ, ο οποίος περιφερόταν πότε από εδώ και πότε από εκεί. Ο Δήμαρχος μόλις είδε τον ουρακουτάγκο, πανικοβλήθηκε. Ο ουρακουτάγκος, μπορούσε να σκαρφαλώσει στον Πύργο του Αιφελ και να καταστρέψει τα λαμπάκια!
Έντρομος ο Δήμαρχος, τηλεφώνησε στο επιτελείο του, για να φωνάξουν κάποιο που να πιάνει ουρακοτάγκους.
Μετά από πολλές προσπάθειες, βρήκαν μια ομάδα ουρακουταγκοπιαστών. Την ομάδα αποτελούσαν ένας μικρόσωμος τυπάκος, ένας μποντιμπιλντεράς ο οποίος κρατούσε ένα δίκανο και ένας σκύλος, κατάλληλα εκπαιδευμένος για να πιάνει τους ουρακουτάγκους. υΟ Δήμαρχος, ζήτησε από την ομάδα αυτή, να του εξηγήσουν με ποιο τρόπο, πιάνουν έναν ουρακουτάγκο. Ο μικρόσωμος άνδρας του είπε:
- "Η μέθοδος μας είναι απλή. Εγώ εντοπίζω τον ουρακοτάγκο και αν αυτός για παράδειγμα είναι σ` ένα δέντρο, τότε πλησιάζω εγώ σιγά-σιγά το δέντρο, στη συνέχεια αρχίζω να σκαρφαλώνω στο δέντρο και προσπαθώ να τον περιορίσω έτσι ώστε να μην έχει που αλλού να πάει. Τότε ο μποντιμπιλντεράς πάει ακριβώς κάτω από το δέντρο και το κουνάει με πολλή δύναμη, για να πέσει ο ουρακουτάγκος. Όταν πέσει, ο σκύλος πιάνει τον ουρακουτάγκο από τα αχαμνά και έτσι πιάνουμε τον ουρακουτάγκο."
- Δήμαρχος:
"Α! Τρομέρη η μέθοδός σας. Μόνο που δεν κατάλαβα ένα πράγμα. Ο μποντιμπιλντεράς τί το θέλει το δίκανο;"
- "Κοιτάξτε, υπάρχει και η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία όταν κουνάει ο μποντιμπιλνταράς το δέντρο, να πέσω εγώ αντί για τον ουρακουτάγκο."
- Δήμαρχος:
"Ε και λοιπόν;"
- "Ε, σ` αυτήν την περίπτωση, ο μποντιμπιλντεράς σκοτώνει το σκύλο!"
Ένας λοχίας, συγκεντρώνει κάποιους φαντάρους στο δάσος και τους λέει το εξής:
- "Θα σας δώσω μια ώρα διορία, για να κρυφτείτε στο δάσος. Μετά από μια ώρα θα βάλω άντρες μου, ελικόπτερα και σκυλιά, για να σας βρω. Αν μέχρι τις 12 δεν έχω βρει κανέναν από εσάς, θα πάρετε όλοι ένα μήνα άδεια. Αν όμως βρω έστω και έναν, θα πάτε όλοι ένα μήνα φυλακή. Εντάξει;"
Oι φαντάροι συμφώνησαν. Τους αφήνει μια ώρα και ξαφνικά το δάσος γεμίζει σκυλιά, άντρες να τρέχουν από δω κι απο κει, ελικόπτερα να πετούν στον ουρανό κλπ. Περνούν οι ώρες. Έχει πάει 12 παρά τέταρτο, 12 παρά δέκα, 12 παρά πέντε, παρά τέσσερα, παρά τρία, παρά δύο... Δώδεκα παρά ένα λεπτό, ακούγεται μια κραυγή. Τρέχουν οι άντρες, τα σκυλιά. Βρίσκουν το φαντάρο που φώναξε.
- Πάρτε τους όλους, ένα μήνα φυλακή."
Στη φυλακή τώρα, όλοι οι φαντάροι τα βάζουν με αυτόν που φώναξε.
- "Καλά, ρε μαλάκα... Κι εσύ, ένα λεπτό ακόμα δεν μπορούσες να περιμένεις;"
- "Αφήστε με, ρε παιδιά... Να σας πω τί έπαθα! Για να μη με βρουν, είχα βγάλει τα ρούχα μου και είχα βαφτεί δέντρο. Εκεί που στεκόμουν ανάμεσα στα άλλα δεντράκια, έρχεται ένα σκυλί και μου κατουράει τα πόδια. Το ανέχτηκα! Μετά από λίγο, έρχεται ένα ζευγαράκι και χαράζει στο κώλο μου Α+Κ=love for ever. Κι αυτό το ανέχτηκα! Αλλά όταν ήρθαν 2 σκιουράκια και είπαν:
- "Φάε εσύ το δεξί καρύδι, να φάω εγώ το αριστερό, δεν το άντεξα!"

Ήταν ένας οδηγός που έτρεχε πολύ γρήγορα. Τον είδε ένας αστυνομικός και του έκανε νόημα να σταματήσει. Σταματάει ο οδηγός και ακολουθεί ο εξής διάλογος με τον αστυνομικό:
- "Παρακαλώ το δίπλωμα σας."
- "Δεν έχω δίπλωμα. Μου το είχε κρατήσει ο αστυνομικός που με είχε σταματήσει επειδή οδηγούσα μεθυσμένος."
- "Μου δίνετε την άδεια από το ντουλαπάκι;"
- "Δεν μπορώ να ανοίξω το ντουλαπάκι γιατί έχω το όπλο μου μέσα."
- "Όπλο;"
- "Ναι, αυτό που σκότωσα την ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου."
- "Τι κάνατε; Και που είναι το πτώμα;"
- "Το έχω βάλει μέσα στο πορτ- μπαγκαζ του αυτοκινήτου."
Τα έχασε ο αστυνομικός και πήρε κατευθείαν τηλέφωνο το διοικητή του και του είπε ότι του είχε πει ο οδηγός. Μετά από δέκα λεπτά φτάνουν στην περιοχή ο διοικητής με ενισχύσεις για να συλλάβουν τον οδηγό και ακολουθεί ο εξής διάλογος μεταξύ του διοικητή και του οδηγού:
- "Δώστε μου το δίπλωμα σας."
- "Ορίστε."
Του το δίνει κανονικά ο οδηγός. Παραξενεύτηκε ο διοικητής.
- "Μπορείτε να ανοίξετε το ντουλαπάκι;"
- "Ανοίγει ο οδηγός το ντουλαπάκι. Τίποτα δεν ήταν μέσα."
- "Μου δίνετε την άδεια σας;"
- "Του τη δίνει ο οδηγός. Όλα είναι κανονικά."
- "Ανοίγετε το πορτ- μπαγκάζ παρακαλώ;"
- "Ανοίγει ο οδηγός το πορτ- μπαγκάζ, τίποτα μέσα."
Τα είχε χάσει ο διοικητής.
- "Καλά, πριν μας είπε ο αστυνομικός ότι του είπατε ότι δεν έχετε άδεια και δίπλωμα, ότι έχετε ένα όπλο στο ντουλαπάκι και ένα πτώμα στο πορτ- μπαγκάζ."
- "Μήπως σας είπε ο αστυνομικός ότι έτρεχα κ` όλας;"
Ήταν ένας έξυπνος και ένας βλάκας. Όπως προχωρούσαν στο δρόμο:
- "Δεν παίζουμε ένα παιχνίδι να περάσει η ώρα όπως περπατάμε;", λέει ο έξυπνος στον βλάκα.
- "Παίζουμε", λέει ο βλάκας.
- "Ωραία", απαντά ο έξυπνος και συνεχίζει. "Θα σου κάνω ερωτήσεις και όσες δεν ξέρεις να απαντάς θα μου δίνεις ένα δεκάρικο για να σου λέω την απάντηση. Μετά θα μου κάνεις εσύ ερωτήσεις και αν δεν ξέρω την απάντηση θα σου δίνω ένα χιλιάρικο, εντάξει;"
- "Εντάξει", απαντά ο βλάκας.
- "Τι είναι αυτό που κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια", ρωτά ο έξυπνος.
- "Δεν ξέρω, πάρε ένα δεκάρικο. Τι είναι;"
- "Η γάτα."
- "Αααα", λέει ο βλάκας.
- "Τι είναι αυτό που κάνει γαβ γαβ έξω στο δρόμο;" ρωτά πάλι ο έξυπνος.
- "Δεν ξέρω, πάρε ένα δεκάρικο. Τι είναι;"
- "Ο σκύλος, απαντά ο έξυπνος. Αντε τώρα κάνε μου εσύ ερωτήσεις."
- "Τι είναι αυτό που κάνει τσιου τσιου μπάμ;" ρωτά ο βλάκας.
Ο έξυπνος τα βρήκε σκούρα. Προχωρούσαν προχωρούσαν, σκεφτόταν ξανασκεφτόταν, ίδρωσε στο τέλος, τι να κάνει βγάζει ένα χιλιάρικο και το δίνει στον βλάκα.
- "Τι είναι ρε αυτό και δεν το ξέρω;"
- "Ούτε εγώ ξέρω πάρε ένα δεκάρικο!"
Μια καθαρίστρια καθάριζε τα παράθυρα σε ένα κτίριο. Ξαφνικά όπ ως ήταν επάνω στη σκάλα και μπροστά σε ένα παράθυρο, αυτό ξαφνικά ανοίγει και η καθαρίστρια πέφτει στον ακάλυπτο μέσα σε ένα βαρέλι στο οποίο και σφηνώνει.
Αφού προσπάθησε πολύ ώρα να ελευθερωθεί τελικά κουράστηκε και αποκοιμήθηκε.
Κατά το βραδάκι βγαίνει στον ακάλυπτο από την πίσω πόρτα ενός bar ένας σουρωμένος για κατούρημα.
Εκεί που κατουρούσε βλέπει το βαρέλι με τα δύο πόδια όρθια και ανοικτά, πάει κοντά και της ρίχνει ένα γαμήσι.
Γυρίζει μέσα στα bar να συνεχίσει το ποτό του αλλά η ψωλή του ήταν σηκωμένη χωρίς να θυμάται το γιατί.
Σκέφτεται:
"Η ψωλή μου γιατί είναι σηκωμένη; Σα να θυμάμαι να γάμησα κάτι εκεί πίσω αλλά δε θυμάμαι τι ήταν. Για να πάω να ρίξω μια ματιά."
Πηγαίνει πίσω στο ακάλυπτο ξανά.
- "Καλά θυμόμουν ότι γάμησα εδώ πίσω, για να ξαναρίξω ένα."
Αφού ξαναγαμάει πάει πάλι μέσα να συνεχίσει το ποτό του.
Μετά καμμιά ώρα η ψωλή του ακόμα σηκωμένη ήταν.
- "Ρε γαμώτο σα να θυμάμαι να γάμησα εκεί πίσω. Τι κακό είναι αυτό πολύ ξεχνάω τώρα τελευταία. Για να πάω να ρίξω μια ματιά".
Ξαναπάει πίσω στον ακάλυπτο και αφού ρίχνει ακόμα ένα γαμήσι, κάθεται και σκέφτεται βλέποντας το βαρέλι.
- "Ρε συ αυτό καλό μουνί είναι, γιατί το πετάξανε;"