Δημοφιλή ανέκδοτα

Σε ένα αεροπλάνο, αφού έκανε την καθιερωμένη ανακοίνωση ο πιλότος, ξέχασε να κλείσει το μικρόφωνο. Μετά από λίγη ώρα λέει στον άλλο πιλότο:
- Λοιπόν, πάω να χέσω και μετά θα γ... Σω μετά την αεροσυνοδό.
Το ακούν λοιπόν όλοι οι επιβάτες και αρχίζουν τα κρυφόγελα. Ακούγοντας το και η αεροσυνοδός, αρχίζει να τρέχει, για να τους πει να κλείσουν το μικρόφωνο. Εκεί που έτρεχε, έπεσε πάνω στην τσάντα μιας γριάς. Βλέποντας την αεροσυνοδό, η γριά γελάει και της λέει:
- Σιγά-σιγά κόρη μου. Είπε ότι θα πάει να χέσει πρώτα!
Ο σύζυγος γνωρίζοντας ότι η γυναίκα του τον απατάει αποφασίζει να την πιάσει στα πράσα. Λέει στη γυναίκα του λοιπόν ότι πάει ταξίδι και θα λείψει για τρεις μέρες.
Πριν προλάβει να στρίψει το στενό μπάζει η γυναίκα του τον γκόμενο.
Τους αφήνει κανένα μισάωρο για να έχουν μπει στα καλά και μπαίνει στο σπίτι...
- Αμαααααν ! Τρεχα ο αντρασ μουυυυ.
- Που να παω;
- Βγεσ απ` το παραθυρο του μπανιου γρηγορααα!
Σφηνώνει όμως ο εραστής, πάει και ο άντρας στο μπάνιο και του κατεβάζει τα παντελόνια.
- Τωρα θα δεισ ρε μαλακα πωσ γαμανε!
Ηταν λίγο ψηλά το παραθυράκι όμως και δεν τον έφτανε καλά. Παίρνει μια καρέκλα, δεν βολεύεται, παίρνει ένα σκαμπό δεν βολεύεται, γυρνάει από δω γυρνάει από κει, δεν βολεύεται..
Τα παίρνει στο κρανίο και λέει:
- Τωρα θα δεισ ρε πουστη, παω να παρω το χασαπομαχερο απο την κουζινα να σου τα κοψω!
Κι ακούγεται ο εραστής να φωνάζει:
- Οχι ρε μαστορα! Κανε μια προσπαθεια ακομααααα!

Έρχεται ο Αϊνστάιν στην Ελλάδα και τον καλούνε σε μια δεξίωση. Καθώς πίνει το απεριτίφ του τον πλησιάζει ένας και του λέει:
- Καλησπέρα σας, κύριε Αϊνστάιν, τιμή μας να σας έχουμε απόψε μαζί μας.
- Τιμή δική μου, απαντάει ο μεγάλος επιστήμων, αν επιτρέπετε τι IQ έχετε;
- 250, απαντάει αυτός.
Τότε ο Αϊνστάιν του πιάνει συζήτηση για τη θεωρία της σχετικότητος, τις μαύρες τρύπες και δε συμμαζεύεται.
Λίγο αργότερα κι ενώ έτρωγαν το ορεκτικό τους, ένας κύριος που καθόταν αριστερά του τού λέει:
- Μεγάλη τιμή μας κάνετε, κύριε Αϊνστάιν, να βρίσκεστε εδώ μαζί μας.
- Δική μου η τιμή, ευγενικέ κύριε, απαντάει ο Αϊνστάιν. Τι IQ έχετε, ευγενικέ κύριε;
- 150.
Του πιάνει λοιπόν κουβέντα ο Αϊνστάιν για το διεθνές δίκαιο, για τα προβλήματα που ανακύπτουν από τα πειράματα γενετικής, κοκ.
Λίγο αργότερα κι ενώ έτρωγε το κυρίως πιάτο του, αυτός που καθόταν δεξιά του, του λέει:
- Είναι μεγάλη μου τιμή να τρώω δίπλα σε έναν τόσο μεγάλο επιστήμονα.
- Δική μου η τιμή, απαντάει ο Αϊνστάιν, τι IQ έχετε, αν επιτρέπετε;
- 100.
Του πιάνει λοιπόν κουβέντα για την κυβέρνηση, για τα επιτόκια, το χρηματιστήριο, την τιμή της βενζίνης, κοκ.
Λίγο αργότερα κι ενώ έτρωγαν επιδόρπιο, γυρνάει ο κύριος που καθόταν απέναντι του και του λέει:
- Είναι πάρα πολύ μεγάλη μου τιμή να σας έχω απέναντι μου, κύριε Αϊνστάιν.
- Δική μου η τιμή κύριε, τι IQ έχετε;
- 50.
Του πιάνει λοιπόν κουβένταο Αϊνστάιν για τον big brother, τη φάρμα, τον πιο αδύναμο κρίκο, τον Τριανταφυλλόπουλο, τον Ευαγγελάτο και τα λοιπά.
Καθώς έπιναν καφέ, τον πλησιάζει ένας κύριος και του λέει με τη σειρά του:
- Πολύ μεγάλη μας τιμή, κύριε Αϊνστάιν, να βρίσκεστε σήμερα μαζί μας.
- Δική μου η τιμή. Ποιο το IQ σας;
- 10.
Κι ο Αϊνστάιν ρωτάει:
- Πώς πάει, λοιπόν, o Ολυμπιακός;.
Βγαίνει μια γριούλα από το σπίτι της και τί βλέπει; Ένας νεαρός άνδρας, ήταν ανεβασμένος πάνω στη συκιά που είχε στην μικρή αυλή της, κρατώντας μία τσάντα και έκοβε όλα τα σύκα της.
- "Τι κάνεις εκεί;" του λέει. "Κατέβα κάτω γρήγορα, γιατί αυτή η συκιά είναι δικιά μου."
Όμως ο νεαρός συνέχισε ακάθεκτος, χωρίς να της δίνει καθόλου σημασία.
- "Φύγε γρήγορα, γιατί θα φωνάξω την αστυνομία", συνέχισε η γριούλα.
Τότε πια, τα πήρε ο νεαρός και της λέει:
- "Φύγε παλιόγρια, γιατί αν κατέβω κάτω, θα σε γ.. Ή. Ω."
Τίποτα όμως, η γριούλα συνέχιζε να φωνάζει.
- "Φύγε γιατί θα κατέβω στ αλήθεια τώρα".
Μα η γριά, εκεί να επιμένει. Τότε ο νεαρός κατεβαίνει νευριασμένος, παίρνει την σακούλα με τα σύκα και σηκώνεται να φύγει. Γυρίζει τότε η γριούλα και του λέει:
- "Δε φτάνει που είσαι κλέφτης, είσαι και ψεύτης!"
Είμαστε λοιπόν λίγο πριν τον εορτασμό του ερχομού της νέας χιλιετίας στη Γαλλία, κάτω από τον πύργο του Αιφελ, μαζί με τον Δήμαρχο του Παρισιού. Ο πύργος του Αιφελ είναι όμορφα στολισμένος με αμέτρητα λαμπάκια.
Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας ουρακουτάγκος κοντά στον πύργο του Αιφελ, ο οποίος περιφερόταν πότε από εδώ και πότε από εκεί. Ο Δήμαρχος μόλις είδε τον ουρακουτάγκο, πανικοβλήθηκε. Ο ουρακουτάγκος, μπορούσε να σκαρφαλώσει στον Πύργο του Αιφελ και να καταστρέψει τα λαμπάκια!
Έντρομος ο Δήμαρχος, τηλεφώνησε στο επιτελείο του, για να φωνάξουν κάποιο που να πιάνει ουρακοτάγκους.
Μετά από πολλές προσπάθειες, βρήκαν μια ομάδα ουρακουταγκοπιαστών. Την ομάδα αποτελούσαν ένας μικρόσωμος τυπάκος, ένας μποντιμπιλντεράς ο οποίος κρατούσε ένα δίκανο και ένας σκύλος, κατάλληλα εκπαιδευμένος για να πιάνει τους ουρακουτάγκους. υΟ Δήμαρχος, ζήτησε από την ομάδα αυτή, να του εξηγήσουν με ποιο τρόπο, πιάνουν έναν ουρακουτάγκο. Ο μικρόσωμος άνδρας του είπε:
- "Η μέθοδος μας είναι απλή. Εγώ εντοπίζω τον ουρακοτάγκο και αν αυτός για παράδειγμα είναι σ` ένα δέντρο, τότε πλησιάζω εγώ σιγά-σιγά το δέντρο, στη συνέχεια αρχίζω να σκαρφαλώνω στο δέντρο και προσπαθώ να τον περιορίσω έτσι ώστε να μην έχει που αλλού να πάει. Τότε ο μποντιμπιλντεράς πάει ακριβώς κάτω από το δέντρο και το κουνάει με πολλή δύναμη, για να πέσει ο ουρακουτάγκος. Όταν πέσει, ο σκύλος πιάνει τον ουρακουτάγκο από τα αχαμνά και έτσι πιάνουμε τον ουρακουτάγκο."
- Δήμαρχος:
"Α! Τρομέρη η μέθοδός σας. Μόνο που δεν κατάλαβα ένα πράγμα. Ο μποντιμπιλντεράς τί το θέλει το δίκανο;"
- "Κοιτάξτε, υπάρχει και η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία όταν κουνάει ο μποντιμπιλνταράς το δέντρο, να πέσω εγώ αντί για τον ουρακουτάγκο."
- Δήμαρχος:
"Ε και λοιπόν;"
- "Ε, σ` αυτήν την περίπτωση, ο μποντιμπιλντεράς σκοτώνει το σκύλο!"

Ήταν η κοκκινοσκουφίτσα και ήθελε να πάει στη γιαγιά της, για να μη συναντήσει όμως τον κακό το λύκο πήγε από την εθνική οδό για να κάνει ωτοστόπ μπας και σταματήσει κάποιος χριστιανός να τη πάει μέχρι εκεί.
Κάνει λοιπόν την αρχή αλλά δεν σταματάει κανένας, ώσπου να σου μια φεράρι που σταματάει απότομα. ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.
Ο τύπος που την οδηγούσε ήταν ένας νευρόσπαστος που άρχισε να της μιλάει άσχημα:
"Κλείσε την πόρτα μωρή! "η κοκκινοσκουφίτσα παρεξενεμένη και φοβισμένη την κλείνει.
Βάζει μπρος το αμάξι ο τύπος και φεύγουν. Στο δρόμο λοιπόν η κοκκινοσκουφίτσα άρχισε τις ερωτήσεις:
"Γιατί είστε τόσο νευρικός;"
"Γιατί έτσι γουστάρω" της απαντάει" δεν μπορεί, κάτι θα σας απασχολεί..." λέει εκείνη.
"Έχω και εγώ τα προβλήματα μου θα σκάσεις;"
"Και τι προβλήματα έχετε;" συνεχίζει "με τη δουλειά μου, θα το βουλώσεις μώρη σακαφιόρα και να με αφήσεις να οδηγήσω;"
Η κοκκινοσκουφίτσα περίεργη όπως ήταν συνέχισε δειλά να τον ρωτάει:
"Και τι δουλειά κάνετε;"
"Είμαι παραγωγός ραδιοφώνου θα σκάσεις;"
"Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό;" συνεχίζει ακάθεκτη να τον ρωτάει"
Δεν βάζεις μυαλό εσύ ε; παίρνουν κάτι μαλακισμένα σαν και εσένα και κάνουν αφιερώσεις ευχαριστημένη;"
Σε κάποια φάση το αυτοκίνητο σταματάει κατεβαίνει ο τύπος πηγαίνει σε ένα δέντρο εκεί κοντά, κατεβάζει τα παντελόνια και της φωνάζει να πλησιάσει.
Η κοκκινοσκουφίτσα δειλά - δειλά πλησιάζει...
"Ξεκίνα!" της φωνάζει
"Τι να ξεκινήσω;" ρωτάει
"Έλα μη κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!"
Κοιτάει η κοκκινοσκουφίτσα με απορία και λέει:
"Επειδή είναι η πρώτη μου φόρα αν κάνω κάποιο λάθος δεν θα μου φωνάξετε εντάξει;"
"Ξεκίνα!" φωνάζει αγριεμένος.
Η κοκκινοσκουφίτσα το πιάνει, το κοιτάει.. και αρχίζει.:
"Φου! φου! καλά το κάνω;
Φου! φου! Αφιερώνω στη γιαγιά μου..."
Ήταν ένας οδηγός που έτρεχε πολύ γρήγορα. Τον είδε ένας αστυνομικός και του έκανε νόημα να σταματήσει. Σταματάει ο οδηγός και ακολουθεί ο εξής διάλογος με τον αστυνομικό:
- "Παρακαλώ το δίπλωμα σας."
- "Δεν έχω δίπλωμα. Μου το είχε κρατήσει ο αστυνομικός που με είχε σταματήσει επειδή οδηγούσα μεθυσμένος."
- "Μου δίνετε την άδεια από το ντουλαπάκι;"
- "Δεν μπορώ να ανοίξω το ντουλαπάκι γιατί έχω το όπλο μου μέσα."
- "Όπλο;"
- "Ναι, αυτό που σκότωσα την ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου."
- "Τι κάνατε; Και που είναι το πτώμα;"
- "Το έχω βάλει μέσα στο πορτ- μπαγκαζ του αυτοκινήτου."
Τα έχασε ο αστυνομικός και πήρε κατευθείαν τηλέφωνο το διοικητή του και του είπε ότι του είχε πει ο οδηγός. Μετά από δέκα λεπτά φτάνουν στην περιοχή ο διοικητής με ενισχύσεις για να συλλάβουν τον οδηγό και ακολουθεί ο εξής διάλογος μεταξύ του διοικητή και του οδηγού:
- "Δώστε μου το δίπλωμα σας."
- "Ορίστε."
Του το δίνει κανονικά ο οδηγός. Παραξενεύτηκε ο διοικητής.
- "Μπορείτε να ανοίξετε το ντουλαπάκι;"
- "Ανοίγει ο οδηγός το ντουλαπάκι. Τίποτα δεν ήταν μέσα."
- "Μου δίνετε την άδεια σας;"
- "Του τη δίνει ο οδηγός. Όλα είναι κανονικά."
- "Ανοίγετε το πορτ- μπαγκάζ παρακαλώ;"
- "Ανοίγει ο οδηγός το πορτ- μπαγκάζ, τίποτα μέσα."
Τα είχε χάσει ο διοικητής.
- "Καλά, πριν μας είπε ο αστυνομικός ότι του είπατε ότι δεν έχετε άδεια και δίπλωμα, ότι έχετε ένα όπλο στο ντουλαπάκι και ένα πτώμα στο πορτ- μπαγκάζ."
- "Μήπως σας είπε ο αστυνομικός ότι έτρεχα κ` όλας;"
Ήταν ένας έξυπνος και ένας βλάκας. Όπως προχωρούσαν στο δρόμο:
- "Δεν παίζουμε ένα παιχνίδι να περάσει η ώρα όπως περπατάμε;", λέει ο έξυπνος στον βλάκα.
- "Παίζουμε", λέει ο βλάκας.
- "Ωραία", απαντά ο έξυπνος και συνεχίζει. "Θα σου κάνω ερωτήσεις και όσες δεν ξέρεις να απαντάς θα μου δίνεις ένα δεκάρικο για να σου λέω την απάντηση. Μετά θα μου κάνεις εσύ ερωτήσεις και αν δεν ξέρω την απάντηση θα σου δίνω ένα χιλιάρικο, εντάξει;"
- "Εντάξει", απαντά ο βλάκας.
- "Τι είναι αυτό που κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια", ρωτά ο έξυπνος.
- "Δεν ξέρω, πάρε ένα δεκάρικο. Τι είναι;"
- "Η γάτα."
- "Αααα", λέει ο βλάκας.
- "Τι είναι αυτό που κάνει γαβ γαβ έξω στο δρόμο;" ρωτά πάλι ο έξυπνος.
- "Δεν ξέρω, πάρε ένα δεκάρικο. Τι είναι;"
- "Ο σκύλος, απαντά ο έξυπνος. Αντε τώρα κάνε μου εσύ ερωτήσεις."
- "Τι είναι αυτό που κάνει τσιου τσιου μπάμ;" ρωτά ο βλάκας.
Ο έξυπνος τα βρήκε σκούρα. Προχωρούσαν προχωρούσαν, σκεφτόταν ξανασκεφτόταν, ίδρωσε στο τέλος, τι να κάνει βγάζει ένα χιλιάρικο και το δίνει στον βλάκα.
- "Τι είναι ρε αυτό και δεν το ξέρω;"
- "Ούτε εγώ ξέρω πάρε ένα δεκάρικο!"
Μια καθαρίστρια καθάριζε τα παράθυρα σε ένα κτίριο. Ξαφνικά όπ ως ήταν επάνω στη σκάλα και μπροστά σε ένα παράθυρο, αυτό ξαφνικά ανοίγει και η καθαρίστρια πέφτει στον ακάλυπτο μέσα σε ένα βαρέλι στο οποίο και σφηνώνει.
Αφού προσπάθησε πολύ ώρα να ελευθερωθεί τελικά κουράστηκε και αποκοιμήθηκε.
Κατά το βραδάκι βγαίνει στον ακάλυπτο από την πίσω πόρτα ενός bar ένας σουρωμένος για κατούρημα.
Εκεί που κατουρούσε βλέπει το βαρέλι με τα δύο πόδια όρθια και ανοικτά, πάει κοντά και της ρίχνει ένα γαμήσι.
Γυρίζει μέσα στα bar να συνεχίσει το ποτό του αλλά η ψωλή του ήταν σηκωμένη χωρίς να θυμάται το γιατί.
Σκέφτεται:
"Η ψωλή μου γιατί είναι σηκωμένη; Σα να θυμάμαι να γάμησα κάτι εκεί πίσω αλλά δε θυμάμαι τι ήταν. Για να πάω να ρίξω μια ματιά."
Πηγαίνει πίσω στο ακάλυπτο ξανά.
- "Καλά θυμόμουν ότι γάμησα εδώ πίσω, για να ξαναρίξω ένα."
Αφού ξαναγαμάει πάει πάλι μέσα να συνεχίσει το ποτό του.
Μετά καμμιά ώρα η ψωλή του ακόμα σηκωμένη ήταν.
- "Ρε γαμώτο σα να θυμάμαι να γάμησα εκεί πίσω. Τι κακό είναι αυτό πολύ ξεχνάω τώρα τελευταία. Για να πάω να ρίξω μια ματιά".
Ξαναπάει πίσω στον ακάλυπτο και αφού ρίχνει ακόμα ένα γαμήσι, κάθεται και σκέφτεται βλέποντας το βαρέλι.
- "Ρε συ αυτό καλό μουνί είναι, γιατί το πετάξανε;"