Δημοφιλή ανέκδοτα

Τρεις ξανθιές , εξετάζονται για να γίνουν αστυνομικίνες . Ο εξεταστής δίνει στην πρώτη κοπέλα μια φωτογραφία ενός υπόπτου και τη ρωτάει :
- " Τι έχεις να πεις γι αυτή την φωτογραφία ; "
- " Θα τον πιάσουμε εύκολα τον ύποπτο " , λέει εκείνη . " Έχει μόνο ένα μάτι ! "
- " Δεν έχει ένα μάτι ανόητη , η φωτογραφία είναι προφίλ ! Αϊ χάσου από εδώ ! " , της απαντάει έξαλλος ο εξεταστής . Μετά από λίγο , στο γραφείο μπαίνει η δεύτερη ξανθιά . Βλέπει την φωτογραφία και λέει :
- " Εύκολα θα τον βρούμε αυτόν . Πόσοι έχουν μόνο ένα αυτί ; "
- " Αϊ στο διάολο ! " , της λέει έξαλλος ο εξεταστής . " Ηλίθια . Δεν έχει ένα αυτί . Η φωτογραφία είναι προφίλ ! " Μετά μπαίνει και η τρίτη ξανθιά και της λέει :
- " Πρόσεχε τι θα μου πεις για αυτή την φωτογραφία ." Η ξανθιά σκέφτεται και έπειτα από λίγο λέει :
- " Το μόνο βέβαιο είναι , ότι ο ύποπτος φοράει φακούς επαφής ! " Ο εξεταστής τρελαίνεται . Βάζει το όνομα του υπόπτου στο κομπιούτερ , και ύστερα από μισή ώρα διαβάζει στο φάκελο του , ότι πράγματι φοράει φακούς επαφής ! - " Φοβερό ! Πώς το κατάλαβες ; Eίναι αλήθεια ."
- " Είναι απλό . Πώς να φοράει γυαλιά , με ένα μάτι και ένα αυτί ; ", απαντάει η ξανθιά .

Ήταν δύο φίλοι που κάθονταν σε μια καφετέρια, και ήταν άφραγκοι. Εκεί που πίναν τον καφέ τους, πετάγεται ο ένας, και λέει:
- "Ρε συ, πως δεν το σκέφτηκα τόσο καιρό! Φεύγω, θα τα πούμε σε λίγους μήνες!"
Ο άλλος καθόταν απορημένος, και περίμενε τρεις μήνες, ώσπου μια ημέρα μια λιμουζίνα παρκάρει έξω από την καφετέρια, και βγαίνει ο φίλος του χλυδάτος και κουστουμαρισμένος!
- "Τι έγινε ρε μεγάλε," του λέει.
- "Ασε ρε, τα κονόμησα. Μου ήρθε η ιδέα να φτιάξω μια ποντικοπαγίδα με σίγουρα αποτελέσματα, την πούλησα και έχω γεμίσει χρήμα!"
- "Τι ποντικοπαγίδα είναι αυτή;"
- "Μα είναι απλό, παίρνω ένα κουτί με δύο θήκες, στις οποίες βάζω ένα κομμάτι τυρί στην μία, και ένα μπιφτέκι στην άλλη. Πάει ο ποντικός μέσα στο κουτί το βράδυ, και το πρωί όταν ανοίγεις το κουτί, τον βρίσκεις ακόμα εκεί να κάθεται ζαλισμένος και να σκέφτεται αν θα φάει το τυρί ή το μπιφτέκι και εσύ λοιπόν τον σκοτώνεις εύκολα!"
- "Και αυτό σε έκανε πλούσιο;"
- "Δεν με βλέπεις;"
- "Ρε μεγάλε, μου ήρθε και εμένα μια ιδέα. Σε λίγο καιρό, θα περάσω από το γραφείο σου να τα πούμε!"
Μετά από τρεις μήνες, έξω από το γραφείο του πλούσιου φίλου, προσγειώνεται ένα ελικόπτερο, και βγαίνει ο φίλος του με συνοδεία μπράβων, και γραμματέων, και μπαίνει στο κτίριο. Όταν τον βλέπει στο γραφείο του, τον ρωτάει:
- "Καλά ρε, πως τα κονόμησες και εσύ τόσο γρήγορα;"
- "Μα είναι απλό φίλε μου. Πήρα την ιδέα σου, και την έκανα ποιο οικονομική, οπότε έβγαλα περισσότερο κέρδος."
- "Δηλαδή;"
- "Να μωρέ, θυμάσαι τον ποντικό που ήταν να διαλέξει το τυρί ή το μπιφτέκι;"
- "Ναι..."
- "Ε, λοιπόν εγώ δεν βάζω τίποτα στο κουτί, οπότε το πρωί που πας και ανοίγεις το κουτί, βρίσκεις τον ποντικό κλαμένο να σκέφτεται που είναι το τυρί ή το μπιφτέκι;"
Μια μέρα η οικογένεια του Μπόμπου θα πήγαινε επίσκεψη σε μια οικογένεια που είχε ένα νεογέννητο παιδάκι. Το παιδάκι αυτό όμως είχε γεννηθεί χωρίς αυτιά! Ο Μπόμπος επέμενε να πάει μαζί με τους γονείς του και ο πατέρας του ξέροντας ότι? . δεν μιλάει καθόλου του έταξε ένα ποδήλατο αρκεί να μην πει καμιά μα***ία . Ο Μπόμπος συμφώνησε.
Όταν πήγαν και είδαν το νεογέννητο, ο Μπόμπος άρχισε να το κοιτάζει περίεργα? Έβλεπε όμως και τις αυστηρές ματιές του πατέρα του, σκεφτόταν και το ποδήλατο και έκανε μόκο!
Κάποια στιγμή δεν άντεξε και ρώτησε:
- Αυτό το παιδάκι βλέπει καλά;
- Ναι του απάντησε η μητέρα του παιδιού.
- Και όταν μεγαλώσει και πάει σχολείο θα βλέπει καλά;
- Ναι, ήταν πάλι η απάντηση.
- Και στο γυμνάσιο θα βλέπει καλά;
- Ναι γιατί να μην βλέπει; του απάντησε πάλι η μητέρα του παιδιού.
- Και αν πάει Πανεπιστήμιο, θα βλέπει καλά;
- Ναι, αν δε βλέπει καλά θα φορέσει γυαλιά, είπε η μητέρα.
Και τότε έσκασε η βόμβα:
- Και πού θα τα κρεμάει; ?. στα αρ**δια του;

Πεθαίνει λοιπόν o Μήτσος και επειδή είχε αμαρτίες πάει στην κόλαση!
Τον καλωσορίζει ο διάολος και τον αφήνει να περάσει για να διαλέξει το πού θέλει να πάει.
Εκεί που πήγαινε λοιπόν ακούει από μακριά κλάματα ,φωνές, οδυρμούς!
"Τι να γίνεται; ,απορεί!
Κοιτάει και βλέπει κάτι Γερμανούς.
- "Τι γίνεται, βρε παιδιά, εδώ;" ,τους ρωτάει.
- "Εεεεεε, τα κλασσικά", του λένε οι Γερμανοί. "Μπάνιο σε σκατά και μετά μαστίγωμα!" . Στην Γερμανία βρίσκεσαι!
"Σωστά! Στη Γερμανία βρίσκομαι! Καλύτερα να την κάνω από εδώ", σκέφτεται!
Πάει πιο πέρα και ακούει γέλια, χαρές, πανηγύρια!
"Σώπα, θα είναι καλά εδώ!", σκέφτεται.
Κοιτάει... Τι να δει;
Έλληνεσ!
"ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ! Εδώ είμαστε!", σκέφτεται.
Πλησιάζει και ρωτάει:
- "Βρε πατριώτες! Καλά πήγα στη γερμανική πλευρά και όλοι έκλαιγαν. Εσείς τι κάνετε εδώ;"
- "Ασε", του απαντούν.- "Τα κλασσικά! Πρώτα κολύμπι στα σκατά και μετά μαστίγωμα!"
- "Καλά βρε παιδιά και γιατί γελάτε;" ρωτάει έκπληκτος ο Μήτσος!
- "Εεεεεεεεε, μωρέ! Τι ρωτάς τώρα! Δεν ξέρεις; Πότε δεν φέρνουν σκατά, πότε ξεχνάνε τα μαστίγια! Στην Ελλάδα βρίσκεσαι...
Τρεις αγαπημένοι φίλοι ένας Ιταλός, ένας Γερμανός κι ένας Πόντιος δουλεύουν σε μία οικοδομή. Μόλις χτυπάει το καμπανάκι για κολατσιό βγάζουν ο καθένας το τάπερ του για να φάνε. Ο Γερμανός λοιπόν βλέποντας το φαγητό που του έχει φτιάξει η γυναίκα του λέει: όχι ρε γαμώτο, πάλι λουκάνικο Φρανκφούρτης θα φάω; Αν κι αύριο έχω το ίδιο φαγητό θα πέσω από την οικοδομή να σκοτωθώ! Ανοίγει και ο Ιταλός το τάπερ του, βλέπει το σπαγγέτι που του έφτιαξε η γυναίκα του και λέει: όχι ρε γαμώτο πάλι σπαγγέτι θα φάω σήμερα; Αν αύριο έχω το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή. Ανοίγει κι ο Πόντιος και βλέπει κι αυτός το κολατσιό του και λέει: όχι ρε γαμώτο πάλι σάντουιτς θα φάω σήμερα; αν αύριο είναι το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή να σκοτωθώ! Την άλλη μέρα δυστυχώς το κολατσιό όλων ήταν το ίδιο οπότε οι τρεις ορκισμένοι φίλοι ένας-ένας με τη σειρά του έπεσαν από την οικοδομή και σκοτώθηκαν. Στην κηδεία η χήρα του Γερμανού οδυρόμενη φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου το έλεγες ότι ήθελες άλλο φαγητό να σου φτιάξω;"
. Η γυναίκα του Ιταλού κι αυτή κλαίγοντας φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου είπες πως είχες βαρεθεί το σπαγγέτι να σου φτιάξω κάτι άλλο;"
Και η γυναίκα του Πόντιου:
"Aχ Γιορίκα μου γιατί; αχ αντρούλη μου γιατί; γιατί; γιατί; αφού μόνος σου το έφτιαχνες!"
Ναι = Όχι ...
Όχι = Ναι
Λυπάμαι = Θα με θυμηθείς
Χρειάζομαι = Θέλω
Αποφάσισε εσύ = Η σωστή απόφαση είναι προφανής
Κάνε ότι καταλαβαίνεις = Αυτό θα μου το πληρώσεις
Πρέπει να μιλήσουμε = Έχω να σου κάνω παράπονα
Φυσικά κάν το άμα θέλεις = Μη το τολμήσεις να το κάνεις
Δεν τσαντίστηκα = Φυσικά και τσαντίστηκα , μα**κα !
Είσαι και πολύ άνδρας = Μήπως είναι καιρός να ρίξεις κανένα ξύρισμά ;
Σήμερα είσαι πολύ ευγενικός μαζί μου = Μήπως , λέω μήπως , σκέφτεσαι πάλι το sеx ;
Σβήσε το φως = Έχω κυτταρίτιδα
Η κουζίνα δεν με βολεύει καθόλου = Θέλω καινούριο σπίτι / διαμέρισμα
Χρειάζομαι νέες κουρτίνες = και χαλιά , έπιπλα , γούνα ...
Ακουσα έναν θόρυβο = Έχω καταλάβει ότι σε πείρε ο ύπνος
Μ αγαπάς ; = Θέλω να σε ρωτήσω για κάτι ακριβό
Πόσο πολύ μ αγαπάς ; = Έκανα κάτι που μάλλον δε θα σ αρέσει
Όχι τίποτα ! Ειλικρινά ! = Απλά , είσαι και πολύ μα**κας , ρε παιδάκι μου
Μετά από αρκετά χρόνια γάμου και σκληρής βιοπάλης το ζευγάρι εξακολουθούσε να μην τα βγάζει πέρα και να είναι καταχρεωμένο!
Χρωστούσανε τις δόσεις για το σπίτι, τα έπιπλα, το αυτοκίνητο και ο μισθός δεν έφτανε για να ζούνε άνετα...
Έτσι ο σύζυγος είπε μια μέρα στη γυναίκα του:
- Τα λίγα χρήματα που έχουμε στη τράπεζα αρκούνε για να βγάλω ένα εισιτήριο για την Αυστραλία. Θα πάω πρώτος εγώ εκεί, θα δουλέψω λίγους μήνες και θα εξοικονομήσω χρήματα για το δικό σου εισιτήριο. Όταν θα έρθεις κι εσύ στην Αυστραλία, θα εργαστούμε κι οι δυο για λίγα χρόνια μέχρι να πληρώσουμε τα χρέη μας και να επιστρέψουμε πίσω στη πατρίδα...
Πήγε λοιπόν ο σύζυγος στην Αυστραλία και σε έξι μήνες γράφει στη γυναίκα του:
"Χρυσή μου, η ζωή εδώ είναι πολύ ακριβή, η Αυστραλία δεν είναι πια η γη της επαγγελίας, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα! Τόσους μήνες που είμαι εδώ πουλάω σουτιέν(ελληνιστί στηθόδεσμα...) αλλά ακόμη δε κατόρθωσα να βγάλω λεφτά για το εισιτήριο σου. Κάμε υπομονή ακόμη λίγο καιρό γλυκιά μου. Θα εργαστώ πιο σκληρά για να σε φέρω κοντά μου..."
Έκαμε υπομονή η γυναίκα και σε λίγους μήνες πήρε ένα καινούριο γράμμα από την Αυστραλία:
"Εδώ και έξι μήνες εκτός από σουτιέν(ελληνιστί στηθόδεσμα) πουλάω και ρακιά(κοινώς κυλοτάκια), αλλά και πάλι δε κατόρθωσα να βγάλω λεφτά για το εισιτήριο σου... Κάνε ακόμη λίγη υπομονή..."
Έξι μήνες αργότερα έρχεται ένα τρίτο γράμμα από το σύζυγο:
"Τους τελευταίους μήνες εκτός από σουτιέν(ελληνιστί στηθόδεσμα) και βρακιά(κοινώς κυλοτάκια) πουλάω και κρεβάτια... Μα και πάλι δε τα βγάζω πέρα... Σε παρακαλώ περίμενε ακόμη λίγο..."
Σε τρεις μήνες ο σύζυγος παίρνει στην Αυστραλία ένα γράμμα από τη γυναίκα του:
"Αγάπη μου... Τους τελευταίους μήνες εγώ με ένα κρεβάτι, χωρίς βρακί(κοινώς κυλοτάκι) και χωρίς σουτιέν(ελληνιστί στηθόδεσμο) ξεχρέωσα το σπίτι, τα έπιπλα και το αυτοκίνητο... Έβγαλα και εισιτήριο κι έρχομαι κοντά σου σε μια βδομάδα..."