Είναι καλοκαίρι και το τζιτζίκι κάθεται πάνω σε ένα δέντρο και χαλαρώνει.
Από κάτω περνάει το μυρμήγκι κουβαλώντας σπόρους για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
- Κούλαρε λιγάκι δικέ μου, του φωνάζει το τζιτζίκι!
- Να σε δω, όταν χειμωνιάσει και πεινάσεις, απαντάει το μυρμήγκι.
Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα, με το μυρμήγκι να κουβαλάει και το τζιτζίκι να το κοροϊδεύει.
Τελειώνει το καλοκαίρι και έρχεται ο χειμώνας.
Έξω πέφτει πολύ χιόνι, ο αέρας σφυρίζει έξω και το μυρμήγκι κλεισμένο στη γεμάτη σπόρους φωλιά του, περιμένει το παγωμένο τζιτζίκι να του χτυπήσει την πόρτα ζητώντας φαγητό.
Ένα βράδυ, το μυρμήγκι ακούει κάποιον να του χτυπάει τη πόρτα!
- Ποιος είναι; λέει – Άνοιξε, το τζιτζίκι είμαι!
- Τα έλεγα εγώ, λέει στον εαυτό του το μυρμήγκι.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει το τζίτζικα με μια πόρσε!
- Δικέ μου, πάω διακοπές στις Μπαχάμες, θέλεις κάτι;
- Όχι, λέει το μυρμήγκι αλλά να πας να πεις του Αισώπου ότι τον παίρνει!
Σε ένα Αμερικάνικο τρελοκομείο κάθε χρόνο διαλέγουν δύο από τους ασθενείς που δείχνουν να έχουν γιατρευτεί και τους κάνουν δύο ερωτήσεις. Αν απαντήσουν σωστά τους αφήνουν να βγουν. Φέτος διαλέγουν τον Μπιλ και τον Μάικ.
- "Πες μου", του λέει γιατρός, "αν έχανες το ένα σου μάτι τι θα ήσουν;"
- "Μισότυφλος", αποκρίνεται ο Μάικ.
- "Κι αν έχανες και τα δύο σου μάτια;"
- "Τότε θα ήμουν εντελώς τυφλός!"
- "Πολύ καλά, λέει ο γιατρός. Πήγαινε τώρα και φώναξε μου τον Μπιλ."
Βγαίνοντας ο Μάικ, λέει στον Μπίλ τις σωστές απαντήσεις και το στέλνει στο γραφείο του γιατρού.
- "Πες μου, Μπίλ", του λέει ο γιατρός, "αν έχανες το ένα σου αυτί, τι θα ήσουν;"
- "Μισότυφλος!" λέει ο Μπιλ.
Ο γιατρός παραξενεύεται, αλλά συνεχίζει με τη δεύτερη ερώτηση:
- "Κι αν έχανες και το άλλο σου αυτί;"
- "Τότε θα ήμουν εντελώς τυφλός!"
- "Μα καλά, μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;"
- "Γιατί θα μου `πεφτε το καπέλο στα μάτια!"
Ο τύπος πάει στο γιατρό. "Γιατρέ μου", του λέει, "έχω σοβαρό πρόβλημα. Η Σίντι Κρόφορντ να μου γδυθεί και να μου κάνει νάζια, δεν μου σηκώνεται μα τίποτα. Σώσε με...". Ο γιατρός τον εξετάζει, αλλά δεν του βρίσκει τίποτε ειδικό. "Κοίτα", του λέει, "έχω κάτι καινούργια χάπια, αλλά είναι αδοκίμαστα ακόμη. Να τα παίρνεις ένα ένα τη φορά και σταδιακά να τα αυξήσεις, να μην πάθεις καμιά ζημιά. Εντάξει;".
"Εντάξει"
, λέει ο τύπος. Την άλλη μέρα παίρνει τηλέφωνο:
"Γιατρέ", λέει. "Πήρα ένα, αλλά δεν έκανε τίποτε. Ρεζίλι έγινα στην κοπέλα".
"Καλά. Πάρε δύο τότε"
, του λέει ο γιατρός. Τα ίδια την άλλη μέρα:
"Τίποτα, γιατρέ. Ρεζίλι έγινα πάλι στην κοπέλα"
. Να μην πολυλογούμε, του χει σπάσει τα νεύρα του γιατρού, οπότε τη δέκατη μέρα του λέει:
"Για πάρε όλο το κουτί, ρε μεγάλε, να δούμε τι θα γίνει"
. Την άλλη μέρα, λοιπόν, τηλεφωνεί ο τύπος πανευτυχής:
"Γιατρέ μου μ έσωσες", του λέει.
"Όχι μόνο μου σηκώθηκε χθες, αλλά μου σηκώθηκε και δεκαεφτά φορές σερί"!
"Δεκαεφτάααα; Καλά για σένα, τότε", λέει ο γιατρός έντρομος. "Αλλά η κοπέλα;"
. Και ο τύπος:
"Α, η κοπέλα... δεν ήρθε"!
Ο τύπος μπαίνει στο σούπερ μάρκετ κι όπως γυρνάει, βλέπει ξαφνικά μια στοίβα κοτόπουλα με τιμή... 100 δραχμές το κιλό.
Επιτόπου γεμίζει δύο καρότσια και πάει προς το ταμείο. Εκεί, όμως, η ταμίας τον... ξεραίνει:
"Ξέρετε, κύριε", του λέει. "Δεν κάνουν 100 δραχμές το κιλό τα κοτόπουλα. Κάνουν 1.000, αλλά έχει γίνει λάθος..."
. Ο τύπος γίνεται έξαλλος:
"Με κοροϊδεύετε.
Αίσχος. Δεν μασάω Χριστό. Εκατό τα είδα, εκατό θα τα πληρώσω...".
"Μα...".
"Δεν έχει μα και ξεμά. Εμπρός. Χτυπήστε τα με εκατό...".
"Μα, δεν μπορώ...".
"Να μπορέσεις...". Ακούει κι ο διευθυντής τον καβγά και έρχεται να δώσει τη λύση. "Ακούστε, κύριε", του λέει χαμηλόφωνα. "Η κοπέλα δεν μπορεί να σας πει τον πραγματικό λόγο που είναι τόσο φτηνά τα κοτόπουλα. Κι εγώ μόλις τώρα τον έμαθα. Μας τα πούλησαν, βλέπετε, πενήντα δραχμές το κιλό κι εμείς τα βάλαμε εκατό, αλλά δεν ξέραμε ότι έχουν... AIDS!"
. Και ο τύπος:
"Ε, και; Σάμπως θα τα... πηδήξω;"!
Ένας Πόντιος καλόγερος βγαίνει με άδεια, έρχεται στην Αθήνα, γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και στο τέλος, κουρασμένος, κάθεται σ` ένα καφενείο. Μία κυρία απ` το διπλανό τραπέζι τον ρωτάει:
- Είσαι πραγματικός καλόγερος;
- Να σου πω: ράσα φοράω, σε μοναστήρι μένω, σε όλες τις αγρύπνιες και τις ακολουθίες πάω, νηστεύω, προσεύχομαι, έχω γέροντα. Νομίζω ότι είμαι πραγματικός καλόγερος... Εσύ τι είσαι;
- Εγώ, είμαι λεσβία... Απ` το πρωί που θα σηκωθώ μέχρι το βράδυ που θα πάω για ύπνο όλο γυναίκες σκέφτομαι. Και στον ύπνο μου όλο γυναίκες ονειρεύομαι. Και για σεξ, μόνο γυναίκες θέλω...
Μετά απο λίγο φεύγει η γυναίκα. Ο καλόγερος έχει πέσει σε σκέψεις. Ένα ζευγάρι έρχεται και κάθεται δίπλα του. Κι αυτοί σε λίγο τα ίδια:
- Είσαι πραγματικός καλόγερος;
Και ο Πόντιος καλόγερος:
- Νόμιζα ότι ήμουνα, αλλά άλλαξα γνώμη. Νομίζω, είμαι λεσβία.
Ένας άντρας πάει στο γιατρό και του λέει:
- "Γιατρέ έχω ένα πρόβλημα, δε μπορώ να ικανοποιήσω σεξουαλικά τη γυναίκα μου. Τι μου συστήνετε να κάνω;"
- "Θα αγοράσεις Βιάγκρα και θα παίρνεις ένα χάπι πριν κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου.", του απαντά ο γιατρός.
Ένα βράδι, μετά από μια βδομάδα, γυρίζει σπίτι του μεθυσμένος και παίρνει όλο το κουτί, ορμάει στη γυναίκα του και την αφήνει λιπόθυμη. Μετά ορμάει και στον πεθερό του και τον αφήνει κι αυτόν λιπόθυμο. Οπότε πάει στο γιατρό την επόμενη μέρα και του λέει:
- "Γιατρέ σώσε με, πήρα υπερβολική δόση και όρμισα στη γυναίκα μου και μετά στο πεθερό μου και τους άφησα λιπόθυμους. Τι να κάνω;
- "Μια είναι η θεραπεία τώρα, να χώσεις την ψωλή σου σε ένα μπουκάλι γάλα", του λέει ο γιατρός.
Όπως πήγαινε σπίτι του βλέπει στο δρόμο ένα γαλατά, του παίρνει δια της βίας ένα μπουκάλι γάλα και χώνει την ψωλή του μέσα. Εκείνη τη στιγμή μόλις είχε συνέλθει ο πεθερός του, τον βλέπει από το παράθυρο και λέει:
- "Ωχ! την ξαναγεμίζει και έρχεται."
Ένας τύπος μπαίνει σ ένα μπαρ Κάθεται, παραγγέλνει το ποτό του και βλέπει ότι στο μπαρ υπάρχει μόνο μία γυναίκα, καθισμένη, μόνη της κι αυτή, λίγο παραπέρα Την πλησιάζει από πίσω και απλώνει τα χέρια του, την αγκαλιάζει κι αρχίζει να της φιλάει τα μαλλιά Η γυναίκα γυρνάει ξαφνικά και του αστράφτει ένα χαστούκι "Συγνώμη", λέει αυτός "μου φάνηκε ότι είσαι η γυναίκα μου"
"Ανόητε, μεθύστακα, ηλίθιο, ανίκανο ζώο!", φωνάζει αυτή "Για δες πλάκα . . . ", λέει αυτός, "δεν της μοιάζεις μόνο . .. Ακούγεσαι και ίδια μ αυτήν!"
Είναι τρία σκυλιά, ένα κανίς, ένα ντόπερμαν και ένας "κοπρόσκυλος", στο θάλαμο αναμονής ενός κτηνιατρείου και συζητούν για τους λογούς που βρίσκονται εκεί. Λέει το κανίς:
- Εγώ ήμουν μια πολύ καλή και υπάκουη σκυλίτσα, αλλά όταν έφυγε η κυρία μου για διακοπές, με ξέχασε στο σπίτι με λίγο νερό και λίγο φαγητό, είχε κλείσει και τα πατζούρια και το σπίτι ήταν σκοτεινό. Τι να κάνω κι εγώ η σκυλίτσα, τις δύο πρώτες μέρες άντεξα, αλλά την τρίτη μέρα τρελάθηκα: έσκισα τα υφάσματα στους καναπέδες και τις κουρτίνες, έφαγα τα κρόσια των χαλιών, γενικά έκανα το σπίτι άνω-κάτω... Όταν γύρισε η κυρία μου, εκνευρίστηκε με το χάλι που δημιούργησα και μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Κατόπιν λέει το ντόπερμαν:
- Εμένα το αφεντικό μου με πήρε μαζί του στην εξοχή, όπου πέρασα πολύ ωραία: έτρεχα ελεύθερος στα χωράφια, έπαιζα με τ΄ άλλα ζώα και ανέπνεα καθαρό αέρα. Αλλά όταν μ΄ έφερε εδώ στην Αθήνα και με πήγε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μας, "σάλταρα" εντελώς. Ακουγα τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανέπνεα τα καυσαέρια τους, δεν μπορούσα να τρέξω λόγω της πολυκοσμίας, με πάτησε κατά λάθος κι ένας κύριος. Ε τότε, λύσσαξα και δάγκωσα το αφεντικό μου στο πόδι. Κι έτσι μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Εσένα ρε κοπρόσκυλε τι σου συνέβη; Και απαντά ο "κοπρόσκυλος":
- Εγώ τώρα τελευταία συχνάζω σε μια γειτονιά, όπου μένει μια πολύ καλή κυρία και μου αφήνει φαγητό στα σκαλοπάτια του σπιτιού της κάθε μεσημέρι. Προχθές το μεσημέρι, λοιπόν, που έβρεχε πολύ, βγήκε έξω με το νυχτικό της και άφησε το φαγητό μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Εγώ, έτσι όπως την είδα με το νυχτικό της που είχε ήδη βραχεί και με τις ωραίες καμπύλες, τα βυζάκια και το κωλαράκι της να διαγράφονται κάτω από το βρεγμένο νυχτικό, τι να έκανα, ο κοπρόσκυλος, κάβλωσα και της τον κάρφωσα. - Ε, και τι έγινε μετά; Σ΄ έφερε εδώ για ευθανασία; τον ρώτησαν τα άλλα σκυλιά. -Όχι, για να μου κόψει τα νύχια ! απάντησε ο κοπρόσκυλος.