O Κυριάκος ήταν ένας Έλληνας μετανάστης που είχε δουλέψει όλη τη ζωή του. Ό,τι έβγαζε, το έκανε κομπόδεμα αλλά ήταν απίστευτα τσιγκούνης και δε χαιρόταν τα χρήματά του.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά και λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του.
- Κούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα βάλεις στην κάσα. Θέλω να πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.
Έτσι έπεισε τη Κούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως όταν εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα τα χρήματα στην κάσα μαζί του.
Όταν λοιπόν κάποια στιγμή πέθανε, ο Κυριάκος ήταν ξαπλωμένος στο φέρετρο, η γυναίκα του καθόταν εκεί δίπλα μαυροντυμένη φωνάζοντας «Κυριάκο, αγάπη μου, πού πας;» και η κολλητή της φίλη Λίτσα καθόταν δίπλα της.
Όταν τελείωσε η τελετή, και την ώρα που ο παπάς ετοιμαζόταν να κλείσει το φέρετρο, η σύζυγος φωνάζει:
- «Μια στιγμή!». Η Κούλα τότε έβαλε ένα μικρό μεταλλικό κουτί μέσα στο φέρετρο. Και μετά ο παπάς έκλεισε το φέρετρο και άρχισαν να το κατεβάζουν.
Λέει λοιπόν η Λίτσα:
- Κούλα, ξέρω ότι δε θα ήσουν τόσο χαζή ώστε να βάλεις όλα τα λεφτά του μέσα στο φέρετρο μαζί του.
- Άκου Λίτσα μου. Είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη και δε μπορώ να αθετήσω τον λόγο μου. Υποσχέθηκα στον Κυριάκο ότι θα του έβαζα τα χρήματά του στην κάσα του.
- Μου λες δηλαδή ότι έβαλες όλα τα λεφτά στην κάσα του;
- Φυσικά και το έκανα. Τα μάζεψα όλα μαζί, τα έβαλα στον λογαριασμό μου, και του έκοψα μία επιταγή. Αν μπορεί να την εξαργυρώσει, θα μπορεί να τα ξοδέψει κιόλας.
Το πρωί ήμουνα στην Εθνική Οδό, κοιτάω αριστερά και τί να δω! Μια γκόμενα, με μια αυτοκινητάρα, με πατημένα 120, να κοιτάζεται στον πλαϊνό καθρέφτη και να βάζει κραγιόν!
Και φυσικά, έτσι αφηρημένη όπως ήταν, είχε αρχίσει να μπαίνει στη λωρίδα μου! Τρόμαξα τόσο που μου έπεσε η ξυριστική μηχανή απ” το ένα χέρι και το σάντουιτς από το άλλο.
Προσπάθησα να κουμαντάρω το τιμόνι με τα γόνατα, μου φεύγει και το κινητό όπως το κρατούσα με τον ωμό και μιλούσα, πέφτει μέσα στον καφέ που είχα ανάμεσα στα πόδια μου, έγιναν τα πλήκτρα του laptop σκατά!
Πάλι καλά που δε βράχηκε η εφημερίδα που είχα πάνω στο τιμόνι!
Γυναίκες οδηγοί, σου λέει μετά!
Ήταν μια φορά ένας Έλληνας, ένας Γερμανός και ένας Ιταλός οι οποίοι είχαν ατύχημα στην εθνική οδό και σκοτώθηκαν. Οι τρεις τους πήγαν στον ουρανό, όπου και συνάντησαν τον άγιο Πέτρο.
Ο Άγιος Πέτρος τους λέει πως για να πάνε στον παράδεισο, έπρεπε ο καθένας τους να πετάξει από ένα μικρό αντικείμενο στον ωκεανό.
Αν ο Άγιος Πέτρος το έβρισκε, τότε θα τους έστελνε στην κόλαση, ενώ αν δεν το έβρισκε θα τους έστελνε στον παράδεισο.
Ξεκινάει ο Ιταλός και πετάει μια τρίχα από τα μαλλιά του. Βουτάει ο Άγιος Πέτρος και μέσα σε 10 λεπτά είχε βρει την τρίχα, οπότε στέλνει τον Ιταλό στην κόλαση.
Έρχεται η σειρά του Γερμανού, ο οποίος πετάει ένα κουμπί στον ωκεανό. Βουτάει ο άγιος Πέτρος και 2 ώρες μετά βγαίνει με το κουμπί στο χέρι και στέλνει τον Γερμανό στην κόλαση.
Τελευταίος ο Έλληνας πετάει και αυτός ένα μικρό αντικείμενο στον ωκεανό. Βουτάει ο άγιος Πέτρος και ψάχνει για 1, 2, 3… ώρες αλλά τίποτα. Βγαίνει ο άγιος Πέτρος από τα νερά και του λέει:
- Έλληνα, ό,τι και να πέταξες, δεν μπορώ να το βρω, γι’αυτό λοιπόν θα σε στείλω στον παράδεισο. Λύσε μου όμως την απορία. Τί ήταν το αντικείμενο που πέταξες τέκνο μου;
Και ο Έλληνας του απαντάει:
- Ντεπόν αναβράζον!