Ήταν κάποτε σε ένα πάρκο δύο αγάλματα. Ένας άντρας και μία γυναίκα και κοιτάζονταν. Τα χρόνια περνούσαν και τα αγαλματα συνέχιζαν να κοιτάζονται. Οι αιώνες περνούσαν και τα αγάλματα κοιτάζονταν. Κάποια στιγμή που ο θεός βαρέθηκε να βλέπει τα αγάλματα να κοιτάζονται λέει:
- Θα τα κάνω αληθινά να γλυτώσω από δαύτα.
Έτσι λοιπόν τα κάνει αληθινά. Αμέσως το ζευγάρι τρέχει πίσω απο ένα θάμνο. Κρύβονται… κλαδιά Κουνιούνται… θόρυβοι ακούγονται… Μετά απο λίγο βγαίνει η γυναίκα, βγαίνει κι ο άντρας.
Λέει η γυναίκα:
- Ωραίο αυτό, να το ξανακάνουμε!
- Σίγουρα ήταν πολύ ωραίο! Αλλά αυτή τη φορά εσύ θα κρατάς τα περιστέρια κι εγώ θα τα χέζω!
Σάββατο πρωί και ο Μπάμπης αφού ξεκίνησε για το γκολφ, θυμήθηκε ότι ξέχασε να πει στη γυναίκα του ότι ο μάστορας θα έρθει το μεσημέρι να επισκευάσει το πλυντήριο. Πληκτρολογεί στο κινητό τον αριθμό του σπιτιού του και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
- Ορίστε!, λέει η φωνή ενός μικρού κοριτσιού.
- Γειά σου, κοριτσάκι μου, ο μπαμπάς είμαι. Είναι η μαμά κοντά;
- Όχι, μπαμπά, πάνω στη κρεβατοκάμαρα είναι με το θείο Φίλιππο, απαντάει η μικρή.
- Μα δεν έχεις ένα θείο Φίλιππο, κορίτσι μου!, λέει ο Μπάμπης μετά από λίγη σκέψη.
- Ναι, έχω και είναι επάνω με τη μαμά!
- Εντάξει, λοιπόν. Τώρα θα κάνεις αυτό που θα σου πώ. Άσε το τηλέφωνο, τρέχα επάνω, χτύπα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και φώναξε στη μαμά και στο θείο Φίλιππο ότι μόλις τώρα έφτασε το Αυτοκινητό μου μπροστά από το σπίτι.
- Έγινε, μπαμπά!
Πέρασαν λίγα λεπτά και γύρισε το παιδί στο τηλέφωνο.
- Μπαμπά, μπαμπά, έκανα αυτά που είπες.
- Και τι έγινε, κοπελίτσα μου;
- Η μαμά σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι ολόγυμνη και έτρεχε γύρω-γύρω τσιρίζοντας. Σκόνταψε στο χαλί, έπεσε έξω απ’ το παράθυρο και τώρα είναι νεκρή.
- Θεέ μου! Και ο θείος;
- Σηκώθηκε κι αυτός γυμνός και φοβισμένος πήδηξε από το παράθυρο στην πισίνα αλλά μάλλον ξέχασε ότι έβγαλες τα νερά τη περασμένη εβδομάδα για να την καθαρίσεις και χτύπησε στο τσιμέντο. Είναι κι αυτός πεθαμένος.
Έπειτα, μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα, μονολογεί ο Μπάμπης:
- Πισίνα; Μα δεν έχουμε πισίνα… Δεν κάλεσα στο 210-123456;
Σε μια από τις τακτικές πτήσεις μια αεροπορικής εταιρίας, οι επιβάτες έχουν ήδη επιβιβαστεί στο σκάφος και περιμένουν τους πιλότους να μπουν για να απογειωθούν. Τελικά ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης Εμφανίζονται από το πίσω μέρος του αεροπλάνου και διασχίζουν το διάδρομο προς το πιλοτήριο.
Όμως και οι δύο είναι τυφλοί! Ο κυβερνήτης χρησιμοποιεί ένα λευκό μπαστούνι τυφλών καθώς βηματίζει στον διάδρομο, σκουντουφλώντας πάνω στα καθίσματα και χτυπώτας κατά λάθος τους επιβάτες, ενώ ο συγκυβερνήτης οδηγείται από ένα σκύλο-οδηγό για τυφλούς. Και οι δύο έχουν καλυμμένα τα μάτια τους με μαύρα γυαλιά ηλίου.
Στην αρχή οι επιβάτες δεν αντιδρούν, σκεπτόμενοι ότι είναι μάλλον κάποιο αστείο που έστησαν οι πιλότοι για να γελάσουν. Παρ’όλα αυτά, μετά από λίγα λεπτά, οι κινητήρες παίρνουν μπρος, αρχίζουν να ανεβάζουν στροφές και το αεροπλάνο αρχίζει να κινείται προς τον διάδρομο απογείωσης. Οι επιβάτες κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με κάποια νευρικότητα και αμηχανία, ψιθυρίζοντας μεταξύ τους και ψάχνοντας απελπισμένα κάποια από τις αεροσυνοδούς για να τους καθησυχάσει.
Εκείνη τη στιγμή, το αεροπλάνο επιταχύνει γρήγορα και ο κόσμος πανικοβάλλεται. Μερικοί επιβάτες προσεύχονται και καθώς το αεροπλάνο πλησιάζει όλο και περισσότερο το τέλος του διαδρόμου, οι φωνές γίνονται όλο και πιό υστερικές. Τελικά, όταν το αεροπλάνο είναι στα 20 μέτρα από το τέρμα, σημειώνεται μια ξαφνική αλλαγή στον τόνο των κραυγών, καθώς όλοι οι επιβάτες, μέσα στον πανικό τους, έχουν αρχίσει να τσιρίζουν με όλη τους τη δύναμη και την τελευταία ακριβώς στιγμή το αεροπλάνο σηκώνει τους τροχούς του και βρίσκεται στο αέρα.
Μέσα στο πιλοτήριο, ο συγκυβερνήτης αφήνει έναν αναστεναγμό ανακούφισης και λέει στον πιλότο:
- Nα μου το θυμηθείς, κάποια από αυτές τις μέρες, οι επιβάτες δεν θα τσιρίξουν και τότε θα σκοτωθούμε όλοι μας.
Ήταν κάποτε ένας άνεργος ηθοποιός ο οποίος είχε απελπιστεί να ψάχνει για δουλειά. Κάποια μέρα συναντά τυχαία έναν τύπο από τον ζωολογικό κήπο, που ψάχνει για ηθοποιούς. Του εξηγεί ότι οικονομικοί λόγοι, δεν τους επιτρέπουν να φέρουν έναν αφρικανικό γορίλα και ότι αναζητούν έναν ηθοποιό που θα παραστήσει τον γορίλα, μέχρις ότου συγκεντρωθεί το ποσό για την αγορά του αληθινού ζώου. Αν και του φάνηκε κάπως ανόητη η δουλειά αυτή, ο ηθοποιός τη δέχτηκε.
Τις πρώτες ημέρες καθόταν μέσα στο κλουβί του, σχεδόν ακίνητος και σκεπτόταν ότι δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο ηλίθιοι οι επισκέπτες, που να νομίζουν ότι αυτός είναι αληθινός γορίλας. Κάποια στιγμή βαρέθηκε και αποφάσισε να εξερευνήσει το μικρό κλουβί του. Τη στιγμή που αποφάσισε να κινηθεί, πρόσεξε ότι ο κόσμος απ” έξω,παρατηρούσε προσεκτικά κάθε του κίνηση. Αποφάσισε έτσι, να κάνει το πρόγραμμα πιο ελκυστικό και να τους δώσει ένα σόου. Λίγες μέρες αργότερα, βρίσκει τον εαυτό του να κρέμεται από τα κλαδιά ενός δέντρου με το ένα χέρι, να χορεύει βγάζοντας κτηνώδεις ήχους και με αυτόν τον τρόπο, να έχει μαζέψει ένα μικρό πλήθος έξω από το κλουβί του. Κάποια στιγμή, προσπαθώντας να εντυπωσιάσει μερικά παιδιά που έχουν πλησιάσει στο κλουβί, κρέμεται με τα χέρια του από ένα κλαδί κάνοντας μερικά ακροβατικά.
Όμως το χέρι του ξεφεύγει και πετώντας πάνω από τον μεσότοιχο, προσγειώνεται κατευθείαν μέσα στο κλουβί του λιονταριού. Το λιοντάρι τον αντιλαμβάνεται κι αρχίζει να τον πλησιάζει απειλητικά. Ο ηθοποιός οπισθοχωρεί όσο μπορεί και βλέποντας ότι το λιοντάρι πλησιάζει, αρχίζει να φωνάζει:
- Βοήθεια! Βοήθεια! Παρακαλώ, βοηθήστε με!
Με αυτές τις κραυγές το λιοντάρι τον πλησιάζει σβέλτα και του ψιθυρίζει:
- Σκάσε ηλίθιε, έτσι που τσιρίζεις, θα μας απολύσουν όλους από εδώ μέσα.
Μόλις έχει βρέξει και στο σπίτι το αντρόγυνο συζητά περί φαγητού. «Πήγαινε Μήτσο μου να μαζέψεις σαλιγκάρια, καιρό έχουμε να φάμε», προτείνει η σύζυγος στον άντρα της. «Καλή ιδέα», απαντά αυτός, και ξεκινά την αναζήτηση.
Πράγματι, πολλά τα σαλιγκάρια, πέρασε γρήγορα η ώρα, ώσπου κάποια στιγμή το απόγευμα εκεί που μάζευε ο Μήτσος βλέπει ένα φίλο του.
- Ρε συ, πάμε να πιούμε κανά κρασάκι, του λέει ο φίλος του.
- Μπα, θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Άστο καλύτερα.
- Πάμε ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε, επέμενε ο άλλος.
Τελικά κατάφερε να τον πείσει και βρέθηκαν να τα πίνουν με τις ώρες. Το ένα ποτήρι κρασί έφερε το άλλο και πήγε η ώρα περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις το παίρνει χαμπάρι ο Μήτσος λέει:
- Θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Της είπα ότι πάω για σαλιγκάρια και λείπω όλη μέρα.
Παίρνει λοιπόν τα σαλιγκάρια του και τρέχει προς το σπίτι. Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού του, βλέπει το φως αναμμένο. Αντιλαμβανόμενος τί έχει να ακούσει από τη γυναίκα του που τον περίμενε, ανοίγει τη σακούλα και σκορπάει τα σαλιγκάρια κάτω. Τότε ανοίγει την πόρτα και βλέπει τη σύζυγό του έτοιμη να του ορμήξει με το τηγάνι στο χέρι. Αμέσως ο Μήτσος γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και κάνοντας πως μιλάει στα σαλιγκάρια, λέει:
- Έλα, άλλο λίγο και φτάσαμε!

Τρείς μεθυσμένοι, ανεβασμένοι στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, κοιτάνε το έδαφος 600 μέτρα κάτω και ξαφνικά λέει ο ένας:
- Ρε παιδιά, αισθάνομαι τόσο καλά που νομίζω ότι θα πετάξω.
Δίνει λοιπόν μια βουτιά και αρχίζει να πέφτει. Κι εκεί που πήγε να τσακιστεί 10 μέτρα από το έδαφος, δίνει μια και ξανανεβαίνει πάνω, εκεί που ήταν οι άλλοι δύο. Μόλις το βλέπει αυτό ο δεύτερος λέει:
- Μάγκες, σειρά μου να πετάξω, και βαράει βουτιά στο κενό.
Σε αντίθεση με τον πρώτο όμως, αυτός τσακίζεται και γίνεται αλοιφή στο πεζοδρόμιο… Γυρνάει τότε ο τρίτος και λέει στον πρώτο:
- Ρε Σούπερμαν, όταν μεθάς γίνεσαι πολύ μακάκας…
Ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας πάει στην Ιαπωνία για κάτι δουλειές. Φτάνει το απόγευμα και είχε την επόμενη μέρα ένα σημαντικό ραντεβού και μετά, σε περίπτωση που έκλεινε τη συμφωνία, μια παρτίδα γκολφ με τους νέους του συνεργάτες.
Όμως, επειδή ήθελε να δοκιμάσει την παράδοση των Γιαπωνέζων εκδιδόμενων γυναικών, πήρε μια γκέισα για μια νύχτα. Ενώ ήταν λοιπόν μέσα στο πάθος, ξαφνικά ξεφωνίζει αυτή «KAWASAKI!». Aυτός φυσικά δεν καταλάβαινε αλλά φαντάστηκε ότι είναι η επιβράβευση του για το ότι ήταν πολύ καλός.
Συνέχισε λοιπόν πιο δυνατά και άρχισε αυτή «KAWASAKI! KAWASAKI!» ώσπου τελικά δεν άντεξε και σηκώνεται και φεύγει πριν αυτός καταλάβει τί γίνεται.
- «“Ημουν πολύ καλός γι” αυτήν φαίνεται» σκέφτεται και πέφτει για ύπνο. Την άλλη μέρα πάει στο συμβούλιο και αφού κλείνει τη συμφωνία των πολλών εκατομμυρίων δολλαρίων τον καλούν για μια παρτίδα γκολφ. Εκεί, σε μια πολύ μακρινη βολή καταφέρνει και βάζει το μπαλάκι με την πρώτη και για Να δείξει ότι έμαθε και Ιαπωνικά, φωνάζει «KAWASAKI!» Οι Ιαπωνέζοι συνεργάτες του τον κοιτάνε περίεργα και τον ρωτάνε:
- Τί εννοείς “λάθος τρύπα’;
Πεθαίνει ένας μηχανικός και πάει στις πύλες του Παραδείσου. Εκεί ο Άγιος Πέτρος τον ρωτάει:
- Τί δουλειά έκανες;
- Ήμουν μηχανικός, απαντάει.
- Τότε δεν ήρθες στο σωστό μέρος. Στην Κόλαση θα πας. Οπότε πάει στην Κόλαση, όπου ο Σατανάς τον δέχεται. Όμως ο μηχανικός δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος από τις παροχές και τις ανέσεις της Κόλασης. Οπότε, πιάνει δουλειά και αρχίζει να βελτιώνει τα πράγματα. Φτιάχνει ασανσέρ, βάζει κλιματισμό, βάζει καζανάκι στις τουαλέτες κλπ. Σε κάποια φάση λοιπόν, τηλεφωνάει ο Θεός τον Σατανά και τον ρωτάει:
- Τί γίνεται εκεί;
- Ε, μια χαρά. Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί πολύ εδώ, απαντά εκείνος.
- Τί μου λες; Πώς έγινε αυτό;
- Ε, να ήρθε ένας μηχανικός και έχει βελτιώσει τα πράγματα, έβαλε κλιματισμό, ασανσέρ, καζανάκι στις τουαλέτες κλπ.
- Μηχανικός; Τί δουλειά έχει εκεί; Στείλε τον στον Παράδεισο.
- Τί λες ρε; Δεν στον δίνω.
- Δώσε τον, γιατί αλλιώς θα σου κάνω μήνυση.
- Και πού θα βρεις δικηγόρο;
Ένας κοντός cowboy, γύρω στο 1.60, μπαίνει αγριεμένος στο σαλούν και χτυπώντας το χέρι του στο μπαρ ουρλιάζει:
- Ποιός από εσάς ρε, έβαψε το άλογό μου πράσινο;
Τότε πετάγεται ένας τύπος γύρω στα δύο μέτρα και 120 κιλά, τον βουτάει απ’τον γιακά, τον σηκώνει στη μούρη του και τον ρωτάει:
- Εγώ ρε! Τραβάς κανένα ζόρι;
Κι ο άλλος, πανικόβλητος και με τρεμάμενη φωνή του απαντά:
- Όχι ρε φίλε. Απλώς ήθελα να ρωτήσω πότε θα περάσεις το δεύτερο χέρι γιατί η μπογιά έχει σχεδόν στεγνώσει…