Χτυπάει το τηλέφωνο κάποια φορά, στο σπίτι ενός τύπου γύρω στις 3 το πρωί. Ο τύπος μέσα στον ύπνο του, σηκώνει εκτός από το τηλέφωνο, όλη την προίκα που είχε ακουμπισμένη στο κομοδίνο. Με δυσκολία φέρνει το ακουστικό στο αυτί, και με μεγαλύτερη δυσκολία αρθρώνει ένα ξεψυχισμένο.. "Εμπρός"...
Από την άλλη πλευρά της γραμμής, ακούγεται ένας τύπος να φωνάζει με μεγάλο ενθουσιασμό...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Σάλτα και γαμήσου ρε μαλάκα πρωινιάτικα, φορτώνει ο τύπος βρίσκοντας ξαφνικά τη χαμένη του ενέργεια και κλείνει το τηλέφωνο.
Ο ύπνος του τύπου συνεχίζεται ήσυχος μέχρι το πρωί. Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος έχει γυρίσει πτώμα από τη δουλειά και κοιμάται βαθιά, κατά τις τρεις η ώρα ξαναχτυπάει το πρωί. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, και αυτή τη φορά εκτός από το τηλέφωνο, ο τύπος σηκώνει και τους γείτονες του απο κάτω διαμερίσματος στο πόδι, πετώντας κάτω το λαμπατέρ. Παρ όλα αυτά απαντάει στο τηλέφωνο..
- Ναι;..
Και πάλι ο ίδιος ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει ...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Αντε γαμήσου ρε παπάρα, τι χούι είναι αυτό πάλι ; κόψε την πρωινή και άσε με ήσυχο να κοιμηθώ... λέει ο τύπος και κλείνει το τηλέφωνο απότομα.
Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, κλασσικά στις 3 η ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ο τύπος το σηκώνει, φανερά αγανακτισμένος από την κατάσταση, και απαντάει..
- Τι θες ρε φίλε πρωινιάτικα πάλι;
Όπως και τις δύο προηγούμενες μέρες, ο ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Ρε παπάρα.. και εγώ μιλάω.. αλλά δεν σε παίρνω 3 η ώρα το πρωί τηλέφωνο για να στο πω, του λέει με στόμφο ο τύπος..
- Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι αγελάδα!
Ο σύζυγος νταλικέρης. Η σύζυγος... Ζωηρή. Αυτός φεύγει για ταξίδι κι αυτή βρίσκει ευκαιρία να καλέσει σπίτι τον εραστή της. Εκεί που είναι έτοιμοι ν αρχίσουν όμως, χτυπάει το κουδούνι.
- Καήκαμε, ο άντρας μου, λέει αυτή. Γρήγορα κρύψου στη ντουλάπα. Ανοίγει την πόρτα, αλλά δεν ήταν ο άντρας της. Ήταν ένας παλιός εραστής που τη θυμήθηκε κι ήρθε να τη δει. Ο σύζυγος όμως έχει ακυρώσει το δρομολόγιο κι επιστρέφει σπίτι, θέλοντας να κάνει έκπληξη στη γυναικούλα του. Χτυπάει το κουδούνι.
- Καήκαμε, αυτή τη φορά είναι σίγουρα ο άντρας μου, κρύψου.
- Να μπω στην ντουλάπα;
- Όχι, όχι στην ντουλάπα. Μπες κάτω απ το κρεβάτι, και τον σπρώχνει κάτω απ το κρεβάτι έτσι όπως ήταν γυμνός. Ανοίγει την πόρτα στον άντρα της, αυτός τη βλέπει με τη νυχτικιά, του ρχεται μια όρεξη και την πάει κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί αφού κάνουν ότι κάνουν αυτός ανάβει τσιγάρο. Εκεί που το καπνίζει όμως βλέπει κάτω απ το κρεβάτι να προεξέχει ένας κώλος.
- Τι είναι αυτό, γυναίκα;
- Α, αυτό είναι το καινούργιο μας σταχτοδοχείο, λέει αυτή.
- Ε, αφού είναι το σταχτοδοχείο, ας το εγκαινιάσουμε. Και σβήνει μέσα το τσιγάρο του.
- Φωτιάααα, Φωτιάααα! ακούγεται μια φωνή κάτω απ το κρεβάτι.
- Πρώτα τα έπιπλα, πρώτα τα έπιπλα! ακούγεται μια φωνή απ τη ντουλάπα!
Ήταν ένας βοσκός και είχε μια στάνη. Κάποτε αγόρασε ένα γουρουνάκι και το μεγάλωνε με μεγάλη αγάπη. Όταν όμως έφτασε ο καιρός να το σφάξει το λυπότανε. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να το αφήσει ελεύθερο. Το πάει και το αφήνει στα εκατό μέτρα από τη στάνη, γυρίζει πίσω και το γουρουνάκι ήταν εκεί. Το πάει στα πεντακόσια μέτρα, γυρνάει, το γουρουνάκι πάλι εκεί. Το πάει στο ένα χιλιόμετρο, γυρνάει, το γουρουνάκι πάλι εκεί. Το πάει κάτω στην πόλη, το αφήνει, γυρνάει, και πάλι εκεί το γουρουνάκι. Το πάει στο αεροδρόμιο το βάζει σε ένα αεροπλάνο, το αεροπλάνο φεύγει, γυρνάει πίσω πουθενά το γουρουνάκι.
Πέφτει σύρμα ότι ο Ρίκι Μάρτινθα έρθει στην Ελλάδα. Το μαθαίνει όλος ο κόσμος και γίνετε μια κοσμοσυρροή στο αεροδρόμιο. Πανό, συνθήματα, κοπέλες να φωνάζουν Ρίκι- Ρίκι, τις κακομοίρας. Φτάνει το αεροπλάνο, ανοίγει η πόρτα και βγάνει ο Τόνυ Μπλερ. Απογοητεύεται ο κόσμος και φεύγει. Την δεύτερη μέρα το ψιλολένε και τα ραδιόφωνα, μαζεύεται πιο πολύς κόσμος, πάλι πανό, πάλι συνθήματα, φτάνει το αεροπλάνο ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο Σαντάμ Χουσεΐν. Τσαντίλες από τον κόσμο, πετιούνται ντομάτες, τέλος πάντων φεύγουν πάλι. Την τρίτη μέρα, έχει ανακοινωθεί παντού πια, κανάλια τηλεόρασης, ραδιοφωνικοί σταθμοί, εφημερίδες, όλοι το λένε και το ξαναλένε. Λαός λοιπόν και πάλι στο αεροδρόμιο, πιο πολύς αυτή τη φορά, πανό, βεγγαλικά, συνθήματα, φωτοβολίδες, κον φετί, ένας πανικός. Φτάνει το αεροπλάνο, προσγειώνεται, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει το γουρουνάκι.