Σκηνή 1
Ο πονηρός επιχειρηματίας, κλείνει το μάτι στην γραμματέα, λέγοντάς της :
- Είσαι για μια όμορφη βδομάδα στο εξωτερικό, εσύ κι εγώ; Θα το κάνουμε να φανεί σαν επαγγελματικό ταξίδι!
Σκηνή 2
Η γραμματέας τηλεφωνεί αμέσως στον άντρα της :
- Έλα γλυκέ μου, για μια βδομάδα, το αφεντικό μου κι εγώ πρέπει να πάμε στο εξωτερικό, γι αυτό να προσέχεις τον εαυτό σου, έτσι, αγάπη μου;
Σκηνή 3
Ο κατεργάρης σύζυγος τηλεφωνεί στην κρυφή ερωμένη του :
- Η γυναίκα μου πάει στο εξωτερικό για μια βδομάδα, ας περάσουμε αυτή τη βδομάδα μαζί.
Σκηνή 4
Η κρυφή ερωμένη τηλεφωνεί στο μικρό μαθητή που του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα :
- Για μια βδομάδα έχω μια σοβαρή δουλειά, οπότε δεν χρειάζεται να έρχεσαι για μάθημα.
Σκηνή 5
Ο μικρός μαθητής τηλεφωνεί στον παππού του :
- Παππού για μια βδομάδα δεν έχω μαθήματα, γιατί η δασκάλα μου έχει δουλειά. Να περάσουμε αυτή τη βδομάδα μαζί;
Σκηνή 6
Ο παππούς επιχειρηματίας τηλεφωνεί στη γραμματέα του :
- Συγγνώμη, αλλά αυτή τη βδομάδα θα πρέπει να την περάσω με τον εγγονό μου, οπότε, δυστυχώς θα πρέπει να αναβάλουμε αυτό το «επαγγελματικό» ταξίδι που κανονίσαμε.
Σκηνή 7
Η γραμματέας τηλεφωνεί στον άντρα της :
- Αγάπη μου, αυτή τη βδομάδα το αφεντικό μου έχει μια δουλειά, κι έτσι ακυρώσαμε το επαγγελματικό μας ταξίδι.
Σκηνή 8
Ο σύζυγος τηλεφωνεί στην ερωμένη δασκάλα :
- Με συγχωρείς, δεν θα μπορέσουμε να περάσουμε μαζί αυτή τη βδομάδα. Η γυναίκα μου ακύρωσε το ταξίδι της.
Σκηνή 9
Η δασκάλα τηλεφωνεί στο νεαρό αγόρι :
- Κοίτα, ακυρώθηκε η έκτακτη δουλειά που είχα, οπότε, έλα κανονικά στα μαθήματά σου
Σκηνή 10
Ο νεαρός μαθητής τηλεφωνεί στον παππού του :
- Παππού, η δασκάλα μου δεν έχει τελικά δουλειά αυτή τη βδομάδα, κι έχω μαθήματα, κανονικά. Συγγνώμη, αλλά δεν θα μπορέσω να σου κάνω παρέα.
Σκηνή 11
Ο επιχειρηματίας στη γραμματέα :
- Κοίτα, μην ανησυχείς γι αυτό που σου είπα, θα πάμε το «ταξιδάκι» μας τελικά. Κάνε κανονικά τις κρατήσεις.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες τα τηλεφωνήματα ακόμα συνεχίζονται...
Ήταν ένας τύπος που είχε παιδικό όνειρο να μάθει την τέχνη του καουμπόη.
Τελικά το πήρε απόφαση και πήγε στην Αμερική, στο Τέξας να πραγματοποιήσει
Το όνειρό του. Έπιασε δουλειά σε ένα ράντσο και όλα πήγαιναν καλά. Έμαθε και
Τα κόλπα με το λάσσο, τα πιστόλια και όλα τα σχετικά που δείχνουν οι
Ταινίες. Κάποτε, το αφεντικό ήθελε να στείλει μέρος από τις αγελάδες του σ
Έναν γνωστό του σε διπλανή πολιτεία. Βάζει λοιπόν το δικό μας μαζί με δυο
Τρεις άλλους που είχε να συνοδέψουν το κοπάδι. Κει που πήγαιναν, τους
Επιτίθενται οι Ινδιάνοι. Τρεις αυτοί, τριακόσιοι οι Ινδιάνοι, δεν είχαν και
Πολλές επιλογές, το βάζουν στα πόδια κι αρχίζουν να τρέχουν. Μπρος αυτοί,
Πίσω οι Ινδιάνοι, ποιος λογάριαζε τις αγελάδες. Κάποια στιγμή σκοντάφτει ο
Δικός μας, πέφτει κάτω. Έρχεται ένας Ινδιάνος από πάνω του και είναι έτοιμος
Να τον καρφώσει με το κοντάρι. Και το τσεκούρι έτοιμο από δίπλα. "Αχ,
Παναγίτσα μου, σώσε με και θα σου ανάψω λαμπάδα ίσα με το μπόι μου!"
Σταυροκοπιέται αυτός πάνω στην απελπισία του. Σαν το βλέπει αυτό ο Ινδιάνος,
Κοντοστέκεται και του λέει:
"Ρε συ, Έλληνας είσαι; Γιατί δεν το λές τόση
Ώρα;"
Ένας φαρμακοποιός προσλαμβάνει έναν ασκούμενο. Το βράδυ που έχουν εφημερία του δίνει οδηγίες:
- Κοίταξε, τα φάρμακα τα ξέρεις, θα δίνεις ό,τι σου ζητάνε. Εγώ θα κοιμηθώ και δεν θα με ξυπνήσεις παρα μόνο σε πολύ επείγουσες περιπτώσεις. Στις 3 το πρωί,αρχίζει ο βοηθός και ουρλιάζει : Αφεντικόοοοοοο ! -Τι είναι μωρε: Ηρθε ένας και είχε το στομάχι του και του έδωσα simeco , καλά έκανα :
- Ναι μωρέ και για αυτό με ξύπνησες;Δεν σου είπα μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις;Μη με ξαναξυπνήσεις άδικα γιατί θα σε απολύσω! Στιε 4 το πρωί, ξανά: Αφεντικόοοοοοο ! - Τι είναι μωρέ,πάλι: ; Ήρθε ένας και είχε πονοκέφαλο και του έδωσα ασπιρίνη, καλά έκανα: Ρε, θα σε πλακώσω! Δεν σου είπα να μη με ξυπνάς για μαλα****. Στις 5 το πρωί ,άντε πάλι:
- Αφεντικόοοοοοο! Ε,ρε π**στη μου, την έχεις βάψει. Αν και τώρα με ξύπνησες για μα**κία , θα σε απολύσω. Λέγε τι έγινε ! - Ήρθε μια μου**ρα, με μία γούνα και δεν φορούσε τίποτε από μέσα, την ανοίγει και μου λέει:
- Αγόρι μου, από τη κ**λα, δεν σε βλέπω. Και της έδωσα κολλύριο, καλά έκανα ::::!
Πάνε 3 φίλοι σε μια φάρμα να πιάσουνε δουλειά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον πρώτο το αφεντικό.
- Εγώ, αφεντικό, βλέπω καλά. Όταν λέω καλά, εννοώ πολύ καλά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον δεύτερο.
- Εγώ ακούω καλά, πολύ καλά, όχι αστεία τώρα.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον τρίτο.
- Εγώ βλαστημάω πολύ, δεν το πιάνει το μυαλό σου δηλαδή, άλλο πράμα, πάρα πολύ!
- Εσείς οι δυο μου κάνετε, λέει τo αφεντικό στους δυο πρώτους. Προσλαμβάνεστε. Εσένα δε σε θέλω, λέει στον τρίτο.
- Δεν γίνεται, του λένε κι οι τρεις με ένα στόμα. Εμείς πάμε πακέτο. Ή όλους, ή κανέναν.
Τι να κάνει τ αφεντικό τους προσέλαβε και τους τρεις.
- Για πάμε έξω, τους λέει, να μου δείξετε τις ικανότητές σας. Πώς με τέτοιες ικανότητες και δεν έχετε δουλειά;
Βγαίνουν έξω και λέει ο πρώτος:
- Αφεντικό, εκεί στην απέναντι πλαγιά, τον βλέπεις αυτόν που αρμέγει τη γελάδα;
- Τι να σου πω τώρα; λέει το αφεντικό. Σαν κάτι να βλέπω.
- Ε, αφεντικό, ετούτη τη στιγμή έφυγε μια τρίχα από την ουρά της γελάδας κι έπεσε μέσα στην καρδάρα με το γάλα.
- Τι είπες, ρε παιδί; Βλέπεις τόσο καλά μέχρι εκεί κάτω;
- Ναι, αφεντικό, λέει ο δεύτερος. Εγώ την άκουσα που έπεσε μέσα στο γάλα. Έκανε «πλιτς».
- Σώπα, ρε παιδί, έμεινε άφωνος ο αφεντικός. Ακούς τέτοια πράματα;
- Τώρα τι να σου πω αφεντικό; λέει ο τρίτος. Κάτι τέτοιες μαλακίες ακούω εγώ, αρχίζω τις βρισιές και μετά μας διώχνουνε!