Δημοφιλή ανέκδοτα

Πάει μια ξανθία σε ένα μαγαζί και λέει:
"Πόσο κάνει αυτή η τηλεόραση;"
Και ο καταστηματάρχης:
"Κυρία μου δεν πουλάμε πράγματα σε ξανθιές"
Πάει την επόμενη φορά η ξανθία με μία κόκκινη περούκα και ξανακάνει την ίδια ερώτηση και ο καταστηματάρχης
"Κυρία μου δεν πουλάμε σε ξανθιες"!
Ξαναπάει η ξανθία με μία μαυρή περούκα ρωτάει την ίδια ερώτηση και ο καταστηματάρχης
"Κυρία μου δεν πουλάμε σε ξανθιές"
Και του λέει η ξανθία:
"Πώς καταλαβαίνετε ότι είμαι ξανθιά;"
Και ο καταστηματάχης:
"Μα κυρία μου αύτο που ζητάτε δεν είναι τηλεόραση αλλά φούρνος μικροκυμάτων"

Ήταν ο Μπους, ο Μπλέρ και ο Καραμανλής και ταξίδευαν μαζί με ένα αεροπλάνο για κάπου. ξαφνικά. χαλάνε οι τουρμπίνες και το αεροπλάνο πέφτει κάπου στην μέση της ερήμου.
Οι πρωθυπουργοί σώθηκαν και μετά από λίγες ώρες περπάτημα το μόνο που βρήκαν ήταν ένα μπουρδέλο. Μέσα στην χαρά τους βλέπουν την τσατσά και της λένε ότι θέλουν να πάρουν τηλ. στις χώρες τους για να στείλουν βοήθεια. Η τσατσά τους λέει ότι θα τους κοστίσει ακριβά όμως.
Μπαίνει ο Μπούς τηλεφωνεί κανα 5λεπτο. Βγαίνει, του λέει η τσατσά 150$ . ακριβή λέει ο Μπούς αλλά τα αξίζεις.
Μπαίνει ο Μπλέρ τηλεφωνεί κανά 10λεπτο. Βγαίνει, του λέει 200 pounds.
Ακριβή λέει ο Μπλέρ αλλά τα αξίζεις.
Μπαίνει ο Κωστάκης (Καραμανλής) τηλεφωνεί. Περνάει. κανα 2ωρο. Βγαίνει. Ρωτάει πόσο;;; και του λέει η τσατσά 1 euro . Τα δίνει ο Κωστάκης και αράζει.
Ρωτάνε οι άλλοι. Γιατί τόσο;;
Και απαντάει η τσατσά: η κλήση απο Μπουρδέλο σε Μπουρδέλο είναι αστική.
Ένας δικηγόρος και μια ξανθιά κάθονται δίπλα-δίπλα στο αεροπλάνο κατά τη διάρκεια μιας πολύωρης πτήσης. Ο δικηγόρος γυρίζει και τη ρωτάει αν θα ήθελε να παίξει ένα παιχνίδι για να περάσει η ώρα. Η ξανθιά είναι κουρασμένη και αρνείται ευγενικά.
Ο δικηγόρος επιμένει και της λέει ότι το παιχνίδι είναι πολύ απλό κι ότι έχει πλάκα. Της λέει:
- Θα σου κάνω ερωτήσεις και αν δεν ξέρεις την απάντηση, θα μου δώσεις 5 ευρώ και το ίδιο θα κάνω κι εγώ αν δεν απαντήσω σε μια δική σου ερώτηση.
Η ξανθιά τον κοιτάει κουρασμένα και του ξαναλέει ότι δεν την ενδιαφέρει. Ο δικηγόρος το ξανασκέφτεται και της κάνει άλλη προσφορά:
- Λοιπόν, να σου προτείνω κάτι άλλο. Αν δεν ξέρεις εσύ την απάντηση θα μου δώσεις 5 ευρώ και αν δεν την ξέρω εγώ θα σου δώσω 500 ευρώ.
Η ξανθιά το ξανασκέφτεται και τελικά συμφωνεί να παίξει.
Ο δικηγόρος τη ρωτάει:
- Ποια είναι η απόσταση μεταξύ της γης και της σελήνης;
Η ξανθιά τον κοιτάει και χωρίς να του πει κουβέντα, ανοίγει το πορτοφόλι της και του δίνει 5 ευρώ.
Ο δικηγόρος χαμογελάει και παίρνει τα λεφτά. Τώρα είναι η σειρά της ξανθιάς. Τον ρωτάει λοιπόν:
- Τι είναι αυτό που ανεβαίνει το βουνό με 3 πόδια και το κατεβαίνει με 4 πόδια;
Ο δικηγόρος την κοιτάζει απορημένος. Βγάζει το laptop από την τσάντα του και ψάχνει όλα τα αρχεία του. Θυμωμένος που δε βρίσκει την απάντηση στέλνει e-mail σε όλους τους φίλους του μήπως και πάρει απάντηση. Μάταια όμως, γιατί κανένας δε γνωρίζει.
Μετά από καμιά ώρα που ψάχνει για την απάντηση, ανοίγει το πορτοφόλι του και δίνει στην ξανθιά 500 ευρώ.
Εκείνη τα παίρνει και γυρίζει δίπλα να κοιμηθεί. Ο δικηγόρος φανερά εκνευρισμένος, τη σκουντάει και τη ρωτάει:
- Λοιπόν, τι είναι αυτό που ανεβαίνει το βουνό με 3 πόδια και το κατεβαίνει με 4 πόδια;
Η ξανθιά τον ξανακοιτάει και χωρίς να του πει κουβέντα, ανοίγει το πορτοφόλι της και του ξαναδίνει 5 ευρώ και ξαναπέφτει για ύπνο!
Είναι βράδυ και το ζευγάρι μόλις έχει κάνει έρωτα και χαλαρώνει. Η γυναίκα λέει στον άντρα της:
- Πεινάω, τι θα έλεγες για κανένα σουβλάκι? - Και γω πεινάω, λέει ο άντρας, θα πεταχτώ να πάρω από τον κυρ Μήτσο. Μια και δυο, φοράει πρόχειρα κάποια ρούχα και ξεκινά για το σουβλατζίδικο. Την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο αμάξι του, σταματάει δίπλα του ένα αυτοκίνητο και βγαίνει από μέσα μια κουκλάρα - δίμετρη - ξανθιά - η φαντασίωση κάθε άντρα - κλπ και λέει: Σας παρακαλώ, μήπως ξέρετε πως θα πάω στην οδό ΤΑΔΕ 15? Κόκαλο ο τύπος της ψελλίζει:
- Θα πάτε ίσια, δύο στενά μετά δεξιά και στο τρίτο αριστερά. Η κούκλα:
- Αχ, δεν μπορώ να προσανατολιστώ εύκολα τη νύχτα, σας παρακαλώ μπορείτε να με πάτε, θα σας ήμουν υπόχρεη. Αν και ο δρόμος δεν είχε καμιά σχέση με το σουβλατζίδικο, δέχτηκε (χωρίς πολλά-πολλά) να την εξυπηρετήσει. Φτάνοντας στην οδό ΤΑΔΕ 15 του λέει η κούκλα:
- Ξέρετε, είναι μερικές μέρες που έχω μετακομίσει εδώ και δεν βρίσκω εύκολα το σπίτι τα βράδια. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την εξυπηρέτηση, θα ήθελα να έρθετε πάνω να σας κεράσω κάτι, οπωσδήποτε. - Όχι, ε εευχαριστώ, είναι αργά μια άλλη φορά ίσως, είπε ο τύπος. - Όχι, επιμένω να έρθετε, είπε αυτή. Με τα πολλά ανεβαίνουν επάνω, το σπίτι ήταν τεράστιο και όμορφο και η κοπέλα του προτείνει να βάλει κάτι να πιει μέχρι "να φορέσει κάτι πιο άνετο!" Ο τύπος δεν κατάλαβε πότε έβαλε το ποτό να πιει, πότε είδε την τύπισσα να εμφανίζεται σας θεά, πότε βρέθηκαν στο κρεβάτι για τα ακατονόμαστα... Κάποια στιγμή, μέσα από την γλυκιά χαύνωση, άνοιξε το μάτι του και είδε από το παράθυρο να μπαίνει το πρώτο φως της ημέρας (τον είχε πάρει ο ύπνος). "ΩΧ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ", είπε και έφυγε τρέχοντας ψάχνοντας για μια ΚΑΛΗ δικαιολογία. Στον δρόμο της επιστροφής, έκανε παράκαμψη και μπήκε σε ένα χαρτοπωλείο και αγόρασε ένα τεμπεσίρι με το οποίο και έτριψε τα χέρια του. Φτάνοντας στο σπίτι βρήκε την γυναίκα του να ωρύεται. - Που ήσουνα βρε παλιοτόμαρο, που στο διάολο πήγες παλιοαλήτη, πες μου, που κοπροσκύλιαζες όλο το βράδυ και πήγα να τρελαθώ! - Που να στα λέω, δεν θα το πιστέψεις αγάπη μου. Την ώρα που έφυγα από εδώ και πριν μπω στο αμάξι, σταματά ένα αυτοκίνητο δίπλα μου και κατεβαίνει μία θεογκόμενα που με ρώτησε για κάποια οδό. Της είπα πως ακριβώς θα πάει μα δεν κατάλαβε και με παρακάλεσε να την συνοδεύσω μέχρι εκεί για να μην χαθεί. - Και μετά, τι έγινε? ρώτησε η γυναίκα του, διατηρώντας κάποια αμφιβολία για τα λεγόμενα του άντρα της. - Την συνόδευσα μέχρι το σπίτι της και μου ζήτησε να ανέβω επάνω για ένα ποτό για να με ευχαριστήσει. Δέχτηκα και την ώρα που έπινα το ποτό μου αυτή πήγε να αλλάξει και γύρισε με ένα ημιδιάφανο ρούχο και μου την έπεσε, εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ και βρεθήκαμε στο κρεβάτι να κάνουμε έρωτα, μετά με πήρε ο ύπνος... Έτσι έγιναν τα πράγματα γλυκιά μου και γι αυτό άργησα.
- Βρε αλήτη, είπε η γυναίκα του, θες να πιστέψω αυτές τις μαλακίες που μου λες? Για να δω τα χέρια σου!
- Ορίστε κάνει αυτός...
- Α ρε χαμένο κορμί, όλο ψέματα μου λες, πάλι για μπιλιάρδο είχες πάει...
Τί θέλουν τέλος πάντων οι γυναίκες;
Μια παρέα από γυναίκες πήγε διακοπές και είδαν ένα πενταόροφο
Ξενοδοχείο με μια πινακίδα που έγραφε:
"Μόνο για γυναίκες".
Αφού είχαν πάει εκδρομή μόνες τους, αποφάσισαν να πάνε εκεί.
Ένας πολύ ωραίος άντρας στην ρεσεψιόν τους εξήγησε:
"Έχουμε πέντε ορόφους, ανεβείτε έναν-έναν
Και όταν βρείτε αυτό που σας ικανοποιεί, μείνετε εκεί.
Εύκολα θα αποφασίσετε γιατί κάθε όροφος έχει
Πινακίδες που γράφουν τι είναι μέσα."
Έτσι άρχισαν να ανεβαίνουν και στον πρώτο όροφο η πινακίδα
Έλεγε:
"Όλοι οι άντρες εδώ τον έχουν κοντό και λεπτό".
Οι φιλενάδες γέλασαν και χωρίς διαταγμό ανέβηκαν παραπάνω.
Στον δεύτερο όροφο η πινακίδα έλεγε:
"Όλοι οι άντρες εδώ τον έχουν μακρύ και λεπτό".
Πάλι δεν έφτανε και ανέβηκαν παραπάνω.
Στον τρίτο όροφο η πινακίδα έλεγε:
"Όλοι οι άντρες εδώ τον έχουν κοντό και χοντρό".
Πάλι μια απογοήτευση και ανέβηκαν παραπάνω
Ξέροντας ότι υπάρχουν δυό όροφοι ακόμα.
Στον τέταρτο όροφο η πινακίδα ήταν τέλεια, έλεγε:
"Όλοι οι άντρες εδώ τον έχουν μακρύ και χοντρό".
Οι γυναίκες ενθουσιάστηκαν και είπαν να μπούν
Αλλά σκέφτηκαν ότι υπάρχει ένας ακόμα όροφος.
Αναρωτώμενες μήπως χάσουν κάτι πανε στον πέμπτο,
Όπου η πινακίδα έλεγε :
"Δεν υπάρχουν άντρες εδώ
Αυτός ο όροφος κτίστηκε απλά για να αποδειχτεί
Ότι δεν υπάρχει τρόπος να ευχαριστηθεί μια γυναίκα."
Πλησιάζει ο γύφτος ένα μανεκέν στο Κολωνάκι, που κοιτάζει τη βιτρίνα με κοσμήματα Λαλαούνη και της λέει:
- Μπορείς να ντιαλέξει όποιο τέλει, πληρώνει εγκώ.
Η κούκλα τον κοιτάει καλά καλά, τελικά αφού το καλοσκέφτηκε "τσίμπησε" και άρχισε να ψάχνει.
- Αυτό μ΄ αρέσει, αλλά... να, είναι πολύ ακριβό, 70 χιλιάρικα..
- Κάτι πιο ακριβό να πάρει! Μάστορα, φέρε μας το πιο ακριβό κόσμημα!
Κατεβάζει ο Λαλαούνης τις κασετίνες και δείχνει ένα κόσμημα με πετράδια. Τρέμουν τα χέρια της "μοντέλας" καθώς το θωπεύει..
- Μ΄ αρέσει, αλλά θα είναι πολύ ακριβό...
- Τεσσεράμισι εκατομμύρια, λέει ο Λαλαούνης.
Τα το πάρουμε, λέει ο γύφτος και βγάζει τον μπλοκ επιταγών, γράφει, υπογράφει, κόβει την επιταγή και τη δίνει στο Λαλαούνη. Εκείνος την παίρνει στα χέρια του, αλλά κοντοστέκεται..
- Δεν θέλω να σας προσβάλω, αλλά ξέρετε επειδή είναι Σάββατο, πρέπει να τσεκάρω αν η επιταγή είναι εντάξει, όμως η τράπεζα είναι κλειστή..
- Κανένα πρόμπλεμα, λέει ο γύφτος. Κράτα τη επιταγκή, κράτα και το κόσμημα, δευτέρα πρωί, τσεκάρει με τη τράπεζα και έρχεται η κοπέλα και τα πάρει το κόσμημα. Αν εκεί πρόβλημα, παίρνει εμένα τηλέφωνο.
Δευτέρα πρωί, ο Λαλούνης καλεί το γύφτο στο κινητό:
- Ξέρετε, έχουμε πρόβλημα, η Τράπεζα λέει ότι η επιταγή είναι ακάλυπτη...
- Ε, και; Το κόσμημα ντεν το έχει;
- Το έχω..
- Κράτα το κόσμημα. Σκίσε και τη επιταγκή. Εγκώ ένα... γκαμέσι ήτελα με το κοπέλα και το έκανα!
Ένα μεσημεράκι, την ώρα που τα πιτσιρίκια σχολάνε από την ημερήσια ταλαιπωρία τους (βλέπε σχολείο), μία μητέρα περιμένει το παιδάκι της στο προαύλιο του σχολείου. Αφού χτυπάει το κουδούνι, ο πιτσιρίκος τρέχει στην μητέρα του, και βγαίνουν στον κεντρικό δρόμο για να πάρουν Ταξί.
Αν και η ώρα είναι δύσκολη, βρίσκουν σχετικά εύκολα Ταξί. Καθώς έχουν μπει στο πίσω κάθισμα, ο μπόμπιρας είναι εξαιρετικά υπερκινητικός και περιεργάζεται τα πάντα. Ο Ταξιτζής, παρόλο που εκνευρίζεται που ο μικρός πειράζει τα τασάκια, πατάει τα κουμπιά από τα παράθυρα, κλωτσάει το κάθισμα και ούτω καθ΄ εξής, προσπαθεί να συγκρατήσει τα νεύρα του.
Σε κάποια στιγμή ο πιτσιρίκος γυρνάει στην μητέρα του και την ρωτάει με ενοχλητική φωνή...
- Μαμάαα.. αν εσύ ήσουν αρκούδα και ο μπαμπάς ήταν αρκούδος, εγώ θα ήμουν αρκουδάκι;
- Ναι παιδί μου, απαντάει αδιάφορα η μητέρα του.
Ο Ταξιτζής εν τω μεταξύ έχει αρχίσει να φορτώνει... Μετά από λίγο, ο πιτσιρίκος επανέρχεται με καινούρια ερώτηση...
- Μαμάαα... αν εσύ ήσουν γάτα και ο μπαμπάς ήταν γάτος, εγώ θα ήμουν γατάκι;
- Ναι παιδί μου, απαντάει η μητέρα του, χαζεύοντας από το παράθυρο.
Ο Ταξιτζής μονολογεί χωρίς να ακούγεται ιδιαίτερα...
"Τι μαλα*** λέει το μούλικο γα** το στανιό μου...". Δεν περνάνε 2 λεπτά, και ο μικρός ξαναρωτάει...
- Μαμάαα... αν εσύ ήσουν σκύλα και ο μπαμπάς σκύλος, εγώ θα ήμουν κουταβάκι;
- Ναι παιδί μου, ξανααπαντάει η μητέρα με φανερή αδιαφορία...
Εκείνη τη στιγμή ο Ταξιτζής που έχει βγει από τα ρούχα γυρνάει απότομα και λέει στο μικρό...
- Aκου να δεις μπόμπιρα, θα σου βάλω εγώ τώρα ένα δύσκολο... αν η μάνα σου ήταν πουτ***, και ο πατέρας σου πού****, εσύ τι θα ήσουν;
Και ο μικρός...
- Ταξιτζής ...
Είναι δύο πούστηδες μέσα σε ένα αεροπλάνο. Λέει ο ένας:
- "Ρε `συ θες να το κάνουμε;"
Ο άλλος απαντάει:
- "Τι λες ρε. Ντρέπομαι με τόσο κόσμο εδώ μέσα."
- "Μη λες μαλακίες. Όλοι εδώ μέσα κοιμούνται. Για να δεις μάλιστα ότι κανείς δε χαμπαριάζει, σήκω και φώναξε, έχει κανείς καμμιά τσίχλα;"
Όντως σηκώνεται ο δεύτερος και φωνάζει αλλά όλοι ροχάλιζαν! Οπότε αρχίζουν οι δυο να ξεσκίζονται! Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε οι αεροσυνοδοί άρχισαν να ρωτούν τους επιβάτες αν τους άρεσε η πτήση. Όλοι απαντούσαν ότι ήταν θαυμάσιο το ταξίδι κλπ. Βγαίνει και ένας άλλος και απαντάει:
- "Τι να σας πω δεσποινίς μου! Έχω έναν τρομερό πονοκέφαλο από την αρχή!"
Η αεροσυνοδός αποκρίθηκε:
- "Μα καλά γιατί δεν ζητήσατε μια ασπιρίνη;"
- "Τι λέτε καλέ. Εδώ ένας ζήτησε μια τσίχλα και... Τον γαμήσανε!"

Ήταν μια φορά ένα ζιγκολό που την είχε πενήντα (50) πόντους και χρέωνε με τον πόντο. Ο κάθε πόντος πήγενε 10.000 δρχ. Δηλαδή σου έβαζε 30 πόντους, πλήρωνες 30.000. Αν σου έβαζε 40 πόντους, πλήρωνες 40.000 δρχ. κ. Ο. Κ. Ήταν λοιπόν μια κοπέλα που τον γούσταρε πολύ αλλά δεν είχε λεφτά. Τόσες φορές τον είχε παρακαλέσει αλλά εκείνος ήταν ανένδωτος:
"Τζάμπα δε γ**ώ". Το βάζει λοιπόν σκοπό η κοπέλα, και αρχίζει να κάνει οικονομίες. Όταν είχε μαζέψει 10.000 πάει και τον βρίσκει, του δίνει τα λεφτά, "παίρνεις δέκα πόντους με αυτά τα χρήματα".
"Εντάξει" του λέει αυτή, συμβιβάζεται αφού δεν είχε άλλα λεφτα. Πάνε λοιπόν, για να το κάνουν.
Γδύνετε η κοπέλα, βγάζει ο τύπος τη μαλαπέρδα. Μετράει δέκα πόντους και βάζει σημάδι με το μαρκαδόρο, και τσουπ της τη βάζει. Δέκα πόντους, ούτε χιλιοστό παραπάνω. Εκει λοιπόν που το κάνανε, τρώει μια γλίστρα ο τυπάς, και τη βάζει κατά λάθος μέσα όλη!
"ΑΑΧΧ ! Το μο**ί μου!" ουρλιάζει η λεγάμενη! "Ποιό μου** σου μωρέ... εδώ πάθαμε 40.000 ζημιά..!"
Κάποια νοικοκυρά αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα κάθε φορά που περνούνε τα τρένα από τις γραμμές δίπλα στο σπίτι της , η μεγάλη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας έπεφτε κάτω ! Γινόταν αυτό επανειλημμένα , άνω –κάτω τα ρούχα συνεχεία , αποφασίζει λοιπόν και αυτή να φωνάξει έναν ξυλουργό να δει τι μπορεί να κάνει έρχεται λοιπόν ο ξυλουργός μαθαίνει για το πρόβλημα στερεώνει καλά καλά την ντουλάπα καρφώνοντας την στο πάτωμα κι εκεί που ετοιμαζόταν να φύγει να σου περνάει το τρένο και πέφτει η ντουλάπα κάτω Τι στο καλό σκέφτεται ο ξυλουργός θα την στερεώσω την στερεώνει αλά σε λίγο παλι τα ίδια ! Τώρα όχι μόνο την καρφώνει στο πάτωμα αλλά και στον τοίχο και την δένει και σε αλλά έπιπλα , στηρίγματα κτλ κτλ Λοιπόν λέει ο ξυλουργός στην γυναίκα , μου έχει σπάσει τα νεύρα θα μπω τώρα μέσα στην ντουλάπα να περιμένω να περάσει το τρένο να δω τι στο διάολο συμβαίνει Μια και δυο λοιπόν μπαίνει μέσα και περιμένει ...
Δεν θα χαν περάσει 5 λεπτά και μπαίνει ξαφνικά στο σπίτι και στο δωμάτιο ο σωματώδης ζηλιάρης νταλικέρης άντρας της κύριας ο οποίος πάντα υποψιαζόταν ότι η συμβία του του τα φορούσε Ανοίγει λοιπόν την ντουλάπα να πάρει ένα πουκάμισο ο άνθρωπος και τι να δει; Αυτό που πάντα υποψιαζόταν δηλαδή έναν άντρα στην ντουλάπα
Σε έξαλλη κατάσταση λέει στον ξυλουργό :
Ρε κάθαρμα , τι κανείς εσύ εδώ ;
Κι ο ξυλουργός :
Τώρα , αν σου πω ότι περιμένω το τρένο θα με πιστέψεις ; "
Ήταν τρεις Πόντιοι και έτρεχαν να σωθούν από τρεις Γερμανούς. Ξαφνικά εκεί που έτρεχαν, βλέπουν μπροστά τους ένα πηγάδι.
- "Γρήγορα να μπούμε μέσα να κρυφτούμε", λένε, και μπαίνουν.
Μετά από κανένα 5λεπτο έρχονται και οι Γερμανοί και κάθονται πάνω από το πηγάδι.
- "Ωχ!" λένε οι Πόντιοι.
- "Τώρα την κάτσαμε. Για να μην μας καταλάβουν, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ακούμε τι θα λένε και να κάνουμε την ηχώ. Έτσι θα πιστεύσουν ότι το πηγάδι είναι άδειο."
Συμφωνούνε τελικά να το κάνουνε. Αρχίζει λοιπόν να μιλάει ο πρώτος Γερμανός.
- "Πού να πήγαινε; Μήπως πήγαν στο βουνό;"
Κάνει κι ο πρώτος Πόντιος:
- "Μήπως πήγαν στο βουνό, στο βουνόοοοο;"
Λέει ο δεύτερος Γερμανός:
- "Μήπως μπήκαν στο πηγάδι;"
Κάνει κι ο δεύτερος Πόντιος:
- "Μήπως μπήκαν στο πηγάδι, στο πηγάααδιιι;"
Λέει κι ο τρίτος Γερμανός:
- "Ας ρίξουμε μια χειροβομβίδα να βεβαιωθούμε!"
Κάνει κι ο τρίτος Πόντιος:
- "Μήπως πήγαν στο βουνοοό;"