Ένας παπάς αποφάσισε μια Κυριακή για να πάει για κυνήγι αρκούδας. Καθώς περπατούσε, περπατούσε εις το δάσος όταν ο λύκος δεν ήταν εκεί, βλέπει από μακριά μια αρκούδα. Πλησιάζει σιγά-σιγά εκεί που αρκούδα έπινε νερό. Όμως, μη γνωρίζοντας περί ανέμων και πως οι αρκούδες μπορούν να σε μυρίσουν στα πενήντα μέτρα, μόλις πλησίασε πολύ, η αρκούδα γύρισε να τον αντιμετωπίσει.
Πολλοί ίσως να μην ξέρετε πως παρόλο που οι αρκούδες έχουν ένα άλφα όγκο και κάποια βήτα κιλά, είναι πολύ γρήγορα ζώα και εύκολα μπορούν να κυνηγήσουν έναν άνθρωπο στην ευθεία. Και έτσι κι έγινε. Η αρκούδα άρχισε να τρέχει κατά πάνω του, ο παπάς άρχισε να γίνεται παπα-σούζας. Μπροστά ο παπάς, πίσω η αρκούδα, αρχίζει ο παπάς να κατεβαίνει το βουνό με πόδια στους ώμους. Για κακή του τύχη όμως, σκοντάφτει σε μία ρίζα δέντρου, τρώει μια σούπα, φέρνει κάτι κουτρουβάλες και πάει και πέφτει σε ένα τεράστιο βράχο, σπάζοντας τα πόδια του. Η αρκούδα τώρα έχει τον έλεγχο του παιχνιδιού. Πλησιάζει τον παπά, έτοιμη να τον κάνει κομματάκια και να φωνάξει και τις φίλες της για μπάρμπεκιου.
Ο παπάς, μέσα στον πόνο του και την τρομάρα του, αρχίζει να προσεύχεται:
"Θεέ μου, συγγνώμη που σήμερα βγήκα για να κυνηγήσω αρκούδες. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό και εκπλήρωσέ μου μια ευχή. Κάνε αυτή την αρκούδα να δει τις αξίες του Χριστιανισμού και να γίνει αμέσως ένας καλός Χριστιανός."
Με το που το λέει αυτό ο παπάς, η αρκούδα πέφτει στα γόνατά της, σκύβει το κεφάλι ευλαβικά μπροστά στον παπά και λέει:
"Σε ευχαριστώ Κύριε για το φαγητό που μου προσφέρεις σήμερα ..."
Ο Πόντιος πάει στο σινεμά.
- Παίρνει το εισιτήριό του, πάει προς την αίθουσα, μπαίνει μέσα, αλλά ύστερα από ένα λεπτό βγαίνει και ξαναπάει στο ταμείο.
Κόβει κι άλλο ένα εισιτήριο και ξαναπάει να μπει μέσα.
- Έπειτα από ένα λεπτό, όμως, ξαναβγαίνει, ξαναπάει στο ταμείο και κόβει κι άλλο ένα!
Τον κοιτάζει περίεργα ο ταμίας, αλλά δεν λέει τίποτε.
- Ύστερα από λίγο όμως ξανάρχεται ο Πόντιος να κόψει κι άλλο εισιτήριο.
Ο ταμίας έχει τρελαθεί και δεν αντέχει πια:
- "Με συγχωρείτε, κύριε", του λέει. "Εγώ να σας δώσω κι άλλο εισιτήριο, αλλά για πείτε μου, δεν τα λυπάστε τα λεφτά σας;".
Και ο Πόντιος:
"Τα λυπάμαι, αλλά τι να κάνω;
- Αφού με το που μπαίνω μέσα, πετιέται μια που**να και μου το σκίζει"!
Ο Κωστίκας πάει αεροπορικώς στην Αθήνα. Μόλις βγαίνει απ το αεροδρόμιο, παίρνει ταξί.
- Οδός Σταδίου, λέει στον ταξιτζή.
Στη διαδρομή όμως αποκοιμιέται, ήταν και κουρασμένος, και ξυπνάει πάνω σε μια αερογέφυρα. Βλέπει χαμηλά τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους μικρούς και
Κλείνει τα μάτια.
- Πω, πω στην Αθήνα τα ταξί πετάν! μονολογεί.
Επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη, πάει στο καφενείο και βρίσκει το Γιωρίκα.
- Γιωρίκα, Γιωρίκα, στην Αθήνα τα ταξί πετάν!
- Αντε ρε, φύγε από δω. Τι βλακείες λες.
- Ναι, σου λέω, πετάν, πας ένα στοίχημα; Αμα πετάν θα σε πηδήξω, αν όχι θα με πηδήξεις εσύ.
- Πάει το στοίχημα.
Ανεβαίνει ο Γιωρίκας στο αεροπλάνο, φτάνει στην Αθήνα, κατεβαίνει κι έξω απ το αεροδρόμιο σταματάει ένα ταξί και μπαίνει μέσα.
- Πού να σε πετάξω, μεγάλε; ρωτάει ο ταξιτζής.
- Ωχ, λέει ο Γιωρίκας, την πάτησα. Στην οδό Σταδίου πάω.
- Σε ποιο ύψος, μεγάλε;
- Να σου πω, θα με πηδήξουν που θα με πηδήξουν, πάμε χαμηλά γιατί ζαλίζομαι.