Δημοφιλή ανέκδοτα

Ένας παπάς αποφάσισε μια Κυριακή για να πάει για κυνήγι αρκούδας. Καθώς περπατούσε, περπατούσε εις το δάσος όταν ο λύκος δεν ήταν εκεί, βλέπει από μακριά μια αρκούδα. Πλησιάζει σιγά-σιγά εκεί που αρκούδα έπινε νερό. Όμως, μη γνωρίζοντας περί ανέμων και πως οι αρκούδες μπορούν να σε μυρίσουν στα πενήντα μέτρα, μόλις πλησίασε πολύ, η αρκούδα γύρισε να τον αντιμετωπίσει.
Πολλοί ίσως να μην ξέρετε πως παρόλο που οι αρκούδες έχουν ένα άλφα όγκο και κάποια βήτα κιλά, είναι πολύ γρήγορα ζώα και εύκολα μπορούν να κυνηγήσουν έναν άνθρωπο στην ευθεία. Και έτσι κι έγινε. Η αρκούδα άρχισε να τρέχει κατά πάνω του, ο παπάς άρχισε να γίνεται παπα-σούζας. Μπροστά ο παπάς, πίσω η αρκούδα, αρχίζει ο παπάς να κατεβαίνει το βουνό με πόδια στους ώμους. Για κακή του τύχη όμως, σκοντάφτει σε μία ρίζα δέντρου, τρώει μια σούπα, φέρνει κάτι κουτρουβάλες και πάει και πέφτει σε ένα τεράστιο βράχο, σπάζοντας τα πόδια του. Η αρκούδα τώρα έχει τον έλεγχο του παιχνιδιού. Πλησιάζει τον παπά, έτοιμη να τον κάνει κομματάκια και να φωνάξει και τις φίλες της για μπάρμπεκιου.
Ο παπάς, μέσα στον πόνο του και την τρομάρα του, αρχίζει να προσεύχεται:
"Θεέ μου, συγγνώμη που σήμερα βγήκα για να κυνηγήσω αρκούδες. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό και εκπλήρωσέ μου μια ευχή. Κάνε αυτή την αρκούδα να δει τις αξίες του Χριστιανισμού και να γίνει αμέσως ένας καλός Χριστιανός."
Με το που το λέει αυτό ο παπάς, η αρκούδα πέφτει στα γόνατά της, σκύβει το κεφάλι ευλαβικά μπροστά στον παπά και λέει:
"Σε ευχαριστώ Κύριε για το φαγητό που μου προσφέρεις σήμερα ..."
Mία ξανθιά παίρνει τηλέφωνο κλαίγοντας τον άνδρα της στο γραφείο.
- Γιατί κλαις γλυκιά μου;
- Να, προσπαθώ να φτιάξω ένα παζλ αλλά... δεν τα καταφέρνω. Όλα τα κομμάτια φαίνονται ίδια.
- Τι παζλ;
- Να... είναι ένας κόκορας πάνω σε ένα κουτί, αλλά δεν μπορώ να το φτιάξω..
- Έλα ηρέμησε... όταν γυρίσω θα το φτιάξουμε μαζί εντάξει;
Γυρνάει λοιπόν ο τύπος στο σπίτι του και βλέπει την γυναίκα του να σπαράζειστο κλάμα, στο πάτωμα. Την πλησιάζει και της λέει:
- Έλα... σήκω και μην κλαις. Άκου τι θα κάνουμε... Θα βάλουμε τα corn flakes πάλι μέσα στο κουτί και δεν θα το πούμε πουθενά...
Ο Georges W. Bush είναι στο Παρίσι για μια επίσημη επίσκεψη.
Κάθε μέρα κι ενώ κάνει τον περίπατό του σε ένα δάσος του Παρισιού
Συναντάει πάντα στο ίδιο σημείο μία εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα.
Πάντα όμως η γυναίκα του γυρίζει την πλάτη. O Bush θέλει να την κατακτήσει οπότε αποφασίζει να συμβουλευτεί τον Chirac.
- Είναι απλό! Του λέει ο Chirac, πρώτα πρέπει να της τραβήξεις την
Προσοχή.
Για παράδειγμα, αύριο βάψε το άλογό σου πράσινο. Όταν υναντηθείτε
Σίγουρα θα της κάνει εντύπωση και θα σε ρωτήσει:
- "Why did you paint your horse green?" οπότε κι εσύ προχωράς."
- "Do you mean I **** her ?"
- "Non, not yet. Μπορείς στη συνέχεια για παράδειγμα να την καλέσεις για ένα ποτό."
- "Then I **** her?!"
- "Όχι, όχι αμέσως. Μετά καλό θα ήταν να πηγαίνατε μια βόλτα σε
Ρομαντικά μέρη. "
- "And I **** her?"
- "Όχι αμέσως! Πήγαινέ την σε ένα καλό εστιατόριο."
- "So I **** her?"
- "E,όχι ακόμα. Προσφέρσου να την πας ταξίδι σε ένα ρομαντικό μέρος, ερωτικό καλύτερα! Στην Bangkok για παράδειγμα."
- "There I **** her?"
- "E... Ναι, γιατί όχι?"
O Bush βρίσκει καταπληκτικό το σχέδιο και αποφασίζει να το βάλει σε εφαρμογή το συντομότερο δυνατόν.
Την επόμενη, νωρίς το πρωί βάφει το άλογό του πράσινο και ξεκινάει
Για τον καθιερωμένο του περίπατο. Εκεί συναντάει ξανά την γυναίκα, τον πλησιάζει και τον ρωτάει:
- "Why did you paint your horse green ?"
O Bush παίρνει μια βαθιά ανάσα και χαμογελώντας πλατιά της απαντά:
- "To **** you in Bangkok"
Ήταν τρεις γιατροί ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας.
Μια μέρα που έγινε διεθνές συμβούλιο γιατρών συναντήθηκαν όλοι μαζί και ήθελαν να αποδείξουν ο ένας στον άλλο ποιος είναι ο καλύτερος γιατρός. Σηκώνεται ο Ιταλός και λέει, εγώ μπορώ να κάνω έναν που έχει καταρράκτη εντελώς καλά σε ένα μήνα. Σιγά το κατόρθωμα του έλεγαν οι άλλοι δύο και γελούσαν ειρωνικά. Σηκώνεται ο Γερμανός και λέει εγώ μπορώ να κάνω έναν που είναι εντελώς τυφλός καλά σε 15 μέρες. Σιγά το κατόρθωμα του είπε ο Έλληνας . Και λένε στον Έλληνα εσύ που κοροϊδεύεις τι μπορείς να κάνεις? Εγώ τους λέει μπορώ να κάνω έναν που είναι τυφλός καλά σε ένα δευτερόλεπτο. Γελούσαν οι άλλοι δύο και του λένε αυτό που λες δεν γίνεται. Κατά σύμπτωση εκείνη τη στιγμή περνούσε ένας τυφλός και τον φωνάξανε. Λένε λοιπόν στον Έλληνα να τον κάνει καλά. Τον βάζει ο Έλληνας στην καρέκλα και του λέει να κατεβάσει το παντελόνι του. Μετά του βάζει τα αρχίδια στα μάτια και τον ρωτάει βλέπεις τίποτα? Και λέει ο τυφλός, αρχίδια βλέπω.

Ο Πόντιος πάει στο σινεμά.
- Παίρνει το εισιτήριό του, πάει προς την αίθουσα, μπαίνει μέσα, αλλά ύστερα από ένα λεπτό βγαίνει και ξαναπάει στο ταμείο.
Κόβει κι άλλο ένα εισιτήριο και ξαναπάει να μπει μέσα.
- Έπειτα από ένα λεπτό, όμως, ξαναβγαίνει, ξαναπάει στο ταμείο και κόβει κι άλλο ένα!
Τον κοιτάζει περίεργα ο ταμίας, αλλά δεν λέει τίποτε.
- Ύστερα από λίγο όμως ξανάρχεται ο Πόντιος να κόψει κι άλλο εισιτήριο.
Ο ταμίας έχει τρελαθεί και δεν αντέχει πια:
- "Με συγχωρείτε, κύριε", του λέει. "Εγώ να σας δώσω κι άλλο εισιτήριο, αλλά για πείτε μου, δεν τα λυπάστε τα λεφτά σας;".
Και ο Πόντιος:
"Τα λυπάμαι, αλλά τι να κάνω;
- Αφού με το που μπαίνω μέσα, πετιέται μια που**να και μου το σκίζει"!
Μια φορά κι ένα καιρό, όπως λεν στα παραμύθια , ήταν ένας βασιλιάς στην Αφρική που είχε ένα φίλο κολλητό με τον οποίο είχαν μεγαλώσει μαζί .
Αυτός ο φίλος είχε την συνήθεια σε κάθε περίσταση καλή ή κακή να λέει :
- « Καλό αυτό » .
Μιαν ημέρα οι δύο τύποι πήγαν για κυνήγι και ο φίλος ανέλαβε να ετοιμάσει τα όπλα . Αλλά έκανε ένα σοβαρό λάθος και όταν ο βασιλιάς πήρε το όπλο , αυτό εκπυρσοκρότησε και έχασε τον αντίχειρά του . Βλέποντας την κατάσταση ο φίλος είπε ως συνήθως :
- « Καλό αυτό ! » και ο βασιλιάς θυμωμένος απάντησε « Όχι δεν είναι καθόλου καλό » και τον έστειλε φυλακή για πολλά χρόνια . Μετά από ένα χρόνο ο βασιλιάς πήγε πάλι για κυνήγι σε μιαν άγνωστη περιοχή με άλλους φίλους του . Όμως τους συνέλαβαν κανίβαλοι και τους φυλάκισαν για να τους μαγειρέψουν . Όταν ετοίμαζαν τον βασιλιά για να τον φάνε οι κανίβαλοι παρατήρησαν ότι του έλειπε ένας αντίχειρας . Επειδή ήταν προληπτικοί και απέφευγαν να φάνε κάποιον που δεν ήταν σώος κι αβλαβής , τον άφησαν ελεύθερο και μαγείρεψαν όλους τους άλλους , να ζούμε να τους θυμόμαστε .
Όταν επέστρεψε ο βασιλιάς θυμήθηκε το γεγονός με το ατύχημα όπου έχασε τον αντίχειρά του και μετάνιωσε για την συμπεριφορά του στον φίλο του . Τον απελευθέρωσε αμέσως και τον προσκάλεσε στα ανάκτορα . « Είχες δίκιο » του λέει « Ήταν καλό που έχασα τον αντίχειρά μου » και του εξήγησε όλα τα γεγονότα . « Λυπάμαι που σε έστειλα στην φυλακή για τόσο καιρό , ήταν πολύ κακό αυτό που σου έκανα » .
- « Όχι , ήταν καλό » απάντησε ο φίλος . « Μα τι εννοείς ; Πως μπορεί να ήταν καλό που έκλεισα τον φίλο μου στην φυλακή για ένα χρόνο ; » .
- « Μα αν δεν ήμουν φυλακή θα ήμουν μαζί σου » .
Ο Λένιν πεθαίνει και πηγαίνει στον Πέτρο να του πει αν θα πάει στη Κόλαση ή στο Παράδεισο . Υπήρχε μεγάλο πρόβλημα μεταξύ τον Αγίων γιατί οι μισοί τον ήθελαν στην Κόλαση ενώ οι άλλοι μισοί στον Παράδεισο . Τότε ρωτάνε τον Θεό , ο οποίος φυσικά τους λέει στην Κόλαση .
Μετά από μια εβδομάδα ο διάολος , νευριασμένος επισκέπτεται τον Πέτρο και του κάνει παράπονα :
" Αυτός ο Λένιν θα με καταστρέψει . Μια βδομάδα μόνο στην Κόλαση και ήδη έχουν αρχίσει οι πορείες και οι διαδηλώσεις ." Ο Πέτρος με πολύ ζόρι δέχεται τον Λένιν στον Παράδεισο .
Από εκείνη τη μέρα και μετά επικρατεί μια ανησυχητική ησυχία . Μετά από δύο μήνες μπαίνει ο Πέτρος στον Παράδεισο και τι βλέπει . Όλοι καθισμένοι γύρω από τον Λένιν και αυτός στη μέση όρθιος τους μιλάει . Ανάμεσα στους ακροατές ο Aγιος ξεχωρίζει τον Χριστό. Τον καλεί κοντά του και του λέει :
" Θα σε τιμωρήσει ο Θεός "
Και εκείνος απαντάει :
- " Ποιος Θεός , αφού δεν υπάρχει Θεός " .
Ο Κωστίκας πάει αεροπορικώς στην Αθήνα. Μόλις βγαίνει απ το αεροδρόμιο, παίρνει ταξί.
- Οδός Σταδίου, λέει στον ταξιτζή.
Στη διαδρομή όμως αποκοιμιέται, ήταν και κουρασμένος, και ξυπνάει πάνω σε μια αερογέφυρα. Βλέπει χαμηλά τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους μικρούς και
Κλείνει τα μάτια.
- Πω, πω στην Αθήνα τα ταξί πετάν! μονολογεί.
Επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη, πάει στο καφενείο και βρίσκει το Γιωρίκα.
- Γιωρίκα, Γιωρίκα, στην Αθήνα τα ταξί πετάν!
- Αντε ρε, φύγε από δω. Τι βλακείες λες.
- Ναι, σου λέω, πετάν, πας ένα στοίχημα; Αμα πετάν θα σε πηδήξω, αν όχι θα με πηδήξεις εσύ.
- Πάει το στοίχημα.
Ανεβαίνει ο Γιωρίκας στο αεροπλάνο, φτάνει στην Αθήνα, κατεβαίνει κι έξω απ το αεροδρόμιο σταματάει ένα ταξί και μπαίνει μέσα.
- Πού να σε πετάξω, μεγάλε; ρωτάει ο ταξιτζής.
- Ωχ, λέει ο Γιωρίκας, την πάτησα. Στην οδό Σταδίου πάω.
- Σε ποιο ύψος, μεγάλε;
- Να σου πω, θα με πηδήξουν που θα με πηδήξουν, πάμε χαμηλά γιατί ζαλίζομαι.