Για το μοναστήρι και μη έχοντας άλλη επιλογή κάνει ωτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Για το μοναστήρι, αδελφή, έμπα να σε πάω, με βγάζει ο δρόμος μου.
Μπαίνει, λοιπόν και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, ωραία ντυμένη, με ακριβά
Κοσμήματα και όλα τα συναφή. Περίεργη καθώς ήταν η καλόγρια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς μου, υποθέτω ότι αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε θα σας
Κόστισε ακριβούτσικα.
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια βουβάθηκε και κάνει να γυρίσει από την άλλη και να σου βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, θα σας κόστισε, φαντάζομαι.
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Ενώ είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά, έφθασαν στο μοναστήρι. Πριν κατέβει, η καλόγρια κάνει άλλη μια ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με άλλη μια φορά για την αδιακρισία μου αλλά θα είχα την περιέργεια να μάθω αν αυτή η Mercedes σας κόστισε πολύ;
- Μπα, ίσα-ίσα μια εβδομάδα ερωτικών βραδιών.
Η καλόγρια ευχαρίστησε την ευγενική κοπέλα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και πάει και κλείνεται στο κελί της.
Κάποια στιγμή ακούει να της χτυπάν την πόρτα.
- Ποιος είναι;
- Ανοιξε , αδελφή Μαρία, ο πατήρ Ευάγγελος είμαι.
Και απαντάει η καλόγρια:
- Πατήρ Ευάγγελε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου με γεύση μέντας;
Βγαίνει ένας τύπος από ένα μπαρ τύφλα στο μυθύσι. Περπάταγε, παραπάταγε, τρέβλιζε...
Βλέπει κάποια στιγμή μια γάτα. Μέσα στου σούρα του λέει :
"Ρε! Τι τίγρης είναι αυτή?" Μπαμ, μπουμ, κλωσιές, μπουνιές στη γάτα, πέφτει κάτω αυτή λιπόθυμη. "Ρε ο άτιμος. Την σάπισα την τίγρη."
Πάει παρακάτω και βλέπει 1 σπουργίτι.
"Ρε! Τι αετός είναι αυτός?" Μπαμ, μπουμ, το πιάνει στα χέρια του το σπουργιτάκι και το ρίχνει λιπόθυμο. "Ρε ο άτιμος. Τον έλιωσα τον αετό."
Πάει παρακάτω και βλέπει μια καλόγρια. Μπαμ, μπουμ, την ρίχνει κάτω, την κλωτσάει, την ρίχνει σ' ένα κουβά και γυρνάει και λέει μόνος του:
"Batman και μαλακίες"...
Ο Γιορίκας, οδηγός μιας νταλίκας, τρέχει στην εθνική και γεμάτος χαρά τραγουδάει:
"Με λένε Γιορίκα και οδηγώ νταλίκα"
. Ξαφνικά, βλέπει μια καλόγρια να του κάνει ωτοστόπ! Σταματάει κι εκείνη τον παρακαλεί να την πάρει μαζί του. Ο Γιορίκας γλείφεται και ξαναγλύφεται κοιτάζοντας την και κάποια στιγμή της λέει:
"Τι ωραίο στήθος είναι αυτό που έχεις; μπορώ να το πιάσω λίγο;"
"Μια στιγμή τέκνο μου να δω αν το επιτρέπει η Βίβλος" λέει εκείνη.
"Όχι, όχι, απαγορεύεται" του λέει αφού την έχει ξεφυλλίσει. Εκείνος απτόητος συνεχίζει να τραγουδάει "με λένε Γιορίκα και οδηγώ νταλίκα"
. Σε λίγο της λέει ξανά:
"Τι ωραίο κυλοτάκι φοράς; μπορώ να το χαϊδέψω λίγο;"
" μια στιγμή τέκνο μου -λέει εκείνη- να δω αν το επιτρέπει η Βίβλος".
"Οχι,οχι απαγορεύεται κι αυτό"
. Ξανά το ρίχνει στο τραγούδι ο Γιορίκας! Σε λίγο της λέει:
"Τι ωραίο ποπό που έχεις, μπορώ να τον πιάσω λίγο; "
Ξανά ξεφυλλίζει η καλόγρια τη Βίβλο ψάχνοντας να βρει αν το επέτρεπε! Γεμάτη χαρά του λέει:
"Ααα, αυτό το επιτρέπει!" Κι ο Γιορίκας δεν χάνει την ευκαιρία, πιάνει τον ποπό της, κατεβαίνουν και απο το αυτοκίνητο κάνουν τη "δουλειά"
Τους και γεμάτος χαρά ξεκινάνε για τον προορισμό τους. Όταν πια έφτασαν και η καλόγρια τον χαιρέτησε, ο Γιορίκας τη ρωτάει:
"Δεν μου είπες πώς σε λένε όμως και περάσαμε τόσα πολλά μαζί!".
Και η καλόγρια απαντά:
"Με λένε Μικέ και πάω σε μασκέ!".
Ήταν ένας τυπάς που έκανε σκι στα Ιμαλάϊα όταν ξαφνικά μια τεράστια χιονοστιβάδα τον έκανε να λιποθυμήσει. Ξυπνάει λοιπόν σε ένα μοναστήρι και από πάνω του ξεπροβάλλουν ένα μάτσο μοναχοί. Του κάνει λοιπόν ο μεγάλος μοναχός:
- Φίλε θα σε φροντίσουμε, θα σε ταΐσουμε, θα σε κοιμίσουμε μέχρι να γίνεις καλά αρκεί να μην βεβηλώσεις την παρθένα κόρη μου, γιατί αλλιώς θα υποστείς... τα τέσσερα κινέζικα βασανιστήρια.. οκ;
- OK, λέει λοιπόν κι ο τυπάς ξαφνιασμένος... Εγινε!
Την πρώτη μέρα έκανε ένα γύρο στο μοναστήρι και είδε όλους πίνακες που υπήρχαν εκεί...
"Καταπληκτικοί" αναφωνεί και πάει να κοιμηθεί...
Την δεύτερη μέρα λοιπόν ο τύπος έκανε και πάλι ένα γύρο στο μοναστήρι και είδε όλα τα αγάλματα που υπήρχαν εκεί...
"Μεγαλειώδη έργα" αναφωνεί ξανά και πάει πίσω στο κρεβάτι του...
Την τρίτη μέρα αφού έκανε τον συνηθισμένο του γύρο στο μοναστήρι είδε την κόρη του μεγάλου μονάχου. Η κοπελιά ήταν πιο όμορφη και από τις πιο ζωηρές του φαντασιώσεις. Έτσι, εφάρμοσε όλη του τη γαλιφιά και μέχρι το βράδυ, αψηφώντας την προειδοποίηση του μοναχού, την κουτούπωσε!
Ξυπνάει την άλλη μέρα το πρωί ο ήρωας μας και συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται στη στέγη του μοναστηριού ... Ρίχνει ένα βλέφαρο στα χέρια του και κοζάρει δυο χοντρές αλυσίδες και ένα ταμπελάκι που έλεγε:
"1ο Κινέζικο βασανιστήριο: Τα χέρια σου είναι δεμένα με αλυσίδες"
"Σιγά" λέει "αυτά εγώ τα μασάω"
Και μπρατσαράς καθώς ήταν σπάει τις αλυσίδες. Κοιτάει μετά κάτω και βλέπει μια τεράστια κοτρόνα να βρίσκεται πάνω στην κοιλιά του και ένα ταμπελάκι που να λέει:
"2ο Κινέζικο βασανιστήριο: Μια πέτρα είναι πάνω στην κοιλιά σου."
Αρχισε να γελάει ο τύπος με τα βασανιστήρια και την ασχετοσύνη των μοναχών. Σαν ρωμαλέο παλικάρι, σηκώνει την κοτρόνα και την πετάει στο γκρεμό. Κάτω από την πέτρα όμως, βλέπει ένα τρίτο ταμπελάκι..
"3ο Κινέζικο βασανιστήριο: Το αριστερό σου αρχίδι είναι δεμένο στην πέτρα."
Πανικόβλητος λοιπόν ο τύπος πηδάει μαζί με την πέτρα στο γκρεμό για να σώσει την οικογένεια... Και ενώ βρισκόταν σε κάθετη πτώση, διακρίνει στον πάτο του γκρεμού μία τεράστια ταμπέλα με μεγάλα γράμματα που έλεγε...
"4ο Κινέζικο βασανιστήριο: Το άλλο σου αρχίδι είναι δεμένο πάνω στην στέγη"
Μια μέρα ο μπαμπάς του Τοτού του δίνει ένα χιλιάρικο για ψώνια. Στο δρόμο συναντάει μια καλόγρια, η οποία του ζήτησε να κάνει μια εισφορά στο μοναστήρι, και έτσι ο Τοτός της έδωσε το χιλιάρικο.
Την άλλη μέρα πέρασε μ` ένα πεντοχίλιαρο. Τον βλέπει πάλι η καλόγρια, του ζητάει το πεντοχίλιαρο και ο Τοτός το δίνει. Την τρίτη ημέρα πέρασε με ένα δεκαχίλιαρο, ενώ ο πατέρας του τον ακολουθούσε να δει που πάνε τα λεφτά. Το δίνει ο Τοτός το δεκαχίλιαρο και ενώ πήγαινε να φύγει, του λέει η καλόγρια:
- "Αν με γαμ**εις, θα σου δώσω το χιλιάρικο που μου έδωσες προχτές, πίσω."
Αρχίζει να τη γαμάει ο Τοτός οπότε αυτή, κάποια στιγμή λέει:
- "Βάλτο κι άλλο και θα σου δώσω και το πεντοχίλιαρο."
Συνεχίζει ο Τοτός και όταν στο τέλος, του δίνει και το δεκαχίλιαρο ακούγεται ο πατέρας του, που παρακολουθούσε τη σκηνή, πίσω από το δέντρο:
- "Βάλε και κανένα αρ**δι μπας και πάρουμε το μοναστήρι!"
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλόγρια που είχε πάει στην πόλη για κάποιες δουλειές και έχασε το τελευταίο λεωφορείο για το μοναστήρι. Μην έχοντας άλλη επιλογή αποφασίζει να κάνει οτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Που πηγαίνετε μοναχή;
- Για το μοναστήρι, απαντάει η καλόγρια.
- Μπές μέσα να σε πάω, της λέει η οδηγός.
Μπαίνει, λοιπόν μέσα η καλόγρια και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, καλοντυμένη, περιποιημένη και με ακριβά κοσμήματα.
Η καλόγρια γεμάτη περιέργεια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς, αν μου επιτρέπεται…. πόσο σας κόστισε αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια αναστατώθηκε, γυρίζει από την άλλη και βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, πόσο σας κόστισε αν επιτρέπεται;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Είχε περάσει η ώρα και πλησίαζαν στο μοναστήρι. Η καλόγρια όμως είχε λυσσάξει από περιέργεια και ήθελε πριν κατέβει να κάνει μια τελευταία ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με αν γίνομαι αδιάκριτη αλλά θα ήθελα να μάθω πόσο σας κόστισε αυτή η πολυτελής Mercedes που οδηγάτε.
- Μπα, ίσα-ίσα λίγες μόνο ερωτικές βραδιές.
Η καλόγρια, αν και αναστατωμένη, ευχαρίστησε την κυρία που την εξυπηρέτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και κλείνεται στο κελί της. Μετά από κάποια ώρα κάποιος της χτυπά την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε η μοναχή.
- Εγώ είμαι αδελφή Τερέζα, ο πάτερ Νεκτάριος.
Και του απαντάει η καλόγρια:
- Πάτερ Νεκτάριε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου!
Κάποια Kαλόγρια δεν αισθάνεται καλά και αποφασίζει να πάει στο γιατρό.
Αρνείται όμως να γδυθεί, γιατί ντρέπεται. Μετά από πολλές συζητήσεις, ο γιατρός την πείθει να γδυθεί πίσω από ένα παραβάν, ώςτε να μπορέσει να την εξετάσει, περνώντας τα χέρια του ανάμεσα από το ύφασμα του Παραβάν, χωρίς να τη βλέπει. Έτσι και έγινε.
Περνά τα χέρια του ο γιατρός ανάμεσα από το παραβάν, ψαχουλεύει το στήθος της και της λέει:
- Πέστε τριάντα.
Η καλόγρια λέει: τριάντα.
Κατεβάζει ο γιατρός τα χέρια του στην κοιλιά της, την ψαχουλεύει και της λέει:
- Πέστε εξήντα...
Η Kαλόγρια λέει: εξήντα.
Κατεβάζει ο γιατρός τα χέρια του ακόμα πιο κάτω, και ψαχουλεύει στο υπογάστριο. Λέει ο Γιατρός:
- Πέστε ενενήντα...
Και η Kαλόγρια αρχίζει:
- Ένα, δύο, τρία, τέσσερα...