Τρεις φίλοι αποφάσισαν να πάνε για ψάρεμα με την βάρκα τους. Αποφάσισαν, να πάρουν μαζί τους και τον φίλο τους τον Κε-κε.
Όπως ψάρευαν οι φίλοι κοιτάζοντας τον βυθό τις θάλασσας, ο Κε-κες αγνάντευε τον ορίζοντα. Κάποια στιγμή, βλέπει ένα μεγάλο καράβι, να κατευθύνεται καταπάνω τους. Τρομαγμένος ο Κε-κες, άρχισε να φωνάζει:
- "Κα κα κα κα κα κα κα κα..."
Πέφτοντας στη θάλασσα, λέει:
- "Kα κα κα καράβι."
Oi φίλοι του δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν και τους χτύπησε το καράβι. Τους πήγαν στο νοσοκομείο, στην εντατική και έμειναν εκεί για έξι ολόκληρους μήνες. Όταν ανάρρωσαν, αποφασίζουν να πάνε για ψάρεμα πάλι με το φίλο τους, τον Κε-κε. Τελικά, όπως ψάρευαν οι φίλοι, αρχίζει πάλι ο Κε-κες να φωνάζει:
- "Κα κα κα κα κα κα κα κα..."
Όταν το άκουσαν αυτό οι φίλοι, πήδηξαν στην θάλασσα έντρομοι Τελικά, ακούνε τον Κε-κε, να ολοκληρώνει την πρότασή του.
- "Κα κα κα κα κα κα καρχαρίας!"
Ο τύπος, έξτρα βαρύμαγκας κι έτσσσ , κατεβαίνει πρωί πρωί στην ιχθυόσκαλα. "Δε μου λε, ρε μεγάλε", ρωτάει ένα ψαρά, "τα μπαρμπουνάκια πόσο πάνε;".
"Εφτά χιλιάρικα", λέει αυτός. "Α! Και δεν μου λε, ρε μεγάλε, τα φαγκρουδάκια πόσο πάνε;".
"Πεντέμισι το κιλό", του λέει ο ψαράς. "Α! Και, δεν μου λε, ρε μεγάλε;
Τα λιθρινάκια;". Ο ψαράς έχει αρχίσει να τα παίρνει στο κρανίο. "Εφτά χιλιάρικα, αδερφέ. Θα πάρεις κάτι;".
"Εφτά, α; Και δεν μου λε, ρε μεγάλε; Οι τσιπουρίτσες πόσο πάνε;".
"Οκτώ το κιλό. Θα πάρεις;".
"Οκτώ α; Και δεν μου λε, οι γοπίτσαι πόσο πάνε;"
. Ο ψαράς έχει που έχει τον πόνο του, έχει φτάσει και εκτός εαυτού:
"Ακου"
, λέει στο βαρύμαγκα:
"Οι γοπίτσαι έχουν τρεισήμισι το κιλό οι... ζωντανές και ενάμισι οι πεθαμένες!"
. Και ο μαγκίτης:
"Α! Τότενες, τσάκω τη σακούλα, άρχισε να... σκοτώνεις και βάνε"!