Ανέκδοτα με Εβραίους, Ανέκδοτα για Εβραίους

Γύρω από το κρεβάτι τού πόνου είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια τού ετοιμοθάνατου Εβραίου πατέρα. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο.
Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου… Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ;
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα… Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ;
Ιουδίθ: (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου… Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ;
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα… Πατέρας: ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ;
Η οικογένεια συνειδητοποιεί αμέσως την εγκληματική αμέλεια και όλοι αποχωρούν σιγά-σιγά από το δωμάτιο. Τελευταίος φεύγει ο μικρός Ααρών που, κλείνοντας την πόρτα τού δωματίου, λέει:
- «Και πού ‘σαι πατέρα… Όταν αφήνεις την τελευταία σου πνοή, άφησε την προς το καντήλι, για να σβήσει. Είναι κρίμα να καίει άδικα…».
Την άλλη μέρα τού θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία τού θανάτου.
Ιακώβ: Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μία αναγγελία θανάτου;
Υπάλληλος: 2 δολάρια, κύριε.
Ιακώβ: Εντάξει, γράψε λοιπόν:
- «Αβραάμ Κοέν πέθανε».
Υπάλληλος: Κύριε, πρέπει να έχετε υπόψιν σας πως με τα 2 δολάρια μπορείτε να γράψετε μέχρι 10 λέξεις.
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και λέει στον υπάλληλο: Ωραία, τότε γράψε:
- «Αβραάμ Κοέν πέθανε. Πωλείται DATSUN σε τιμή ευκαιρίας».
Ο Θεός πήγε στους Ιταλούς και είπε:
- Έχω Εντολές για σας που θα κάνουν τις ζωές σας καλύτερες.
Και οι Ιταλοί ρώτησαν:
- Τί είναι εντολές;
Και ο Θεός εξήγησε:
- Κανόνες ζωής.
- Μπορείς να μάς δώσεις ένα παράδειγμα;
- Να μην κλέβετε.
- Να μην κλέβουμε; Δεν ενδιαφερόμαστε.
Τότε Εκείνος πήγε στους Γάλλους και είπε «έχω Εντολές». Οι Γάλλοι ζήτησαν ένα παράδειγμα και ο Κύριος είπε:
- Να μην επιθυμείτε την γυναίκα τού γείτονα.
- Να μην επιθυμούμε την γυναίκα τού γείτονα; Δεν ενδιαφερόμαστε.
Τότε ο Κύριος πήγε στους Εβραίους και είπε, «έχω Εντολές»…
- Εντολές; Και πόσο κάνουν;
- Είναι δωρεάν.
- Θα πάρουμε δέκα…

Ένας Άραβας πρόκειται να υποβληθεί σε επέμβαση ανοικτής καρδιάς και ο γιατρός προετοιμάζεται για την περίπτωση που θα χρειαστεί μετάγγιση αίματος. Επειδή ο ασθενής έχει μια σπάνια ομάδα αίματος που δεν μπορεί να βρεθεί τοπικά, ο γιατρός απευθύνεται σε διάφορες χώρες τού εξωτερικού. Τελικά, εντοπίζεται ένας Εβραίος με την ίδια ομάδα αίματος που προθυμοποιείται να δωρίσει το αίμα του στον Άραβα.
Μετά την επέμβαση, ο Άραβας στέλνει στον Εβραίο μια ευχαριστήρια κάρτα μαζί μ’ ένα ακριβό διαμάντι κι ένα νέο αυτοκίνητο Ρολς Ρόις, ως δείγματα τής εκτίμησής του.
Δυστυχώς, ο Άραβας αναγκάζεται να υποβληθεί σε διορθωτική χειρουργική επέμβαση και οι γιατροί του ξανακαλούν τον Εβραίο που είναι εξαιρετικά πρόθυμος να δώσει και πάλι αίμα, καθώς πιστεύει ότι θα πάρει κι άλλα δώρα από τον Άραβα.
Μετά το δεύτερο χειρουργείο, ο Άραβας στέλνει στον Εβραίο μια ευχαριστήρια κάρτα κι ένα κουτί γλυκά Άλμοντ Ρόκα. Ο Εβραίος σοκάρεται βλέποντας ότι, αυτή τη φορά, ο Άραβας δεν εκτίμησε την ευγενική του χειρονομία όπως είχε κάνει την πρώτη φορά. Τηλεφωνεί λοιπόν στον Άραβα και τον ρωτά για ποιο λόγο εξέφρασε την εκτίμησή του μ’ έναν όχι και τόσο γενναιόδωρο τρόπο.
Ο Άραβας απαντά: Ya Habibi! (Αγαπητέ φίλε), πρέπει να θυμάσαι, ότι τώρα έχω…εβραϊκό αίμα!
Ένας Εβραίος πηγαίνει σε μια τράπεζα στο Μανχάταν και ζητά να δει τον υπεύθυνο για τα δάνεια. Εξηγεί ότι θα πάει στην Ευρώπη για δουλειές και χρειάζεται 2.000 δολάρια.
Ο υπεύθυνος λέει:
- «Χρειαζόμαστε κάποια εγγύηση για να σάς δώσουμε ένα τέτοιο ποσό».
Ο Εβραίος τού δίνει τότε τα κλειδιά της Ρολς Ρόις που ήταν παρκαρισμένη έξω από την τράπεζα. Η τράπεζα ελέγχει τα στοιχεία και όλα είναι εντάξει. Ο υπεύθυνος δέχεται το αυτοκίνητο σαν εγγύηση για το δάνειο. Ένας υπάλληλος πηγαίνει τη Ρολς Ρόις στον υπόγειο χώρο στάθμευσης τής τράπεζας και την παρκάρει εκεί.
Όταν ο άντρας φεύγει, μετά από λίγο η τράπεζα διαπιστώνει ότι ο πελάτης της είναι εκατομμυριούχος. Όταν επιστρέφει μετά από κάμποσες εβδομάδες, εξοφλεί το δάνειο και πληρώνει τον τόκο που είναι 5,41 δολάρια.
Ο υπεύθυνος για τα δάνεια ρωτά τότε με απορία:
- «Γιατί δανειστήκατε 2.000 δολάρια; Αφού είστε πολύ πλούσιος».
Και τότε ο Εβραίος απαντά:
- «Για το πάρκιγκ. Πού αλλού μπορεί κανείς να παρκάρει στο Μανχάταν για δύο εβδομάδες, με 5,41 δολάρια;».
Η τσατσά άνοιξε την πόρτα τού οίκου ανοχής και αντίκρισε ένα ηλικιωμένο Εβραίο. Τα ρούχα του ήταν ατημέλητα και φαινόταν πεινασμένος και ταλαιπωρημένος.
- Μπορώ να σας βοηθήσω; ρώτησε η τσατσά.
- Θέλω την Νατάσα, αποκρίθηκε το χουφταλάκι.
- Καλέ μου κύριε, η Νατάσα είναι το πιο ακριβό μας κορίτσι. Να προτείνω κάποια άλλη;
- Όχι, πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθώ με την Νατάσα.
Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε η Νατάσα και τού ανακοίνωσε ότι χρεώνει 1.000 ευρώ την βίζιτα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο γέρος έβγαλε από την τσέπη του δέκα κολλαριστά χαρτονομίσματα των 100 ευρώ. Πήγαν λοιπόν στο δωμάτιο για μια ώρα, και στη συνέχεια ο μπάρμπας αποχώρησε ήρεμα.
Το επόμενο βράδυ το χούφταλο επέστρεψε για την Νατάσα. Η Νατάσα τού είπε ότι κανείς δεν έχει πάει μαζί της δύο βραδιές στη σειρά και τού διευκρίνισε ότι δεν δέχεται εκπτώσεις, η ταρίφα παραμένει 1.000 ευρώ.
Ο γέρος τής έδωσε τα χρήματα και αποσύρθηκαν στο ιδιαίτερο δωμάτιο και…σε μια ώρα αποχώρησε ήρεμα. Κανείς δεν πίστεψε τα μάτια του όταν ο γέρος εμφανίστηκε για τρίτη συναπτή βραδιά. Τής παρέδωσε και πάλι 1.000 ευρώ και πήγαν στο δωμάτιο για τα σχετικά.
Στο τέλος τής επίσκεψης, η Νατάσα έπιασε κουβέντα με τον γέρο:
- Κανείς δεν με έχει επισκεφθεί για τρεις συνεχόμενες βραδιές… Αλήθεια, από πού είσαι;
- Από το Κίεβο.
- Σοβαρά; Η αδελφή μου η Όλγα μένει στο Κίεβο.
- Το ξέρω, είπε ο Εβραίος. Μού έδωσε 3.000 ευρώ να σού δώσω…

Γερμανία, χειμώνας, πολύ χιόνι κι ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους, που αποφάσισαν να επισκεφθούν μετά από πολλά χρόνια, τούς τόπους όπου χιλιάδες συμπατριώτες τους, τον καιρό τού πολέμου, έχασαν την ζωή τους σε κάποιο από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων.
Καθώς οδεύουν σ΄ένα από αυτά, το λεωφορείο μένει από πετρέλαιο. Τι να κάνουν, τι να κάνουν -ερημιά και το χιόνι πολύ-, αποφασίζει ο οδηγός τους που ήταν Γερμανός, να πάει να ζητήσει βοήθεια. Ξεκινάει λοιπόν να ψάχνει. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και αφού περιπλανήθηκε αρκετά φτάνει κατάκοπος σε μία καλύβα κάπου μέσα στο δάσος. Χτυπάει λοιπόν την πόρτα, τίποτα. Ξαναχτυπάει και μετά από ένα λεπτό του ανοίγει μία γριούλα.
- Τι θες παιδάκι μου εδώ με τέτοιο καιρό;
- Ρε γιαγιούλα, έχω ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους και έμεινα από καύσιμα. Μήπως μπορείς να τους βολέψεις πουθενά;
- Αχ, παιδάκι μου, που να τους βολέψω; Ένα φουρνάκι τόσο δα έχω!
Ήμαστε μέσα στο τρένο. Ένας Εβραίος κάθεται απέναντι από έναν Γερμανό και τρώει σιγά σιγά μια ρέγκα. Ο Γερμανός, περίμενε κάμποση ωρα, αλλά στο τέλος δεν άντεξε. Έπρεπε να τον ρωτήσει.
- Θα ήθελα να ξέρω πως εσείς οι Εβραίοι είστε τόσο έξυπνοι. Πώς συμβαίνει αυτό;
- Είναι απλό, του λέει ο Εβραίος. Τρώμε το κεφάλι της ρέγκας. Έτσι γινόμαστε έξυπνοι.
- Σοβαρά; λέει ο Γερμανός. Θα μπορούσες να μου δώσεις το κεφάλι αυτής της ρέγκας;
- Φυσικά και μπορώ, αλλά θα πρέπει να το αγοράσεις.
- Καλά, του λέει ο Γερμανός. Πόσο κάνει;
- Το κεφάλι της ρέγκας αυτής, κάνει μόνο 20 δρχ. ( Όλη η ρέγκα κόστιζε 30 δραχμές )
Αρχίζει να την τρώει λοιπόν ο Γερμανός, και ξαφνικά τον ρωτάει τον
Εβραίο:
- Καλά, δεν καταλαβαίνω, αφού όλη η ρέγκα κοστίζει περίπου 30 δραχμές, γιατί μου πούλησες το κεφάλι με 20 δραχμές;
- Είδες; Ακόμα δεν το έφαγες και άρχισες να ξυπνάς, του λέει ο Εβραίος.