Ανέκδοτα με Εβραίους, Ανέκδοτα για Εβραίους
Ήταν ένας πάμπλουτος Εβραίος που είχε 3 γιους .
Όταν κάποτε αρρώστησε βαριά , και ένοιωσε ότι πλησίαζε το τέλος του , κάλεσε τα παιδιά του στο κρεβάτι του και τους είπε .
- Παιδιά μου , νοιώθω ότι θα σας αφήσω χρόνους , να έχετε την ευχή μου . Αλλά όταν πεθάνω , σας παρακαλώ να μου βάλετε μερικά χρήματα στο φέρετρο , εκεί που θα πάω να έχω κι εγώ λεφτά για τις ανάγκες μου .
Πεθαίνει λοιπόν, και στη κηδεία του στέκονται οι οικείοι του μπροστά στο φέρετρο . Σκύβει η μητέρα στον πρώτο γιο και του λέει Θυμάσαι που ο πατέρας σου σας ζήτησε κάτι πριν πεθάνει ;
Βγάζει ο Ισαάκ ένα εκατομμύριο από την τσέπη του και το ρίχνει στο φέρετρο . Το βλέπει ο Ιακώβ , βγάζει και αυτός ένα εκατομμύριο από την τσέπη του και το ρίχνει στο φέρετρο .
Τι να κάνει ο τρίτος γιος ο Μωυσής , βγάζει το μπλοκ των επιταγών , κόβει μια επιταγή 3 εκατομμυρίων , σκύβει , τη ρίχνει στο φέρετρο και παίρνει πίσω τα δύο εκατομμύρια , λέγοντας.
- Καλοφάγωτα πατέρα τα λεφτά εκεί που θα πάς ...
Ο πατέρας Εβραίος είναι ετοιμοθάνατος.
Γύρω από το κρεβάτι του πόνου είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια του. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο. Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου.
Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ;
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ;
Ιουδίθ: (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου.
Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ:
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα.
Πατέρας (γεμάτος αγωνία): ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ;