Είναι σε ένα μπαρ και τα πίνουν δύο πειρατές, ο Μαύρος Πειρατής και ο Κόκκινος Πειρατής.
Ο Μαύρος Πειρατής είναι πιο μεγάλος στην ηλικία και έχει ξύλινο πόδι, γάντζο στο χέρι, και του λείπει και το ένα μάτι.
- Τί συνέβη; ρωτάει ο Κόκκινος Πειρατής εκεί που πίνουνε στην ταβέρνα. Πες μου πώς απέκτησες το ξύλινο πόδι...
- Α, αυτό συνέβη παλιά. Μία μέρα γλίστρησα από το καράβι και έπεσα στην θάλασσα. Οι άλλοι πειρατές με τράβηξαν πάνω, αλλά ένας καρχαρίας προτίμησε για δείπνο το πόδι μου, και έτσι, καταλαβαίνεις, έβαλα το ξύλινο πόδι.
- Α, φοβερό, λέει ο Κόκκινος Πειρατής. Και ο γάντζος στο χέρι;
- Σε μια μάχη, εκεί που παλεύαμε μου κόβει ο αντίπαλος το χέρι με το σπαθί και έτσι κατέληξα να φοράω γάντζο.
- Ωχ... Και το μάτι σου; Γιατί φοράς το μαύρο πανί;
- Αστο καλύτερα, απαντά ο Μαύρος Πειρατής.
- Έλα, πες μου! Έχω αγωνία!
- Καλά, απαντά ο Μαύρος Πειρατής. Ήμουν στην θαλασσα και μπήκε λίγη άμμος στο μάτι μου...
- Τι;! Και έχασες όλο το μάτι από λίγη άμμο; Είναι δυνατόν;!
- Ε, όχι, αλλά ήταν η πρώτη μέρα που έβαλα τον γάντζο...
Ήταν μια φορά, κάτι πειρατές, αυτοί (όπως όλοι οι πειρατές) μετά από κάθε πειρατεία το γλένταγαν. Εκεί που ήταν όλοι σκνίπα, αρχίζει ο τραυλός (αυτόν είχαν πάνω στο κατάρτι) να φωνάζει «κα κα κα κα κ α!» άστα να πάνε μέχρι να πει καράβι, έρχεται πάνω τους ένα και τους βυθίζει.
Μετά από κάτι χρόνια, το ίδιο σκηνικό, καινούργιο καράβι πάλι ο τραυλός στο κατάρτι, πάλι στο γλέντι αρχίζει να φωνάζει, «κα κα κα κ α κα!». Μέχρι να πει καράβι, βρεθήκανε στον πάτο πάλι. Κάτι χρόνια μετά, πάλι το ίδιο σκηνικό, άλλο καράβι ! πάλι ο τραυλός στο κατάρτι αρχίζει, «κα κα κ α κα κα». Πετάγεται ο καπετάνιος, πάνω στην σούρα του Μα…κες όλοι στην θάλασσα έρχεται καράβι πάνω μας! Τρέχουν όλοι πανικόβλητοι και βουτάνε στη θάλασσα ( σου λένε ας γλιτώσουμε εμείς, ποιος σκέπτεται το καράβι) και τότε ακούνε τον τραυλό να λέει «κα κα κα κα καρχαρίες ρε μα…. Κεεεες!