Είναι 4 νεαροί μουσικοί που νοίκιασαν ένα διαμέρισμα.
Αρχίζουν λοιπόν το πρώτο βράδυ να παίζουν μουσική, στο διπλανό διαμέρισμά
Μένει ένας παππούς, εκνευρισμένος με τη φασαρία που γίνετε τρέχει και κουδουνάει στην πόρτα τους, τους ρωτάει τι συμβαίνει.
Αυτοί του λένε ότι αύριο έχουν να δώσουν μια συναυλία και πως είναι η τελευταία τους πρόβα έτσι και τα καταφέρουν θα σκίσουν.
Το ίδιο σκηνικό γίνετε για πολλά βράδια, αλλά δυστυχώς ο παππούς στο ερώτημα του κάθε φορά έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση.
Κάποτε ο παππούς σταμάτησε να τους χτυπά την πόρτα και να ρωτά τα ίδια και τα ίδια.
Οι νεαροί όμως που συνήθισαν την παρουσία του τόσες μέρες ανησύχησαν οπότε πάνε στο διαμέρισμά του να δουν μήπως και έπαθε κάτι.
Βρίσκουν την πόρτα ανοιχτή και περνούν μέσα, τα φώτα όλα κλειστά, αριστερά, δεξιά ψάχνουν κανένας, στο βάθος βλέπουν το φως από το μπάνιο
Αναμμένο, ανοίγουν την πόρτα και έκπληκτοι βλέπουν το γέρο αραχτό με τα δυο του χέρια να την παίζει.
Ο ένας από αυτούς τον ρωτά: Παππού τι κανείς εδώ;
Νααα μια τελευταία πρόβα, έτσι και μου σηκωθεί έρχομαι να σας γαμ... Ω όλους!
Ένας βιολιστής πετούσε με το ιδιωτικό του τζετ όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε βλάβη κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σκάφος με αλεξίπτωτο, προλαβαίνοντας μόνο να πάρει μαζί του πέφτοντας το βιολί του.
Τελικά έπεσε στο ξέφωτο μιας ζούγκλας κι εκεί που στεκόταν και σκεφτόταν τι να κάνει βλέπει στην άκρη του ξέφωτου ένα λιοντάρι. Το λιοντάρι τον βλέπει κι αυτό και βρυχώμενο αρχίζει να ορμά προς το μέρος του. Ο βιολιστής, συναισθανόμενος το τέλος του, βγάζει το βιολί του κι αρχίζει να παίζει μια λυπητερή μελωδία. Το λιοντάρι συνεχίζει να ουρλιάζει και να επιτίθεται κι ο βιολιστής παίζει. Τον πλησιάζει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και ξαφνικά σταματάει μπροστά του, μαγεμένο απ τη μουσική, κι ακούει. Μετά από λίγο ένα δεύτερο λιοντάρι εμφανίζεται στην άκρη του ξέφωτου. Βρυχάται κι αρχίζει σαν αστραπή να ορμά. Πλησιάζει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και σταματάει κι αυτό, μαγεμένο, κι ακούει το βιολιστή. Μετά από λίγο ένα τρίτο λιοντάρι κάνει την εμφάνισή του και βρυχάται κι επιτίθεται κι αυτό. Φτάνει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και τελικά πέφτει πάνω στο βιολιστή και τον κατασπαράζει. Τότε γυρνάει το πρώτο λιοντάρι και λέει στο δεύτερο:
- Πάλι την έκανε τη μαλακία του ο κουφός!
Ο Τζο ο Καουμπόυ για να πάει στο Φορτ-Γουόρθ έπρεπε να περάσει την έρημο της Νεβάδα.
Πήρε νέο άλογο, πολλές προμήθειες, έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Στον δρόμο όμως του την πέφτουν ληστές και του παίρνουν τα πάντα. Μετά από μέρες μισοπεθαμένοι, αυτός και το άλογό του, έσερναν τα βήματά τους στην άμμο, όταν κάτι γυάλισε στα 2 μέτρα. Πλησιάζει, το πιάνει... Ένα μισοσκουριασμένο σπαθί από τον εμφύλιο.
Το μαζεύει καθώς δεν είχε άλλο όπλο, και άρχισε να το χρησιμοποιεί σαν μπαστουνι. Στο άλογο του δεν ανέβαινε, γιατί και αυτό τα χάλια του είχε.
Την άλλη μέρα η τύχη του χαμογέλασε. Κάτι κινήθηκε μπροστά του. Ένα φίδι!
Τραβάει το σπαθι και μένει κόκκαλο.
- Μην με σκοτώσεις, λέει το φίδι. Είμαι μάγος και αν με αφήσεις να ζήσω θα σου πραγματοποιήσω 3 ευχές.
- Ωραία. Πρώτον, θέλω εγώ και το άλογό μου να είμαστε οι πιο ωραίοι, χορτάτοι και δυνατοί στην γη.
Την ίδια στιγμή, παφ, καπνός και ο Τζο έγινε 2 μέτρα ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, και το άλογο του τεράστιο και πανέμορφο.
- Δεύτερον θέλω πλούτη, πολλά πλούτη.
Πάφ, καπνός και εμφανίζεται ένα κάρο φορτωμένο με χρυσάφι και διαμάντια.
- Και τρίτον, θέλω να αποκτήσω το πράγμα του αλόγου μου.
- Είσαι σίγουρος, ρωτάει ο μάγος.
- Ναι ρε, έχεις αντίρρηση; λέει ο Τζο κουνώντας με νόημα το σπαθί του.
- Ότι πεις. Εσύ είσαι το αφεντικό, λέει το φίδι, το κάνει και εξαφανίζεται.
Δένει ο Τζο το κάρο στο άλογο, ανεβαίνει και αυτός και ξεκινάνε για την πόλη.
Φτάνοντας στην πόλη, μπαίνει στο πρώτο σαλούν και σταματούν τα πάντα. Μουσική, κουβέντες ακόμα και ανάσες!
Πιάνει τον μπάρμαν από τον γιακά και του λέει:
- Κέρνα τους όλους, και στείλε στο καλύτερο δωμάτιο 6 γκόμενες, και μια κάσα σαμπάνιες.
Ανεβαίνει πάνω, ανοίγει τις πόρτες με κλωτσιές, διαλέγει το καλύτερο δωμάτιο.
Έρχονται οι γκόμενες, και ο Τζο χαμογελάει.
Αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισο, αποκαλύπτοντας θώρακα και κοιλιακούς. Αναστενάζουν οι γκόμενες.
Βγάζει παντελόνι και φανελάκι, κοντεύουν να λιποθυμήσουν οι γκόμενες από την έξαψη.
Βγάζει το μποξεράκι... Τρελά γέλια από το βάθος του δωματίου.
"Ρε γαμώτο, τί έγινε τώρα; Οι γκόμενες κοντεύαν να λιποθυμήσουν, τί συνέβη;"
Κοιτά κάτω.
- ΌΧΙ, ρε γαμώτο! Ξέχασα ο μαλάκας ότι το άλογο μου ήταν φοράδα!
Ήτανε ένας άνδρας με μία κιθάρα μέσα στο τρένο, και τραγούδαγε συνέχεια:
- "Θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω..."
Είχε σπάσει τα νεύρα όλων. Κάνανε παράπονα. Ήρθε ο ελεκτής και του λέει:
- Αν δεν σταματήσεις αμέσως θα πετάξω έξω την βαλίτσα σου!
Ο άντρας όμως με την κιθάρα συνέχιζε να τραγουδάει...
- "Θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω..."
Καταλαβαίνει ο ελεκτής ότι ο άνθρωπος δεν του έδινε σημασία, παίρνει την βαλίτσα του και την πετάει από το παράθυρο.
Ο άνδρας συνεχίζει το τραγούδι, απλά αλλάζει τους στίχους:
- "Δεν ήτανε δικιά μου, δεν ήτανε δικιά μου..."
Ο ελεκτής τον προειδοποιεί ότι αν συνεχίσει να τραγουδά, θα τον πετάξει και αυτόν έξω από το τρένο!
Αυτός όμως τον χαβά του, συνεχίζει:
- "Δεν ήτανε δικιά μου, δεν ήτανε δικιά μου..."
Ο ελεκτής δεν μπορεί να κρατήσει άλλο τα νεύρα του, σταματάει το τρένο και τον πετάει έξω!
Και τότε ξανακούει τον άνδρα να τραγουδάει:
- "Εδώ είναι το χωριό μου, εδώ είναι το χωριό μου..."