Ήταν 4 φίλοι, που πήγαιναν για κυνήγι, για πολλά χρόνια.
Φέτος, δύο μέρες πριν αναχωρήσουν, η γυναίκα του ενός, του Γιάννη, πατάει πόδι και του λέει ότι:
"Δεν θα πάς!"
Οι άλλοι τρεις θύμωσαν, απογοητεύτηκαν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα.
Σε δύο μέρες, που έφθασαν στον προορισμό τους, βλέπουν τον Γιάννη (!) να έχει στήσει σκηνή, είχε μαζέψει ξύλα και ανάψει φωτιά, και είχε έτοιμο και το φαγητό !
- Καλά ρε φίλε, του λέει ο Κώστας, πόση ώρα είσαι εδώ?
- Για να σας πω την αλήθεια, λέει ο Γιάννης, ήρθα χθες το βραδάκι.
- Και πως έγινε αυτό; του λένε.
- Να, χθες το απογευματάκι, καθόμουν στην πολυθρόνα και έβλεπα τηλεόραση, όταν ήρθε η γυναίκα μου από πίσω, μου κάλυψε τα μάτια με τα χέρια της και με ρώτησε:
- "Μάντεψε, ποιος είναι;"
Της τράβηξα τα χέρια και φορούσε ένα ολοκαίνουριο σέξι νεγκλιζέ!. Με τράβηξε στο υπνοδωμάτιο, το οποίο είχε στολίσει με ροδοπέταλα και είχε ανάψει κεριά! Στο κρεβάτι, είχε χειροπέδες και σχοινιά. Μου είπε να την δέσω στο κρεβάτι, και όταν το έκανα μου είπε:
- Κάνε ότι γουστάρεις!
Να ‘μαι κι εγώ εδώ! Ήρθα!
Tαξίδευε κάποιος με το αυτοκίνητό του από την Αθήνα πρός τη Θεσσαλονίκη.
Κάπου στο ύψος της Μαλακάσας, του πετάγεται ένας τύπος ντυμένος από την κορυφή ως τα νύχια στα κόκκινα και του κάνει νόημα να σταματήσει.
Μόλις σταματάει, πλησιάζει στο παράθυρο και του λέει:
- Γειά σου φίλε, είμαι ο μαλάκας με τα κόκκινα και πεινάω. Εχεις τίποτα φαγώσιμο;
Παραξενεύεται ο άνθρωπος με το παρανοϊκό της όλης φάσης, αλλά τον λυπάται και του δίνει ένα σάντουιτς που είχε μαζί του.
Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, εκεί κοντά στις στροφές της Μαλαισίνας, του πετάγεται και τον σταματάει ένας άλλος παρόμοιος τύπος ντυμένος όλος στα πράσινα. Σκύβει κι αυτός στο παράθυρο και του λέει:
- Φίλε μου, γειά σου. Εγώ είμαι ο μαλάκας με τα πράσινα και πεθαίνω της δίψας. Δώσε μου κάτι να πιώ σε παρακαλώ.
Τι να κάνει ο οδηγός...
Σκέφτεται:
"Θα δραπέτευσε καμμιά φουρνιά τρελών από το Δαφνί"... αλλά είναι και πονόψυχος και του δίνει μια Coca - Cola που είχε στο αμάξι.
Δεν προλαβαίνει να φτάσει στα Καμμένα Βούρλα και εκεί στον Αγιο Κωνσταντίνο, νά σου κι ένας άλλος ανάλογος τύπος ντυμένος στα μπλέ. Το έχει συνηθίσει πια το παρανοϊκό σκηνικό ο ήρωάς μας, οπότε μόλις ο μπλέ μαρέν άνθρωπος πλησιάζει στο παράθυρο, του λέει βιαστικά:
- Ξέρω, ξέρω εσύ είσαι ο μαλάκας με τα μπλέ. Λέγε τι θέλεις.
- Αδεια και διπλωμα !
Ένα ζευγάρι, ήταν νιόπαντρο, μόλις δύο εβδομάδων. Ο σύζυγος, αν και πολύ ερωτευμένος, ανυπομονούσε να πάει στην πόλη και να διασκεδάσει με τους παλιούς του φίλους, και λέει στη νέα γυναίκα του:
- "Γλύκα, θα γυρίσω αμέσως."
- "Που πας λουκουμάκι μου;", ρώτησε η γυναίκα του.
- "Πάω σε ένα μπαρ, κούκλα μου για μια μπύρα."
Τότε η γυναίκα του, του λέει:
- "Θέλεις μπύρα αγάπη μου;"
Πάει στο ψυγείο, ανοίγει την πόρτα, και του δείχνει 25 διαφορετικά είδη μπύρας, από 12 διαφορετικές χώρες Γερμανία, Ολλανδία, Ιαπωνία, Ινδία, κ. Λ. Π. Ο σύζυγος δεν ξέρει τι να κάνει, και το μόνο πράγμα που μπορεί να σκεφτεί είναι:
- "Ναι, τρελιάρα μου αλλά το μπαρ, ξέρεις, έχει το παγωμένο ποτήρι."
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του, όταν η γυναίκα του τον διακόπτει, και του λέει:
- "Θέλεις παγωμένο ποτήρι, γλυκούλη μου;"
Πάει στην κατάψυξη και βγάζει ένα τεράστιο ποτήρι μπύρας, τόσο παγωμένο που κρύωνε που το κρατούσε.
Ο σύζυγος, έδειχνε λιγάκι χλωμός, και λέει:
- "Αγαπούλα μου, στο μπαρ όμως έχουν αυτά τα ορεκτικά, που είναι αληθινά νοστιμότατα. Δε θα αργήσω. Θα γυρίσω αμέσως. Στο υπόσχομαι. Εντάξει;"
- "Θέλεις ορεκτικά τσακπινογαργαλιάρη μου;" λέει η γυναίκα.
Ανοίγει τον φούρνο, και βγάζει έξω 15 πιάτα διαφορετικών ορεκτικών φτερούγες κοτόπουλου, χοιρινό κρέας, κ. Λ. Π.
- "Μα γλυκό μου αγριομανουλομάνουλο, στο μπαρ φωνάζουν, άσχημα λόγια και τέτοια..."
- "Θέλεις άσχημα λόγια μελομακάρονό μου; Ορίστε πιες τη γαμημένη μπύρα σου και φάε τα γαμημένα σνακς σου, γιατί δεν πρόκειται να πας πουθενά το `πιασες μαλάκα."
Για το μοναστήρι και μη έχοντας άλλη επιλογή κάνει ωτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Για το μοναστήρι, αδελφή, έμπα να σε πάω, με βγάζει ο δρόμος μου.
Μπαίνει, λοιπόν και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, ωραία ντυμένη, με ακριβά
Κοσμήματα και όλα τα συναφή. Περίεργη καθώς ήταν η καλόγρια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς μου, υποθέτω ότι αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε θα σας
Κόστισε ακριβούτσικα.
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια βουβάθηκε και κάνει να γυρίσει από την άλλη και να σου βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, θα σας κόστισε, φαντάζομαι.
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Ενώ είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά, έφθασαν στο μοναστήρι. Πριν κατέβει, η καλόγρια κάνει άλλη μια ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με άλλη μια φορά για την αδιακρισία μου αλλά θα είχα την περιέργεια να μάθω αν αυτή η Mercedes σας κόστισε πολύ;
- Μπα, ίσα-ίσα μια εβδομάδα ερωτικών βραδιών.
Η καλόγρια ευχαρίστησε την ευγενική κοπέλα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και πάει και κλείνεται στο κελί της.
Κάποια στιγμή ακούει να της χτυπάν την πόρτα.
- Ποιος είναι;
- Ανοιξε , αδελφή Μαρία, ο πατήρ Ευάγγελος είμαι.
Και απαντάει η καλόγρια:
- Πατήρ Ευάγγελε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου με γεύση μέντας;