Μεταξόπουλος:
- Περικλή, ο κόσμος έδωσε ένα ευρώ για να σε κρατήσει στο παιχνίδι... Περικλης:
- Ένα ευρώ συν ΦΠΑ... Τα τσέπωσε δηλαδή και το κράτος από εμένα... Μεταξόπουλος:
- Να ακούς τις συμβουλές μου. Περικλης:
- Το ξέρω ότι πρέπει να ακούω τις συμβουλές σου! Είσαι 43 χρονών… Μεταξόπουλος:
- Περικλή τι κάνεις εκεί...; Καις τις τρίχες σου; Περικλης:
- Όχι, καίω μία πληγή που έχω, όπως έκανε ο Σταλόνε σε μία ταινία... Μήπως έχετε Μπέπανθέν μαζί σας...; Τσολάκης:
- Δεν το λες με κλάμα. Δεν είσαι ερωτευμένος; Περι:
- Όχι. Τσ:
- Να ερωτευθείς τότε. Περι:
- Ωραία, φέρτε μου μια γυναίκα να την ερωτευθώ τάκα-τάκα, σε 2 μέρες να με παρατήσει...
- Για το καλό της μουσικής πάντοτε!Στην Μενεγάκη, όταν τους ρωτούσε στο live της πρωτοχρονιάς ποιον θέλουν να κρίνουν. Περι:
- Τον Μουρατίδη Μενεγακη:
- Γιατι Περικλή; Περι:
- Γιατι είναι ο πιο χάλιας. Στο δωμάτιο επικοινωνίας σχολιάζει το τραγούδι που του δόθηκε. "Αυτό το τραγούδι είναι Περικλής... Μου αρέσουν οι στίχοι... Και η μελωδία καλή είναι, αλλά οι στίχοι είναι αλφάδια!Όταν του δίνει ο Τσολάκης το δώρο του, ένα εσώρουχο ( ο Θεός να το κάνει δηλαδή), ο Πέρι τον ευχαριστεί με ένα φιλί και φεύγει λέγοντας:
- Ωραία, γιατί δεν είχα φέρει και πολλά βρακιά... Στο μάθημα της Μάρας:Μάρα:
- Τι θα πει από στρείδι μύδι;Περικλής:
- Ότι έτρωγαν πολλά θαλασσινά! Mεταξο:
- Και όλος ο κόσμος θα πετάει ρύζι. Πέρι:
- Τι ρύζι; parboil ή νυχάκι;Αναστασία:
- Περικλή γιατί δεν πας για ύπνο;Πέρι:
- Περιμένω να μου κατέβει κατούρημα... Νάνσυ στον Πέρι(προσπαθώντας να τον πείσει να σηκωθεί από το κρεβάτι για να κάνουν πρόβα το χορευτικό):
- Περικλάκο μου, είμαι πολύ στεναχωρημένη.- (με φυσικότητα): Γιατί; Επειδή είσαι ξανθιά;Στο μάθημα Μεταξό, η Αναστασία με δήθεν παράπονο:
- Κύριε Μεταξό, ο Πέρη μας λέει γλάστρες και έπιπλα... Μετά από λίγο ο Πέρι:
- Η Νάνσυ είναι έπιπλο, αλλά βερνικωμένο... Αφροδίτη:
- Δεν έβλεπα Φέιμ καθόλου!Περικλής:
- Γιατί; Που ήσουν; Στο Τύρναβο;Αφροδίτη:
- Όχι, στο L. Α. Περικλής:
- Ε και;... Καλύτερα είναι εκεί;Και το τελευταίο:
"Την μάνα μου την ξέρω πολλά χρόνια!"
Ένας τύπος μπαίνει σε ένα πιάνο-μπαρ και παραγγέλνει ένα ουίσκυ.
Ενώ το πίνει ήσυχος, εντελώς ξαφνικά εμφανίζεται μια μαϊμού, ανεβαίνει στην μπάρα, βουτάει τα παπάρια της στο ουίσκυ του και εξαφανίζεται.
Έκπληκτος ο τύπος ρωτάει τον διπλανό του αν είδε την σκηνή αυτή και εκείνος του απαντά:
- Αυτή είναι η μαϊμού του πιανίστα. Την φέρνει καμμιά φορά εδώ...
- Καλά, πρέπει σώνει και καλά να την κουβαλάει μαζί του την κωλο-μαϊμού; Τι σίχαμα!, απαντάει ο πρώτος θυμωμένος.
Ο δεύτερος, συμμεριζόμενος τα νεύρα του πρώτου, του λέει:
- Εγώ στη θέση σου θα πήγαινα στον πιανίστα και θα του ζητούσα τον λόγο!
Οπότε ο πρώτος, ακολουθώντας τα λόγια του δεύτερου, πηγαίνει στον πιανίστα και του λέει:
- Η μαϊμού σου βούτηξε τα παπάρια της στο ουίσκυ μου. Και συμπληρώνει: Το ξέρεις;
Οπότε παίρνει την εξής απάντηση από τον πιανίστα:
- Δεν το ξέρω το συγκεκριμένο, αλλά αν μου το τραγουδίσεις λίγο μπορώ να το παίξω!
Είναι ένας τύπος, εντελώς μαμάκιας, κολλημένος δηλαδή με τη μάνα του... Και κάποια στιγμή αποφασίζει να παντρευτεί.
Η γυναίκα του, του μαγειρεύει, και όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο και δοκιμάζει το φαγητό λέει:
- Καλό το φαγητό που μαγείρεψες, γυναίκα, αλλά της μαμάς είναι καλύτερο!
Η γυναίκα του σιδερώνει αλλά όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο λέει:
- Καλά σιδερώνεις, γυναίκα, αλλά η μαμά μου τα ρούχα τα κολλάριζε!
Η γυναίκα του συγυρίζει το σπίτι αλλά όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο λέει:
- Ωραία έχεις τακτοποιήσει το σπίτι, αλλά η μαμά μου όταν συγύριζε το διακοσμούσε κιόλας...!
Τα παίρνει κι η γυναίκα του μια μέρα, και πάει σε ένα μαγαζί και αγοράζει κάτι σέξι μαύρα εσώρουχα, ζαρτιέρες, στριγκ κ. Λ. Π. Σκέφτεται, θα τα φορέσω, θα ανάψω κεριά, θα βάλω απαλή μουσική και θα τον περιμένω. Τι στο καλό, θα την ξεχάσει τουλάχιστον για απόψε τη μάνα του...
Με το που γυρίζει ο τύπος από το γραφείο βλέπει τα φώτα στο σπίτι κλειστά, και τη γυναίκα του με τα μαύρα εσώρουχα και τρελαίνεται...
- Γιατί φοράς μαύρα; Έπαθε τίποτα η μάνα μου;!
Μια φορά ένας γερός αποφάσισε να νοικιάσει το ισόγειο της μονοκατοικίας που έμενε.
Στην αγγελία που έβαλε, απάντησε ένα μουσικό συγκρότημα χέβυ μέταλ και έτσι έπιασαν το σπίτι.
Ένα βράδυ, ο γέρος ξύπνησε από δυνατή μουσική και φωνές, και κατέβηκε κάτω για να δει τι γίνετε.
- Σιγά ρε παιδιά κάντε ησυχία να κοιμηθούμε λέει ο γερός.
- Μια τελευταία πρόβα κάνουμε, αύριο δίνουμε συναυλία, είπαν αυτοί, και ο γέρος έφυγε.
Την επόμενη μέρα και πάλι τα ίδια, η δυνατή μουσική και ο γέρος ξανακατεβαίνει κάτω, τους φωνάζει πάλι, και αυτοί πάλι του λένε:
- Μια τελευταία πρόβα κάνουμε ,αύριο δίνουμε συναυλία.
Μετά από δύο μέρες και πάλι το ίδιο με τους χεβιμεταλάδες να δίνουν ρέστα και τον γέρο να κατεβαίνει και πάλι να τους λέει να σταματήσουν και να ακούει από αυτούς το ίδιο:
- Αυτή είναι η τελευταία μας πρόβα αύριο δίνουμε συναυλία.
Την επόμενη μέρα ξανά το ίδιο, με τη μουσική στο τέρμα και το σπίτι να κουνιέται ολόκληρο, ο γέρος όμως άφαντος!
- Ρε λες και να έπαθε τίποτα ο γέρος; είπε ο ένας, και αποφάσισαν να ανέβουν πάνω για να δουν μήπως έπαθε κάτι. Μόλις μπήκαν μέσα είδαν το γέρο να τραβάει μαλακία.
- Κύριε Κώστα τι κάνετε εκεί; ρωτάει ο ένας. Και ο γέρος απαντάει:
- Τελευταία πρόβα αύριο σας γάμησα!.
Ο Τοτός κάνει πάρτυ στο σπίτι του για τα γενέθλια του. Η μητέρα του είναι στην κουζίνα και ετοιμάζει λιχουδιές για τα παιδιά. Εκείνη την ώρα έρχεται ο πατέρας του Τοτού από τη δουλειά και λέει στη γυναίκα του.
- Γυναίκα έχω ορμές και θέλω να κάνουμε έρωτα τώρα αμέσως.
- Μα αντρούλη, έχουμε πάρτυ, καλεσμένους και θα γίνουμε ρεζίλι.
- Δεν αντέχω ούτε λεπτό και πρέπει να κάνουμε κάτι για να τα βολέψουμε.
- Δηλαδή σαν τι;
- Να, εσύ θα κοπείς λίγο με το μαχαίρι, θα σπάσουμε και ένα πιάτο και θα πούμε ότι έσπασε ένα πιάτο και κόπηκες όταν μάζευες τα σπασμένα και ότι θα πάμε πάνω για να στο δέσω.
Πράγματι κόβεται λίγο η μητέρα του Τοτού, πετάνε και ένα πιάτο κάτω για να σπάσει. Ακούει ο Τοτός το θόρυβο και τρέχει στην κουζίνα.
- Τι έγινε;
- Τίποτα σημαντικό, απαντάει ο πατέρας του, έσπασε ένα πιάτο η μαμά σου και κόπηκε όταν τα μάζευε και θα πάμε πάνω να το δέσουμε.
- Καλά, λέει ο Τοτός και ξαναγυρίζει στους φίλους του, ενώ οι γονείς του πήγανε επάνω.
Η ώρα περνούσε, οπότε ο Τοτός ανησύχησε και πήγε επάνω να τι γίνεται. Περνώντας έξω από την κρεβατοκάμαρα των γονιών άκουσε βογκητά. Σκύβει και βλέπει τους γονείς του να κάνουν έρωτα. Αμέσως αλλάζει χρώμα και γίνεται άσπρος, κατεβαίνει με τα τέσσερα τα σκαλοπάτια, τρέχει κλείνει τη μουσική και γυρίζει προς τους φίλους του και τους λέει:
- Μην τολμήσει κανένας να σπάσει πιάτο γιατί θα τον γαμήσει ο πατέρας μου.