Το ζευγάρι κοιμάται αμέριμνο στο σπίτι, 3 η ώρα το πρωί όταν ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι. Έντρομοι πετάγονται από το κρεβάτι. Ο άντρας πάει στο θυροτηλέφωνο και ρωτάει:
- "Ποιος είναι;"
Ακούγεται μια αντρική φωνή.
- "Φίλε, κατεβαίνεις να με σπρώξεις λίγο, σε παρακαλώ;"
- "ΤΙ; ενίσταται ο άντρας, "Μας ξύπνησες νυχτιάτικα για να κατέβω να σε σπρώξω; Δεν είσαι με τα καλά σου. Άντε παράτα μας!" και... γυρίζει στο κρεβάτι του, όπου εξηγεί στη γυναίκα του τι έγινε.
Σε κανένα 10λεπτο, μόλις τους ξανάπαιρνε ο ύπνος, να σου πάλι το κουδούνι. Πετάγεται από το κρεβάτι ο τύπος, τρέχει στο θυροτηλέφωνο κι ακούει πάλι την ίδια φωνή:
- "Έλα, ρε φίλε! Κατέβα λίγο να με σπρώξεις σε παρακαλώ !"
Έξαλλος ο άντρας, του απαντάει.
- "Ρε, άμα κατέβω κάτω, θα σε κάνω μαύρο, το κατάλαβες; Εξαφανίσου, μην φωνάξω την αστυνομία!".
Γυρίζει ξανά στο κρεβάτι, οπότε του λέει η γυναίκα του:
- "Βρε αγάπη μου, ξυπνήσαμε που ξυπνήσαμε, κι όσο νά ναι άνθρωποι είμαστε ... Θα μπορούσε να συμβεί και σένα μέσα στη νύχτα να μείνεις με το αυτοκίνητο και να μην υπάρχει ψυχή να σε βοηθήσει. Άντε, κάνε ένα ψυχικό, να πάει στα κομμάτια - μπας και ησυχάσουμε..."
- "Τέλος πάντων, ας σου κάνω το χατίρι, γιατί αυτός είναι ικανός να ξαναχτυπήσει..."
Ρίχνει ένα μπουφάν πάνω από τις πυτζάμες και κατεβαίνει στον δρόμο, όπου όμως ... δεν υπάρχει ψυχή! Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, τίποτα. Βάζει μια φωνή:
- "Πού είσαι εσύ που φωνάζεις τόση ώρα να σε σπρώξω;"
Κι ακούει τη φωνή του τύπου από το παρκάκι δίπλα:
- "Εδώ, στις κούνιες !"...
Γιατί απέλυσα τη γραμματέα μου!
Προσέξτε μην σας συμβεί...
Πριν από δύο εβδομάδες ήταν τα 45α γενέθλια μου και δεν αισθανόμουν ιδιαίτερα καλά γι αυτό. Κατέβηκα να πάρω το πρωινό μου ξέροντας
Ότι η γυναίκα μου θα μου έφτιαχνε το κέφι με τις ευχές της και ίσως και με κάποιο δώρο.
Όχι μόνο δεν μου ευχήθηκε, δεν είπε ούτε "καλημέρα"! "Καλά να πάθεις, που θελες και παντρειές", σκέφτηκα. Παρηγορήθηκα όμως γιατί φανταζόμουνα ότι τα παιδιά θα το θυμόντουσαν. Τα παιδιά όμως κατέβηκαν για πρωινό και δεν είπαν λέξη.
Όταν έφτασα στο γραφείο, ήμουν τελείως πεσμένος και απογοητευμένος.
Καθώς έμπαινα, η γραμματέας μου η Τζάνετ μου είπε, "Καλημέρα κύριε διευθυντά, Ευτυχισμένα Γενέθλια." Αισθάνθηκα καλύτερα, κάποιος τουλάχιστον με θυμήθηκε. Δούλεψα μέχρι το μεσημέρι. Κάποια στιγμή, η Τζάνετ μου χτύπησε την πόρτα και είπε, "Ξέρετε, Έξω έχει υπέροχο καιρό και μια και είναι τα γενέθλια σας, τι θα λέγατε να πηγαίναμε για γεύμα οι δυο μας;"
"Αυτό είναι η καλύτερη ιδέα που άκουσα σήμερα. Πάμε". Πήγαμε για φαγητό. Δεν πήγαμε εκεί που τρώγαμε συνήθως αλλά σε ένα μικρό απομονωμένο μέρος στην εξοχή. Πήραμε δύο μαρτίνι και απολαύσαμε φοβερά το γεύμα μας. Κατά την επιστροφή μου είπε, "Μια τόσο όμορφη μέρα δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στο γραφείο, έτσι;"
"Υποθέτω πως όχι" απάντησα εγώ. "Πάμε στο διαμέρισμά μου", μου είπε εκείνη. Φτάνοντας στο διαμέρισμα μου είπε, "Κύριε διευθυντά, αν δεν σας πειράζει, θα πάω στο υπνοδωμάτιο να βάλω κάτι πιο άνετο."
"Βεβαίως", απάντησα ενθουσιασμένος.
Πήγε στο δωμάτιο και, μετά από κανένα πεντάλεπτο, βγήκε κρατώντας μια τούρτα γενεθλίων, ακολουθούμενη από τη γυναίκα μου, τα παιδιά, και ντουζίνες ολόκληρες από οικογενειακούς φίλους. Όλοι τραγουδούσαν το τραγουδάκι των γενεθλίων... και εγώ καθόμουν εκεί, στον καναπέ... θεόγυμνος.
Δύο κρουπιέρηδες κάθονται βαριεστημένα στη μπαρμπουτιέρα του καζίνο.
Ξαφνικά εισβάλλει μια ιδιαίτερα ελκυστική ξανθιά και ποντάρει 20.000 δολάρια σε μια ζαριά λέγοντας:
- Ελπίζω να μη σας πειράζει, αλλά αισθάνομαι πολύ τυχερή όταν παίζω γυμνή.
Με αυτά, ξεκουμπώνει το φερμουάρ, βγάζει φόρεμα και εσώρουχα, ρίχνει το ζάρι και φωνάζει:
- Έλα μωρό μου, η μαμά χρειάζεται καινούργια ρούχα!
Κοιτάει με αγωνία και μόλις το ζάρι σταματά, αρχίζει να χοροπηδάει πάνω κάτω ουρλιάζοντας:
- Ναι, ναι, ναι κερδισαααααααα!
Αγκαλιάζει έναν-έναν τους κρουπιέρηδες, παίρνει τα κέρδη και τα ρούχα της και εξαφανίζεται. Οι τύποι κοιτάζονταν αποσβολωμένοι. Τελικά ο ένας ρωτάει:
- Είδες τι ζαριά έφερε;
- Δεν ξέρω, νόμιζα ότι έβλεπες εσύ!
ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Δεν είναι χαζές όλες οι ξανθιές. Όλοι οι άνδρες, όμως, είναι ίδιοι!
Ένας παππούς 97 ετών πάει σε έναν ασφαλιστή.
- Γειά σας, θέλω να κάνω μια ασφάλεια ζωής.
- Τι λες ρε παππού, ασφάλεια ζωής, τρελάθηκες, πόσο είσαι;
- 97 ετών, λέει ο παππούς.
Τρελαίνεται ο ασφαλιστής.
- Μιλάς σοβαρά τώρα; Τί να την κάνες;
- Να, θέλω να πάω με τον πατέρα μου ένα ταξίδι στο εξωτερικό και καλό είναι να είμαστε ασφαλισμένοι.
Ο ασφαλιστής έχει τρελαθεί!
- Με τον πατέρα σου; Πόσο είναι εκείνος;
- Ε, 125 τον άλλο μήνα.
- Και τι θα κάνετε στο εξωτερικό;
- Να μωρέ, πηγαίνουμε να επισκεφτούμε τον παππού μου.
Ο ασφαλιστής χτυπάει το κεφάλι του στο γραφείο.
- Τι λε ρε μπάρμπα, με κοροϊδεύεις; Πόσο είναι ο παππούς σου;
- Κλείνει τα 142 σε μια βδομάδα.
- Και τι θα κάνετε εκεί;
- Παντρεύεται και πάμε στο γάμο!
Ο ασφαλιστής έχει σκαρφαλώσει στο πρεβάζι και είναι έτοιμος να φουντάρει.
- Και... Γιατί παντρεύεται;
- Μαλακίες μωρέ, τον πιέζουν οι γονείς του!