Μια ψωνισμένη ξανθιά ξεκίνησε να πάει στη Χαβάη.
Προγραμμάτιζε το ταξίδι αυτό εδώ και δέκα χρόνια και αισθάνθηκε μια απέραντη ανακούφιση όταν πάτησε το πόδι της στο αεροπλάνο. Πάει μπροστά και θρονιάζεται σε ένα κάθισμα της πρώτης θέσης, αν και το εισιτήριό της ήταν για την οικονομική. Σε λίγο έρχεται ένας επιχειρηματίας και της λέει ότι καθότανε στη θέση του και ότι έπρεπε να σηκωθεί. Η ψωνισμένη ξανθιά τον κοιτάζει προβληματισμένη και του λέει μετά από λίγο:
- Κοίταξε να δεις, δεν είμαι ηλίθια και αυτή εδώ είναι η θέση μου.
Ο άνθρωπος της έδειξε το εισιτήριό του και τον αριθμό της θέσης του, προσπάθησε να τη μεταπείσει, αλλά η ξανθιά δεν έπαιρνε χαμπάρι. Είδε κι απόειδε, πάει ο άνθρωπος στην (μη ξανθιά) αεροσυνοδό και της εξηγεί τι έχει γίνει.
- Μην ανησυχείτε, κύριέ μου. Είναι σύνηθες το φαινόμενο. Κάθε τόσο μας προκύπτει και μια τέτοια, αλλά έχω την ιδεώδη λύση. Μισό λεπτό, του λέει η αεροσυνοδός.
Πάει γραμμή στην ξανθιά, κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί, η ξανθιά σηκώνεται και πάει στο πίσω μέρος του αεροπλάνου, όπου τη βάζουν να καθήσει στη θέση της. Ο επιχειρηματίας έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό.
- Μα τι της είπατε και τη μεταπείσατε έτσι γρήγορα; ρωτάει την αεροσυνοδό.
- Της είπα ότι μόνο το πίσω μέρος του αεροπλάνου πάει στη Χαβάη!
Δύο ξανθοί καουμπόηδες κάθονται σε ένα σαλούν και τα πίνουν. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας τύπος που έχει παραμάσχαλα το κεφάλι ενός ινδιάνου.
Ο μπάρμαν του σφίγγει το χέρι και λέει δυνατά:
- Τους μισώ τους κωλο-ινδιάνους. Την περασμένη βδομάδα τα καθήκια έκαψαν το σπίτι μου, βίασαν τη γυναίκα μου και σκότωσαν τα δύο μου παιδιά. Δίνω χίλια δολάρια σε όποιον μου φέρει το κεφάλι ενός ινδιάνου.
Οι δύο ξανθοί αλληλοκοιτάζονται, πληρώνουν και φεύγουν για να κηνυγήσουν ινδιάνους. Μετά από αρκετές ώρες βρίσκουν έναν ινδιάνο. Ο ένας ξανθός αρπάζει μια πέτρα και τον πετυχαίνει στο κεφάλι ρίχνοντάς τον από το άλογό του και αφήνοντάς τον αναίσθητο. Για κακή τους τύχη όμως ο ινδιάνος κατρακυλάει σε μια ρεματιά. Τα δύο αστέρια κατεβαίνουν τη ρεματιά και ο ένας βγάζει ένα μαχαίρι για να πάρει το τρόπαιο. Τότε ο άλλος του λέει:
- Μεγάλε, για κοίτα εδώ λίγο.
- Όχι τώρα, δε μπορώ.
Ο πρώτος τον σκουντάει στους ώμους επίμονα και του ξαναλέει:
- Μα κοίτα σου λέω!
- Παράτα μας, ρε φίλε. Έχω χίλια δολάρια στα χέρια μου.
Ο πρώτος επιμένει ακόμη:
- Σε παρακαλώ, κοίτα!
Ο άλλος γυρίζει και βλέποντας πέντε χιλιάδες ινδιάνους στην κορυφή της ρεματιάς μονολογεί:
- Ω, Θεέ μου! Θα γίνουμε εκατομμυριούχοι!

Μια μέρα ήταν μια ξανθιά που οδηγούσε μια αυτοκινητάρα. Περνάει ένας νταλικέρης από πίσω, τρακάρει με τη ξανθιά, και γίνεται το αυτοκίνητο της ξανθιάς σαν φυσαρμόνικα. Λέει η ξανθιά:
- Αμάν τ αυτοκινητάκι μου! Θα το πληρώσεις!
- Μη φοβάσαι, λέει ο νταλικέρης, άρχισε να φυσάς από την εξάτμιση, και σε λίγο σαν καινούριο θα είναι το αμαξάκι σου.
Αρχίζει λοιπόν η ξανθιά να φυσά, τίποτα...
Σε λίγο περνάει άλλη ξανθιά , βλέπει την άλλη ξανθιά να φυσά και τη ρωτάει:
- Τι συμβαίνει;
- ¨Aσε, απαντά η άλλη, τράκαρα μ ένα νταλικέρη, και μου είπε να φυσάω από την εξάτμιση, με κορόιδεψε μια ώρα φυσώ και τίποτα!
- Αχ, βρε χαζή, λέει η άλλη, φυσάς και έχεις τα παράθυρα ανοιχτά!