Μια οικογένεια Αγγλων περνούσε τις διακοπές της στην Γερμανία και κατά την διάρκεια ενός περιπάτου, παρατήρησαν ένα χαριτωμένο σπιτάκι το οποίο τους φάνηκε κατάλληλο για τις επόμενες διακοπές τους.
Ζήτησαν λοιπόν τον ιδιοκτήτη του και έμαθαν ότι είναι ένας διαμαρτυρόμενος πάστορας.
Τον συνάντησαν, τον είδαν και συμφώνησαν να το χρησιμοποιήσουν τον επόμενο χρόνο.
Γυρίζοντας όμως στην Αγγλία, η κυρία θυμήθηκε ότι δεν είχε δει το W. C.
Έγραψε λοιπόν την εξής επιστολή στον πάστορα:
- «Αιδεσιμότατε πάτερ, είμαι η κυρία που πριν μερικές ημέρες κλείσαμε ένα συμβόλαιο για το σπιτάκι της εξοχής, αλλά δεν πρόσεξα το W. C. Θα ήθελα λοιπόν να με πληροφορήσετε καταλλήλως σχετικά με αυτό.»
Όταν ο πάστορας πήρε το γράμμα δεν κατάλαβε την σύντμηση και έχοντας στο μυαλό του ένα μικρό αλλά γνωστό εκκλησάκι των Αγγλικανών που ονομάζεται Wabel Chapel (W. C.) με το οποίο αντιμετώπιζε προβλήματα συντήρησης, νόμιζε ότι η κυρία ζήτησε πληροφορίες γι αυτό και της απάντησε:
- «Αγαπητή κυρία,
Εξετίμησα το ενδιαφέρον σας και σας πληροφορώ ότι ο τόπος που σας ενδιαφέρει βρίσκεται σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από το σπίτι, γεγονός που δυσκολεύει λίγο αυτούς που συνηθίζουν να πηγαίνουν συχνά.
Όποιος δε, έχει την συνήθεια να παραμένει επί μακρών στις διάφορες τελετές, καλό είναι να φροντίζει να έχει μαζί του και φαγητό ώστε να μπορεί να παραμένει ολόκληρη την ημέρα.
Στην τοποθεσία μπορείτε να φθάσετε με ποδήλατο ή με τα πόδια, μια και το τοπίο είναι υπέροχο.
Αν πάλι κάποιος βιάζεται πολύ, μπορεί να πάρει και αυτοκίνητο.
Πρέπει να επισημάνω ότι θα ήταν καλύτερα να φθάνετε εγκαίρως, ώστε να μη διαταράσσεται η ησυχία των άλλων οι οποίοι είναι ήδη μέσα.
Η αίθουσα διαθέτει θέσεις για 40 καθιστούς και 100 όρθιους.
Υπάρχει επίσης κλιματισμός ώστε να αποφεύγονται οι δυσάρεστες μυρωδιές.
Συνιστάται να φθάνετε εγκαίρως (νωρίς το πρωί) ώστε να βρίσκετε θέση για να καθίσετε.
Τα παιδιά όταν είναι πολύ μικρά επιτηρούνται από τον επιστάτη κατά την διάρκεια της τελετής μέσα στα καροτσάκια ή τα καλαθάκια τους ενώ τα μεγαλύτερα κάθονται μαζί με τους γονείς τους και τραγουδούν όλοι μαζί.
Στην είσοδο, θα παραλαμβάνετε ένα χαρτί αλλά σε περίπτωση που δεν φθάσει, τα χαρτιά χρησιμοποιούνται ανά δύο άτομα.
Τα φύλλα επιστρέφονται κατά την έξοδο, αν είναι δυνατόν σε καλή κατάσταση ώστε να χρησιμοποιηθούν και πάλι.
Υπάρχουν μεγάφωνα για την ενίσχυση των ηχείων, έτσι ώστε τα συμβαίνοντα στην αίθουσα να ακούγονται και στο προαύλιο.
Τέλος αυτά που συλλέγονται μετά από την τελετή, μοιράζονται στους φτωχούς της περιοχής.
Αρκετές φορές έρχονται και φωτογράφοι, οι οποίοι αποθανατίζουν τις διάφορες φάσεις ώστε να έχετε αναμνήσεις από μια πράξη σας τόσο ανθρώπινη.
Εις το επανειδείν με τον αξιότιμο σύζυγό σας.
Ο πάστωρ.
Ένα πρωί πλησιάζει στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς ένας τύπος καβάλα σε ένα ποδήλατο. Στους ώμους του κρέμονται δύο σάκοι.
- "Επ, που πας εσύ", τον ρωτάει με καχυποψία ο φύλακας. "Τι έχεις μέσα στους σάκους;"
- "Αμμο", απαντάει ο τύπος.
- "Τι άμμο και μαλακίες μου λες. Χθεσινός είμαι; Κατέβα αμέσως για έλεγχο."
Κατεβαίνει αυτός και αρχίζει να ψάχνει ο τελωνιακός μέσα στην άμμο. Μετά από δύο ώρες ψαξίματος δε βρίσκει τίποτα και αφήνει τον τύπο να περάσει.
Την άλλη μέρα το πρωί η ίδια δουλειά. Ο τύπος με το ποδήλατο πλησιάζει, το σταματάει ο τελωνιακός, του παίρνει τους σάκους και μετά από τέσσερεις ώρες επίμονου ψαξίματος τον αφήνει να περάσει.
Την τρίτη μέρα να σου πάλι ο τύπος, καβάλα στο ποδήλατο με τους δύο σάκους να κρέμονται στου ώμους του.
- "Ρε γαμώτο, πάλι εσύ; Τι θα γίνει με την περίπτωση σου; λέγε τι κουβαλάς μέσα στους σάκους."
- "Αμμο."
- "Καλάααα... Κατέβα για έλεγχο."
Έξι ώρες παιδευόταν ο τελωνιακός. Εξέτασε την άμμο κόκκο προς κόκκο αλλά τίποτα.
Επί έξι μήνες, κάθε πρωί ο τύπος ερχότανε, έπινε τον καφέ του όσο ο τελωνιακός ξεσκιζότανε να βρει κάτι μέσα στην άμμο και πέρναγε απέναντι καβάλα στο ποδηλατάκι του με τους δυο σάκους άμμο. Μέχρι στο χημείο του κράτους είχε στείλει την άμμο ο τελωνιακός μπας και βρει τίποτα ύποπτο αλλά τίποτα. Κόντευε να τρελαθεί.
Ένα πρωί δεν άντεξε και του λέει:
- "Ακου να δεις φίλε, δεν αντέχω να σε ψάχνω άλλο. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά, κι εγώ σου υπόσχομαι ότι ούτε θα σε συλλάβω, ούτε θα σε πειράξω, ούτε τίποτα."
- "Εντάξει."
- "Κάνεις λαθρεμπόριο;"
- "Κάνω."
- "Και τι διάολο βγάζεις λαθραία απ` τη χώρα τόσο καιρό;"
- "Ποδήλατα."
Κάποτε το λιοντάρι πάτησε ένα αγκάθι. Τότε φωνάζει:
- Αχ, πονάω...
Τότε περνούσε ένας λαγός και ακούει το λιοντάρι και του λέει:
- Τι μου δίνεις αν σε βοηθήσω;
- Το βασίλειο μου για μια μέρα!
Ο λαγός του βγάζει το αγκάθι και γίνεται βασιλιάς για μια μέρα. Μετά από λίγο σαλπάνε οι σάλπιγγες:
- Τα, τα, τα!
Μαζεύονται όλα τα ζώα. Ο λαγός λέει:
- Ανάπαυση, προσοχή. Λύκος, ένα βήμα μπροστά.
- Γιατί δεν φοράς κράνος;
- Παφ, παφ, του δίνει πέντε σφαλιάρες.
Μετά από λίγο ξανά οι σάλπιγγες:
- Τα, τα, τα!
Μαζεύονται όλα τα ζώα. Ο λαγός λέει:
- Ανάπαυση, προσοχή. Λύκος, ένα βήμα μπροστά.
- Γιατί δεν φοράς κράνος;
Παφ, παφ, του δίνει πέντε σφαλιάρες.
Μετά από λίγο ξανά οι σάλπιγγες:
- Τα, τα, τα!
Μαζεύονται όλα τα ζώα. Ο λαγός λέει:
- Ανάπαυση, προσοχή. Λύκος, ένα βήμα μπροστά.
- Γιατί δεν φοράς κράνος;
Παφ, παφ, του δίνει πέντε σφαλιάρες.
Τέλος πάντων ο λύκος καταματωμένος πάει στο λιοντάρι.
- Βρε, γιατί έδωσες αυτού του τρελού το βασίλειο και μας έχει ταράξει στις σφαλιάρες;! Μίλησε του.
Πάει το λιοντάρι στο λαγό και του λέει.
- Εντάξει, είσαι ο βασιλιάς, αλλά χρειάζεται λίγη διπλωματία. Την επόμενη φορά ζήτα του λύκου τσιγάρα. Αν σου φέρει μαλακά πέστου "γιατί μου έφερες μαλακά;" σφαλιάρισε τον. Αν σου φέρει σκληρά πες του "γιατί μου έφερες σκληρά;" και μετά σφαλιάρισε τον πάλι.
Εντάξει λέει ο λαγός.
Μετά από λίγο σαλπάνε ξανά οι σάλπιγγες:
- Τα, τα, τα!
Μαζεύονται όλα τα ζώα. Ο λαγός λέει:
- Ανάπαυση, προσοχή. Λύκος, ένα βήμα μπροστά.
- Πήγαινε να μου φέρεις τσιγάρα!
- Μαλακά ή σκληρά, λέει ο λύκος;
- Γιατί δεν φοράς κράνος;
Παφ, παφ του δίνει πέντε σφαλιάρες!
Ο μικρός Δημητράκης μπήκε στην κουζίνα όπου η μαμά του ετοίμαζε βραδινό.
Πλησίαζαν τα γενέθλιά του και σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να πει στη μαμά του τι δώρο ήθελε."Μαμά", είπε ο μικρός Δημητράκης "θέλω ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου". Ο μικρός Δημητράκης ήταν ένας φασαρτζής του κερατά. Και στο σχολείο και στο σπίτι όλο μπελάδες δημιουργούσε. Έτσι λοιπόν η μαμά του τον ρώτησε αν πιστεύει ότι το δικαιούται το δώρο."Φυσικά", είπε ο μικρός. Η μαμά του, χριστιανή γυναίκα, ήθελε να βάλει τον γιο της να σκεφτεί τη συμπεριφορά του όλο τον χρόνο που είχε περάσει. Έτσι του είπε να πάει στο δωμάτιό του και να σκεφτεί πως φέρθηκε όλους τους μήνες από τα προηγούμενα γενέθλιά του. Και μετά, του είπε, να γράψει ένα γράμμα στον θεούλη και να εξηγεί γιατί αξίζει το ποδήλατο!Έτσι ο μικρός Δημητράκης πήγε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει:
- ΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟ-Αγαπητέ ΘεούληΉμουν πολύ καλό παιδί φέτος και θάθελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Το προτιμώ κόκκινο. Ο φίλος σου,ΔημητράκηςΟ Δημητράκης όμως ήξερε ότι αυτά που έγραψε δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήταν και τόσο καλό παιδί. Έτσι, έσκισε το πρώτο γράμμα και ξανάρχισε.-ΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ-Αγαπητέ ΘεούληΕίμαι ο φίλος σου ο Δημητράκης. Ήμουν καλό παιδί φέτος και θάθελα ένα κόκκινο ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Σ ευχαριστώΟ φίλος σουΔημητράκηςΉξερε όμως ότι ούτε αυτό ήταν αλήθεια. Έτσι, έσκισε και αυτό το γράμμα και άρχισε ξανά.-ΓΡΑΜΜΑ ΤΡΙΤΟ-Αγαπητέ ΘεούληΉμουν εντάξει τη χρονιά που πέρασε. Θα θελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. ΔημητράκηςΟ Δημητράκης ήξερε ότι ούτε αυτό το γράμμα μπορούσε να το στείλει στο Θεό. Έτσι έγραψε το...-ΤΕΤΑΡΤΟ ΓΡΑΜΜΑ -ΘεέΞέρω ότι δεν ήμουν καλό παιδί φέτος. Λυπάμαι πραγματικά. Θα γίνω καλό παιδί όμως αν μου στείλεις ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Σε παρακαλώ... ΕυχαριστώΔημητράκηςΟ μικρός ήξερε όμως, ότι ακόμη κι αν έλεγε αλήθεια, αυτό το γράμμα δεν θα του έφερνε το ποδήλατο. . . Τώρα πια ανησύχησε. Πήγε στην κουζίνα και είπε στη μαμά του ότι ήθελε να πάει στην εκκλησία. Η μαμά σκέφτηκε ότι το "κόλπο" της είχε πιάσει, μιας και είδε τον μικρό να είναι σκεφτικός και λυπημένος."Πήγαινε, αλλά νά γυρίσεις γρήγορα". Ο Δημητράκης πήγε στην εκκλησία της γειτονιάς. Μπήκε μέσα κι έριξε μια ματιά γύρω του να δει αν ήταν κανένας άλλος εκεί. Προχώρησε προς το ιερό και βρήκε μια εικόνα της Παναγίας. Πολύ προσεκτικά την ξεκρέμασε και την έχωσε κάτι από το παλτό του και έφυγε από την εκκλησία τρέχοντας. Μπήκε γρήγορα στο σπίτι του, χώθηκε στο δωμάτιό του και πήρε μολύβι και χαρτί.-ΓΡΑΜΜΑ ΠΕΜΠΤΟ-ΘεέΈχω στα χέρια μου τη μάνα σου. Αν θέλεις να την ξαναδείς, στείλε μου το ποδήλατο. Ξέρεις ποιος.