Ανέκδοτα για παππούδες και γιαγιάδες
Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που βρήκαν κάπου σ ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ αυτά τα μυστήρια με τα τζίνι. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
- "Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω", λέει το τζίνι.
- "Ψαράς είμ εγώ, ψαράς είν ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιός μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια.", λέει ο Λευκαδίτης.
- "Έγινε!", λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
- "Θέλω έναν τείχος γύρω απ όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπει μέσα., λέει έκθαμβος ο Κερκυραίος. Μ ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
- "Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;", ρωτά ο Κεφαλλονίτης.
- "Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από εκεί," λέει το τζίνι.
- "Εντάξει. Γέμισε το με νερό τώρα!", λέει ο Κεφαλλονίτης.
Ο Τοτός και ο πατέρας του παίρνουν βράδυ ένα ταξί να πάνε επίσκεψη στη γιαγιά του Τοτού.
Καθώς περνάνε έξω από ένα μπουρ****, βλέπει ο Τοτός το κόκκινο φως και ρωτάει τον πατέρα του με περιέργεια:
- Μπαμπά τι μέρος είναι αυτό με το κόκκινο φωτάκι;
- Α ... αυτό είναι ένα καλό μαγαζί.
- Μπουρ****!, λέει ο ταξιτζής.
- Και τι υπάρχει μέσα σ αυτό το καλό μαγαζί, μπαμπά;
- Υπάρχουν κάτι καλές κυρίες.
- Πουτά***!, λέει ο ταξιτζής.
- Και τι κάνουν αυτές οι καλές κυρίες, μπαμπά;
- Εξυπηρετούν κάτι κυρίους.
- Γαμ***νται!, λέει ο ταξιτζής.
- Κάνουν παιδάκια, μπαμπά;
- Ναι, λέει ο πατέρας του.
- Μπάσταρδα!, λέει ο ταξιτζής.
- Και τι γίνονται αυτά τα παιδάκια, μπαμπά, όταν μεγαλώσουν;
- ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ!, λέει ο πατέρας του.