Ανέκδοτα για παππούδες και γιαγιάδες
Κάποια ηλιόλουστη μέρα, η Κοκκινοσκουφίτσα αποφάσισε (σύμφωνα με το λαϊκό μύθο) να επισκεφτεί τη γιαγιά της.
Ο δρόμος ο οποίος περνούσε μέσα από το δάσος, ήταν γεμάτος αγριολούλουδα, και ήταν φυσικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον της μικρής Κοκκινοσκουφίτσας. Έτσι, ενώ πέρναγε μέσα από το δάσος, έψαχνε πίσω από δέντρα και θάμνους για να βρει αγριολούλουδα να πάει στη γιαγιά της.
Σε κάποια στιγμή, στρίβει πίσω από μία οξιά και αντικρίζει τον κακό λύκο. Με αφελές ύφος, τον ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα, απαντάει βιαστικά ο λύκος και την κοιτάει αγριεμένα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα διστάζει λίγο, αλλά γρήγορα φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να ξαναρχίσει την συλλογή αγριολούλουδων. 20 μέτρα πιο κάτω, και ενώ ακολουθεί μια συστάδα αγριολούλουδων πίσω από ένα πουρνάρι, ξαναπέφτει πάνω στον κακό λύκο. Και πάλι με αφελέστατο ύφος, η Κοκκινοσκουφίτσα ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα, λέει με ακόμα πιο αγριεμένο ύφος ο κακός λύκος.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η Κοκκινοσκουφίτσα επιστρέφει στο μάζεμα. Λίγο πιο κάτω, πίσω από κάτι βράχους, η Κοκκινοσκουφίτσα συναντάει για ακόμα μία φορά τον κακό λύκο. Έχει αρχίσει να ψυλλιάζεται τη δουλειά, και μπαίνει γρήγορα στο νόημα...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλη μύτη;
- Για να σε μυρίζω καλύτερα, απαντάει ο λύκος που με δυσκολία πλέον κρατούσε την οργή του!
Η Κοκκινοσκουφίτσα, συνηθισμένη πλέον, φεύγει αδιάφορη για να ασχοληθεί και πάλι με τα αγριολούλουδα. Σε κάποια στιγμή, και ενώ το καλάθι της είχε σχεδόν γεμίσει, βλέπει μία σπηλιά και μπαίνει μέσα. Εκεί, (για φαντάσου) συναντά και πάλι τον κακό το λύκο, ο οποίος έδειχνε προκλητικά τα δόντια του. Η Κοκκινοσκουφίτσα αμέσως ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
Και ο λύκος...
- Θα με αφήσεις, γα** το φελέκι μου, να χέσω με την ησυχία μου επιτέλους;
Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που βρήκαν κάπου σ ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ αυτά τα μυστήρια με τα τζίνι. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
- "Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω", λέει το τζίνι.
- "Ψαράς είμ εγώ, ψαράς είν ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιός μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια.", λέει ο Λευκαδίτης.
- "Έγινε!", λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
- "Θέλω έναν τείχος γύρω απ όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπει μέσα., λέει έκθαμβος ο Κερκυραίος. Μ ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
- "Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;", ρωτά ο Κεφαλλονίτης.
- "Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από εκεί," λέει το τζίνι.
- "Εντάξει. Γέμισε το με νερό τώρα!", λέει ο Κεφαλλονίτης.
Πάει ένας παππούς, που είχε πρόβλημα με την πού**α του, σ έναν ωτορινολαρυγγολόγο. Μπαίνει στο ιατρείο, κατεβάζει τα παντελόνια του και λέει:
- "Γιατρέ μου έχω πρόβλημα."
Βλέπει ο γιατρός την πού**α του παππού και λέει:
- "Μα γιατί είναι ματωμένη η πού**α σας; Εσείς πρέπει να πάτε σε έναν ουρολόγο."
- "Μα γιατρέ μου να σας εξηγήσω...", λέει ο παππούς.
- "Τι να μου εξηγήσεις;", λέει ο γιατρός, "Αφού σου είπα ότι δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος γιατρός για να εξετάσω τη πάθησή σου."
Επιμένει ο παππούς και λέει...
- "Στο γεροκομείο που συχνάζω, έχουμε βαρεθεί τα συνηθισμένα παιχνίδια και παίζουμε ένα δικό μας."
- "Τι;", λέει ο γιατρός απορημμένος.
- "Λοιπόν...", λέει ο παππούς, "Όλοι οι γέροι βγάζουμε την πού**α μας επάνω στο τραπέζι και είναι ένας πάνω από το τραπέζι με ένα σφυρί. Όταν αυτός πει το "μπαμ" πρέπει όλοι να τις μαζέψουμε. Εεε, εγώ αυτό το μπαμ δεν ακούω..."
Ο Τοτός και ο πατέρας του παίρνουν βράδυ ένα ταξί να πάνε επίσκεψη στη γιαγιά του Τοτού.
Καθώς περνάνε έξω από ένα μπουρ****, βλέπει ο Τοτός το κόκκινο φως και ρωτάει τον πατέρα του με περιέργεια:
- Μπαμπά τι μέρος είναι αυτό με το κόκκινο φωτάκι;
- Α ... αυτό είναι ένα καλό μαγαζί.
- Μπουρ****!, λέει ο ταξιτζής.
- Και τι υπάρχει μέσα σ αυτό το καλό μαγαζί, μπαμπά;
- Υπάρχουν κάτι καλές κυρίες.
- Πουτά***!, λέει ο ταξιτζής.
- Και τι κάνουν αυτές οι καλές κυρίες, μπαμπά;
- Εξυπηρετούν κάτι κυρίους.
- Γαμ***νται!, λέει ο ταξιτζής.
- Κάνουν παιδάκια, μπαμπά;
- Ναι, λέει ο πατέρας του.
- Μπάσταρδα!, λέει ο ταξιτζής.
- Και τι γίνονται αυτά τα παιδάκια, μπαμπά, όταν μεγαλώσουν;
- ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ!, λέει ο πατέρας του.
Μια φορά ήταν ένας παππούλης που έπασχε από προστάτη.
Πάει στον ουρολόγο λοιπόν κι αυτός αφού τον εξετάζει του λεει:
- Δεν είναι και τόσο σοβαρά τα πράγματα όπως φαίνεται. Πρέπει όμως να κάνουμε και μια εξέταση σπέρματος. (Του δίνει ένα αποστειρωμένο κουτάκι). Να, πάρτε αυτό και αύριο το πρωί μόλις σηκωθείτε και αφού πατε στην τουαλέτα γεμίστε το και φέρτε μου το πίσω.
- Εντάξει γιατρέ μου. Θα προσπαθήσω. (Περιεργάζεται το μέγεθος του κουτιού). Αν και στην ηλικία μου, όπως καταλαβαίνετε, δε θα είναι και τόσο εύκολο...
- Θα τα πάτε μια χαρά, μην ανησυχείτε.
Την άλλη μέρα λοιπόν, ο παππούς προσπαθεί να επιτελέσει το ... καθήκον του. Προσπαθεί με το ένα χέρι, τίποτα. Προσπαθεί με το άλλο, τίποτα.
Προσπαθεί και με τα δύο χέρια, πάλι τίποτα.
Φωνάζει τη γυναίκα του. Προσπαθεί αυτή, βάζει όλη της τη δύναμη, τίποτα.
Προσπαθούν κι οι δυο μαζί, τίποτα.
Φωνάζουν τη γειτόνισσα να προσπαθήσει, τίποτα. Φωνάζουν και το γείτονα.
Προσπαθεί κι αυτός πάλι τίποτα.
Φωνάζουν την εγγονή της γειτόνισσας που είναι και φωτομοντέλο. Προσπαθεί κι αυτή, βάζει όλη της την τέχνη, τίποτα όμως.
Προσπαθούν ξανά όλοι μαζί, πάλι τίποτα.
Τι να κάνει κι ο καψερός ο παππούλης, πάει πίσω στο γιατρό. Του
Επιστρέφει το κουτί κλειστό και άδειο και του λεει:
- Τι να σας πω γιατρέ μου. Όλη μέρα σήμερα προσπαθούσα και δεν κατάφερα τίποτα.
Ήταν ανάγκη να σφίξετε τόσο πολύ αυτό το άτιμο το κουτί; Πέντε άτομα δεν μπορέσαμε να το ανοίξουμε...