Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που βρήκαν κάπου σ ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ αυτά τα μυστήρια με τα τζίνι. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
- "Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω", λέει το τζίνι.
- "Ψαράς είμ εγώ, ψαράς είν ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιός μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια.", λέει ο Λευκαδίτης.
- "Έγινε!", λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
- "Θέλω έναν τείχος γύρω απ όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπει μέσα., λέει έκθαμβος ο Κερκυραίος. Μ ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
- "Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;", ρωτά ο Κεφαλλονίτης.
- "Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από εκεί," λέει το τζίνι.
- "Εντάξει. Γέμισε το με νερό τώρα!", λέει ο Κεφαλλονίτης.
Ο Ροϊ Μακ- Ντόναλντ μπαίνει σε ένα μαγαζί και παραγγέλνει μια μερίδα χάγκις, το παραδοσιακό σκοτσέζικο φαγητό.
Ο υπάλληλος του μαγαζιού μένει να τον κοιτάζει απορημένος.
- Συμβαίνει τίποτε; ρωτάει ο Μακ-Ντόναλντ ενοχλημένος, και, πριν ο άλλος προλάβει να μιλήσει, συνεχίζει με φωνή που τρέμει από οργή:
- Ξέρω τι σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι:
- Αυτός για να παραγγείλει χάγκις, θα είναι Σκοτσέζος, και για να είναι Σκοτσέζος, θα είναι και τσιγκούνης εε;
- Όχι κύριε...
- Αν έμπαινε κάποιος και σου παράγγελνε κορν μπιφ, θα σκεφτόσουν:
- Αυτός θα είναι Ιρλανδός, και για να είναι Ιρλανδός, θα πρέπει να είναι και μπεκρής...
- Μα όχι κύριε...
- Και αν έμπαινε κάποιος και σου ζητούσε σουβλάκι με πίτα, θα σκεφτόσουν:
- Α, για να ζητάει σουβλάκι, Έλληνας θα είναι, και για να είναι Έλληνας, θα είναι και απατεώνας!...
- Μα τι λέτε τώρα κύριε...
- Ε, τότε πιο είναι το πρόβλημα νεαρέ μου; Γιατί με κοιτάς τόση ώρα έτσι;
- Γιατί εδώ είναι χρωματοπωλείο κύριε.
Είναι απόγευμα και ο μπαρμπας απο το ωραιο νησάκι του Αιγαίου έχει πάει για ψάρεμα στην αμμουδιά. Αφού ρίχνει την πετονιά ξαπλώνει προς τα πίσω στηριζόμενος στους αγκώνες του και αρχίζει να αγναντεύει περιμένοντας κάποιο τσίμπημα. Σε λίγο εμφανίζεται ένας επιχειρηματίας στην αμμουδιά που είχε πάει βόλτα για να αποβάλει λίγο από το στρες που του δημιουργούσαν οι δουλειές του.
Βλέποντας τον ψαρά να ψαρεύει τόσο νωχελικά, τον πλησιάζει και του λέει:
- Δεν κάνεις καλά, με αυτό τον τρόπο δεν θα πιάσεις ψάρια. Πρέπει να βρέξεις κώλο αν θέλεις να πιάσεις πολλά ψάρια.
- Και τί τα χρειάζομαι τόσα πολλά ψάρια; τον ρωτάει ο ψαράς.
- Θα τα πουλάς και θα βγάζεις κέρδος.
- Για ποιο λόγο;
- Μετά από λίγο καιρό με τα κέρδη θα πάρεις δίχτυα ώστε να πιάνεις περισσότερα ψάρια.
- Για ποιο λόγο; λέει και πάλι ο ψαράς.
Λίγο ενοχλημένος, ο επιχειρηματίας αποκρίνεται :
- Πιάνοντας περισσότερα ψάρια θα μπορέσεις να πάρεις μία βάρκα και να βγάλεις περισσότερα χρήματα.
- Για ποιο λόγο; ξαναλέει ο ψαράς.
Έχει αρχίσει να του την δίνει του επιχειρηματία η μονότονη απάντηση του ψαρά αλλά υπομονετικά του εξηγεί:
- Με τα χρήματα θα αγοράσεις ένα μεγαλύτερο πλοίο και θα προσλάβεις ανθρώπους να σε βοηθούν!
- Για ποιο λόγο; ρωτάει και πάλι ο ψαράς.
Ο επιχειρηματίας είναι πλέον κατακόκκινος, γεμάτος θυμό!
- Μα δεν καταλαβαίνεις; Σε λίγα χρόνια θα έχεις έναν ολόκληρο στόλο από ψαράδικα, με πολλούς υπαλλήλους, που θα ψαρεύουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, για λογαριασμό σου.
- Για ποιο λόγο;
- Έτσι, θα μπορέσεις να εισάγεις την εταιρεία σου στο χρηματιστήριο. Θα θησαυρίσεις και μετά, χωρίς να σκας, το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να κάθεσαι στην αμμουδιά και να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα!
- Γιατί, τώρα τι κάνω;
Ναυαγούν σ ένα ξερονήσι ένας Γερμανός, ένας Γάλλος κι ένας Πόντιος. Ως εκ φύσεως πιο οργανωτικός, ο Γερμανός αναλαμβάνει να καταστρώσει ένα σχέδιο για να σωθούν. Προσπαθεί λοιπόν με σπαστά αγγλικά να συνεννοηθεί με τους άλλους.
- First we gather things. I bring water. You, λέει του Γάλλου, food. Ok?
- Ok.
Γυρνάει και στον Πόντιο.
- You supplies. Ok?
- Ok.
- We meet here twelve oclock tomorrow.
Φεύγουν λοιπόν προς διαφορετικές κατευθύνσεις για να βρει ο καθένας ό,τι είχε αναλάβει. Την άλλη μέρα κατά τις 11.30 φτάνει ο Γερμανός στο προσυμφωνημένο σημείο με φλασκιά γεμάτα γλυκό νερό, και ύστερα από 5-10 λεπτά και ο Γάλλος με φρούτα καρπούς και φέτες κρέας. Περιμένουν λοιπόν τον Πόντιο, ο οποίος δεν έχει φανεί, με κάποια ανησυχία. Φτάνει 12 παρά δέκα, παρά 5, παρά 3, πουθενά! Ώσπου στις 12 ακριβώς πετάγεται πίσω από έναν θάμνο με τα χέρια προτεταμένα και φωνάζει:
" Σαπλάιζ!"
Μια φαρμακερή χειμωνιάτικη μέρα. ένας γέρος, στη μέση μιας παγωμένης λίμνης ανοίγει μια τρύπα στον πάγο, ρίχνει την πετονιά και περιμένει τα ψάρια να δαγκώσουν...
Μια ώρα και ούτε ένα τσίμπημα...
Να σου έρχεται ένας νεαρούλης, ανοίγει κι αυτός μια τρύπα λίγο παραδίπλα και ρίχνει την πετονιά του... Δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό και ΧΡΑΠ! Ένα τεράστιο φαγκρί δαγκώνει το αγκίστρι. Ο νεαρούλης τραβάει έξω το φαγκρί και ο γέρος δεν πιστεύει στα μάτια του.
"Δεν βαριέσαι, απλή κωλοφαρδία..." σκέφτηκε.
Ο νεαρούλης όμως ξαναρίχνει την πετονιά, δεν περνάει ένα λεπτό και ΧΡΑΠ, δεύτερο φαγκρί!
Στα επόμενα πέντε λεπτά ο νεαρούλης βγάζει άλλα 4 ψάρια. Ο γέρος τραβούσε τα βυζιά του...
Τελικά δεν κρατήθηκε, πάει στον νεαρό:
- Ξέρεις, εγώ έχω πάνω από μία ώρα εδώ, και ούτε ένα ψάρι δεν δάγκωσε... Εσύ σε δέκα λεπτά έχεις βγάλει μισή ντουζίνα. Πώς τα καταφέρνεις;
- Έπι ακατά ακουίκια ετά.
- Τί;
- Έπι ακατά ακουίκια ετά.
- Μίλα καθαρά, ρε φίλε, δεν καταλαβαίνω ούτε λέξη, λέει ο γέρος.
Κι ο νεαρός, φτύνοντας στη χούφτα του:
- Πρέπει να κρατάς τα σκουλήκια ζεστά...