Πάει ένας εικοσάρης για ψάρεμα δίπλα σε έναν παππού ογδοντάρη. Μετά από δύο ώρες το καλάθι του παππού τίγκα στο ψάρι ενώ του εικοσάρη ούτε λέπι!
- Παππού, τον ρωτάει, τι δόλωμα βάζεις;
- Γαρίδα, παιδί μου, απαντάει ο παππούς.
Την άλλη μέρα, νάσου πάλι o εικοσάρης φορτωμένος με γαρίδες, αλλά πάλι ούτε λέπι, ενώ ο παππούς τίγκα στο ψάρι!
- Παππού τι δόλωμα βάζεις; ξαναρωτά ο εικοσάρης.
- Μαρίδα, παιδί μου, απαντά ο παππούς.
- Και πως ξέρεις ποιά μέρα τα ψάρια θα τσιμπήσουν με γαρίδα
Και ποια μέρα με μαρίδα;
- Α, είναι πολύ απλό! Όταν σηκώνομαι το πρωί και η τσουτσού μου γερνει δεξιά, βάζω γαρίδα, άμα γέρνει αριστερά, βάζω μαρίδα. Εσένα άμα ξυπνάς το πρωί, πως είναι η τσουτσού σου;
- Εμένα είναι όρθια, απαντάει ο εικοσάρης.
Κι ο παππούς:
- Καλά μαλάκας είσαι τότε και έρχεσαι για ψάρεμα;
Τρεις άντρες, ένας ξυλουργός, ένας μαραγκός κι ένας παγωτατζής, περιπλανιόντουσαν στην έρημο διψασμένοι και κουρασμένοι.
Ξαφνικά βλέπουν έναν τεράστιο πύργο και τρέχουν να ζητήσουν λίγο φαγητό και νερό.
Χτυπάνε την πόρτα και βγαίνει μία πολύ όμορφη γυναίκα, η οποία τους ρωτάει:
- Τι θέλετε;
Εκείνοι απαντούν:
- Λίγο φαγητό για να πάρουμε δυνάμεις και μετά θα φύγουμε.
- Σύμφωνοι, λέει η γυναίκα, αλλά θα με αφήσετε να σας κόψω τα πουλιά σας.
- Εντάξει, λένε οι άντρες, εάν είναι να φάμε...
Αφότου έφαγαν παίρνει τον πρώτο σε ένα δωμάτιο και...
- Αααα!
Μόλις το άκουσαν οι άντρες τρομοκρατήθηκαν.
Παίρνει τον δεύτερο...
- Ιιιααααιιιξξ!
Όταν έρχεται και η σειρά του τρίτου την ρωτάει:
- Γιατί ήταν τόσο διαφορετικός ο ήχος που έβγαλε ο καθένας τους;
Εκείνη του απαντά:
- Ο πρώτος ήταν ξυλοκόπος και έτσι του το έκοψα με τσεκούρι, και του δεύτερου που ήταν μαραγκός του το έκοψα με πριόνι.
- Κι εγώ που είμαι παγωτατζής, θα μου το γλύφεις μέχρι να πέσει;