Στο σχολείο, ρωτάει η δασκάλα τα παιδιά, αν γνωρίζουν κάποιο εξωτικό ή παράξενο, φαγητό ή φρούτο!
- Το πιο παράξενο, παίρνει, άριστα 10, λέει η δασκάλα.
Τα παιδιά σκέφτονται πάρα πολύ σοβαρά.
Ο Μπόμπος όμως, σηκώνει το χέρι και λέει περήφανος!
- Η λάμπα, κυρία.
Η δασκάλα και τα παιδιά γελούν και η δασκάλα λέει:
- Ρέ Μπόμπο, η λάμπα δεν τρώγετε. Γιατί πιστέυεις κάτι τέτοιο;
- Κυρία, κάθε βράδυ λέει ο πατέρας μου, στήν μάνα μου:
- Γυναίκα! Σβήσε την λάμπα και έλα να την φας.
Ο κύριος της ιστορίας μας είχε ένα φοβερό πάθος στην ζωή του. Αγαπούσε υπερβολικά ένα φαγητό: Τα βραστά φασόλια! Του άρεσαν πολύ, αλλά του δημιουργούσαν μια μάλλον προσβλητική για τους άλλους αντίδραση, που παράλληλα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση.
Κάποτε συνάντησε μια όμορφη κοπέλα και την ερωτεύθηκε. Όταν ήταν προφανές ότι η σχέση τους οδηγούσε σε γάμο, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να προχωρήσουν σε μια τέτοια ενέργεια αν δεν έκανε κάτι πάνω στο πάθος που τον είχε κυριεύσει. Έτσι, αποφάσισε να κάνει την ύστατη θυσία: Εγκατέλειψε τα φασόλια!
Λίγους μήνες αργότερα, καθώς γύριζε από την δουλειά, το αυτοκίνητό του χάλασε. Καθώς η δουλειά του ήταν εκτός πόλης, έπρεπε να περπατήσει αρκετά πριν μπορέσει να φτάσει στο σπίτι του και τηλεφώνησε για να ειδοποιήσει την γυναίκα του ότι θα αργούσε λιγάκι παραπάνω εκείνο το απόγευμα.
Όταν πέρασε έξω από ένα τοπικό μικρό εστιατόριο, το μαγευτικό άρωμα των βραστών φασολιών πλημμύρισε την μύτη του. Καθώς είχε ακόμη αρκετά χιλιόμετρα να περπατήσει, σκέφτηκε ότι με το περπάτημα, οι δυσάρεστες παρενέργειες των φασολιών θα είχαν εξασθενήσει φτάνοντας στο σπίτι. Μπήκε λοιπόν μέσα και έφυγε μόνο όταν είχε φάει τρία σπέσιαλ μεγάλα πιάτα από το αγαπημένο του φαγητό. Σε όλη την διάρκεια του περπατήματός του, συνεχώς άφηνε πίσω του χαρακτηριστικά την μυρωδιά του.
Τις αμόλαγε συνεχώς στην ανηφόρα και στην κατηφόρα και θα έλεγε κανείς ότι σημάδευε τον δρόμο πίσω του. Όταν, λοιπόν, έφτασε έξω από την πόρτα του, ένιωσε αρκετά ασφαλής και εκτονωμένος. Η γυναίκα του άνοιξε την πόρτα και του φάνηκε ότι ήταν κάπως ξαναμμένη. Του εξήγησε ότι του είχε την πιό απίθανη έκπληξη για το βραδινό του φαγητό και ότι η καθυστέρησή του δεν ήταν τίποτα εμπρός σε αυτό που θα του σερβίριζε!
Του πέρασε ένα μαντήλι γύρω από τα μάτια και τον οδήγησε στην καρέκλα στο κεφάλι του τραπεζιού και του ζήτησε να της υποσχεθεί ότι δεν θα κρυφοκοίταζε.
Ακριβώς εκείνη την στιγμή, ένιωσε μια πίεση στο εσωτερικό της κοιλιάς του, να κατεβαίνει προς τα κάτω. Την ώρα που η γυναίκα του ετοιμαζόταν να του βγάλει το μαντήλι και να του εμφανίσει την έκπληξη, το τηλέφωνο χτύπησε. Τον υποχρέωσε να της ξαναϋποσχεθεί ότι δεν θα κρυφοκοίταζε μέχρις ότου γυρίσει από το τηλέφωνο και πήγε να απαντήσει. Όσο εκείνη έλειπε, άδραξε την ευκαιρία, στήριξε το βάρος του στο ένα πόδι και την άφησε να φύγει. Δεν ήταν μόνο δυνατή αλλά βρωμούσε και σαν χαλασμένο αυγό. Ακόμη και ο ίδιος δυσκολεύτηκε να ανασάνει και γι αυτό, πηρε την χαρτοπετσέτα του και άρχισε να την κινεί γύρω του, ανακινώντας τον αέρα.
Μόλις είχε αρχίσει να νιώθει πιό καλά όταν μια ακόμη βιαστική εμφανίστηκε. Σήκωσε το πόδι του και ππρρρρρρρρρρρρτ, την άφησε ελεύθερη. Ακούστηκε σαν ντηζελομηχανή που αγκομαχούσε στην ανηφόρα και βρωμούσε ακόμη χειρότερα. Αρχισε να κουνά τα χέρια του τριγύρω, ελπίζοντας ότι η μυρωδιά θα αραίωνε, όταν η γυναίκα του θα επέστρεφε από το τηλέφωνο. Η κατάσταση άρχισε να επανέρχεται στο φυσιολογικό όταν την ξανάνιωσε.. Στηρίχτηκε στο άλλο πόδι του και την ελευθέρωσε. Αυτή ήταν πραγματικά φαρμακερή! Τα παράθυρα έτριξαν, τα πιάτα στο τραπέζι ταρακουνήθηκαν και ένα λεπτό αργότερα τα λουλούδια στο βάζο είχαν μαραθεί. Καθώς προσπαθούσε να κρατάει και τον νού του στην κουβέντα της γυναίκας του που βρισκόταν στο χωλ και κρατώντας την υπόσχεσή του να μην κρυφοκοιτάξει όση ώρα απουσίαζε, πέρασε το επόμενο δεκάλεπτο κλάνοντας και κουνώντας τα χέρια του με την χαρτοπετσέτα.
Όταν άκουσε τους τηλεφωνικούς αποχαιρετισμούς, πράγμα που σήμαινε ότι το τηλεφώνημα έφτανε στο τέλος του, προσεκτικά δίπλωσε την χαρτοπετσέτα του και την άφησε δίπλα στο πιάτο του, στο σημείο που βρισκόταν από την αρχή. Χαμογελώντας συγκαταβατικά, ήταν η εικόνα της αθωότητας, όταν η γυναίκα του μπήκε στο δωμάτιο.
Ζητώντας συγνώμη που άργησε τόσο πολύ στο τηλέφωνο, τον ρώτησε αν είχε κρυφοκοιτάξει στο τραπέζι και όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχε κάνει ζαβολιά, εκείνη τράβηξε το μαντήλι και φώναξε :
Εκπληξη!
Με ένα μεγάλο σοκ και με τρόμο, ανακάλυψε ότι δώδεκα άτομα ήταν καθισμένα γύρω από το τραπέζι, μαζεμένοι για το γενέθλιο πάρτυ του!
Ήτανε που λέτε ο Σημίτης, ο Ντενκτάς και ο Clinton σε ένα αεροπλάνο και πετάγανε. Πέφτει που λέτε το αεροπλάνο μέσα σε μία ζούγκλα με ανθρωποφάγους. Τους πιάνουν λοιπόν οι ανθρωποφάγοι και τους πάνε στον αρχηγό τους. Τους λέει λοιπόν ο αρχηγός.
"Εδώ έχουμε ένα κλουβί με 100 παπαγαλάκια. Ένα από αυτά είναι αρσενικό. Όποιος το βρει, θα σωθεί"
Πάει πρώτος ο Ντενκτάς, μπαίνει μέσα, αρχίζει να πιάνει ένα ένα τα παπαγαλάκια και να τα ψάχνει. Πανικός στα παπαγαλάκια, δεν καθόντουσαν σε μια μεριά, μπερδευόντουσαν με το που τα άφηνε. Μετά από μισή ώρα χτυπάει το καμπανάκι, βγάζουν έξω τον Ντενκτάς, μέσα στο καζάνι για σούπα!
Δεύτερος μπαίνει ο Σημίτης. Αρχίζει και αυτός να ψάχνει τα παπαγαλάκια, αλλά όποιο έψαχνε, το έβαζε στη τσέπη του, στο πουκάμισό του, γενικά όπου μπορούσε. Πάνω που βρίσκει το αρσενικό παπαγαλάκι, χτυπάει το καμπανάκι, τρομάζουν τα άλλα παπαγαλάκια, γίνεται ένας πανικός, πετάνε, χάνει το παπαγαλάκι ο Σημίτης. Τον αρπάζουν, τον πετάνε στον φούρνο να τον κάνουν πίτσα greek lover (αυτή με τις ελιές και τη φέτα).
Τελευταίος μπαίνει ο Clinton. Κλείνουν την πόρτα του κλουβιού, και αρχίζει.
- Είμαι ο Bill Clinton, πρόεδρος της Αμερικής, πλανητάρχης!
Πετάγεται ένα παπαγαλάκι "Στ αρχ**ια μας!"
- Ωπ! Έλα εδώ εσύ!
Αρραβωνιάζεται η Πόντια κόρη και πάει τον γαμπρό σπίτι για τα τραπεζώματα.
- Τί ωραία φαγητά έχετε φτιάξει, ρωτάει ο γαμπρός την πεθερά.
- Ε, σου έσφαξα μια κότα.
Ξανάρχεται άλλη μέρα ο γαμπρός:
- Τί φαγητό να σου κάνω, γαμπρέ μου; ρωτάει η πεθερά.
- Ε, δεν σφάζεις μια κότα;
Ξανάρχεται ο γαμπρός:
- Τί να σου κάνω, γαμπρέ μου;.
- Ε, δεν σφάζεις μια κότα;
Μετά από μέρες έρχεται ο γιος από τον στρατό.
- Παιδί μου, τί να σε κάνω να φας;
- Ρε μάνα, δεν σφάζεις μία κότα;
- Αχ, παιδί μου, τις έφαγε όλες ο γαμπρός μας.
- Εμ γαμπρό κάναμε εμείς; Ή αλεπού;
Είναι δύο φίλοι και πάνε κάθε σαββατοκύριακο για ψάρεμα.
Ο ένας σε όποια όχθη και να πάει, πιάνει όλα τα ψάρια, ενώ ο άλλος, τίποτα. Κάποια στιγμή αυτός που δεν πιάνει τίποτα, αγανακτισμένος, ρωτά τον φίλο του πως γίνεται όλα, τα ψάρια να βρίσκονται στην όχθη που ψαρεύει και ο άλλος του απαντά:
- Ε, να, κάθε πρωί πηγαίνω που ξυπνάω βγάζω το πουλί μου για να δω, αν πάει από την δεξιά πλευρά, πάω να ψαρέψω στην δεξιά όχθη, αν πάει από την αριστερή πάω από την αριστερή!
- Καλά, αμα έίναι όρθιο ;
- Αμα είναι όρθιο, θα πάω για ψάρεμα ρε;
Πάει ένας εικοσάρης για ψάρεμα δίπλα σε έναν παππού ογδοντάρη. Μετά από δύο ώρες το καλάθι του παππού τίγκα στο ψάρι ενώ του εικοσάρη ούτε λέπι!
- Παππού, τον ρωτάει, τι δόλωμα βάζεις;
- Γαρίδα, παιδί μου, απαντάει ο παππούς.
Την άλλη μέρα, νάσου πάλι o εικοσάρης φορτωμένος με γαρίδες, αλλά πάλι ούτε λέπι, ενώ ο παππούς τίγκα στο ψάρι!
- Παππού τι δόλωμα βάζεις; ξαναρωτά ο εικοσάρης.
- Μαρίδα, παιδί μου, απαντά ο παππούς.
- Και πως ξέρεις ποιά μέρα τα ψάρια θα τσιμπήσουν με γαρίδα
Και ποια μέρα με μαρίδα;
- Α, είναι πολύ απλό! Όταν σηκώνομαι το πρωί και η τσουτσού μου γερνει δεξιά, βάζω γαρίδα, άμα γέρνει αριστερά, βάζω μαρίδα. Εσένα άμα ξυπνάς το πρωί, πως είναι η τσουτσού σου;
- Εμένα είναι όρθια, απαντάει ο εικοσάρης.
Κι ο παππούς:
- Καλά μαλάκας είσαι τότε και έρχεσαι για ψάρεμα;