Ένα πρωί, ξυπνάει μια τίγρη με πολύ καλή διάθεση.
Είχε τόσο καλή διάθεση, που βρίσκει μια μικρή μαϊμού και την ρωτά αγριεμένα:
- Ποιο είναι το πιο φοβερό ζώο της ζούγκλας;!
Η μικρή μαϊμού απαντά φοβισμένα:
- Μα φυσικά εσύ, δεν υπάρχει άλλο ζώο φοβερό σαν κι εσένα.
Προχωράει η τίγρη και συναντά ένα ελάφι. Το ρωτά:
- Ποιο είναι το μεγαλύτερο και πιο δυνατό από όλα τα ζώα της ζούγκλας;.
Το ελάφι τρέμει τόσο πολύ που δεν μπορεί να μιλήσει, αλλά τελικά καταφέρνει να αρθρώσει μερικές λέξεις:
- Ω μεγάλη τίγρη, εσύ είσαι το πιο φοβερό ζώο της ζούγκλας.
Η τίγρη τα πήρε πάνω της, ώσπου συναντά έναν ελέφαντα να τρώει ήσυχα-ήσυχα κάτι χόρτα και φωνάζει με όλη της τη δύναμη:
- Ποιο είναι το πιο φοβερό ζώο στη ζούγκλα;.
Ο ελέφαντας την πιάνει με την προβοσκίδα του, την σηκώνει στον αέρα, την πετά κάτω με δύναμη, την πιάνει ξανά, την χτυπά κι άλλο και τελικά την πετά σε ένα δέντρο που ήταν εκεί κοντά.
Η τίγρη στέκεται με δυσκολία στα πόδια της και κοιτώντας τον ελέφαντα του λέει:
- Καλά ρε μάγκα, επειδή δεν ήξερες την απάντηση, δεν χρειαζόταν και να με σπάσεις στο ξύλο.
Ένας βιολιστής πετούσε με το ιδιωτικό του τζετ όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε βλάβη κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σκάφος με αλεξίπτωτο, προλαβαίνοντας μόνο να πάρει μαζί του πέφτοντας το βιολί του.
Τελικά έπεσε στο ξέφωτο μιας ζούγκλας κι εκεί που στεκόταν και σκεφτόταν τι να κάνει βλέπει στην άκρη του ξέφωτου ένα λιοντάρι. Το λιοντάρι τον βλέπει κι αυτό και βρυχώμενο αρχίζει να ορμά προς το μέρος του. Ο βιολιστής, συναισθανόμενος το τέλος του, βγάζει το βιολί του κι αρχίζει να παίζει μια λυπητερή μελωδία. Το λιοντάρι συνεχίζει να ουρλιάζει και να επιτίθεται κι ο βιολιστής παίζει. Τον πλησιάζει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και ξαφνικά σταματάει μπροστά του, μαγεμένο απ τη μουσική, κι ακούει. Μετά από λίγο ένα δεύτερο λιοντάρι εμφανίζεται στην άκρη του ξέφωτου. Βρυχάται κι αρχίζει σαν αστραπή να ορμά. Πλησιάζει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και σταματάει κι αυτό, μαγεμένο, κι ακούει το βιολιστή. Μετά από λίγο ένα τρίτο λιοντάρι κάνει την εμφάνισή του και βρυχάται κι επιτίθεται κι αυτό. Φτάνει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και τελικά πέφτει πάνω στο βιολιστή και τον κατασπαράζει. Τότε γυρνάει το πρώτο λιοντάρι και λέει στο δεύτερο:
- Πάλι την έκανε τη μαλακία του ο κουφός!
Μια φήμη κυκλοφορεί στο δάσος ότι μια αγριεμένη αρκούδα έχει κάνει μια λίστα στην οποία έχει βάλει όλα τα ζώα τα οποία πρόκειται να κατασπαράξει.
Έντρομα τα ζώα αρχίζουν και πανικοβάλλουν το ένα το άλλο. Οι μέρες περνάνε, οι επιθέσεις ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει και τα νεύρα όλων των ζώων έχουν σπάσει. Κάποια από αυτά δεν θέλουν να ζουν πλέον με την αβεβαιότητα και παίρνουν την απόφαση να πάνε στην αρκούδα. Πάει πρώτα η αλεπού.
- Αρκούδα, έμαθα ότι έχεις μια λίστα με τα ζώα που θα κατασπαράξεις. Είναι αλήθεια;.
- Ναι, έτσι είναι, απαντάει η αρκούδα.
- Δεν μου λες κάτι; Κάνε μου μια χάρη. Δεν μπορώ να ζω άλλο με την αβεβαιότητα. Είσαι πιο δυνατή, το ξέρω, αλλά τουλάχιστον θα μου πεις αν είμαι κι εγώ στη λίστα;.
- Για κάτσε να τσεκάρω... Αλφα, αλεπού, ναι, μέσα είσαι.
- Αμάν, γαμώτο, τι ατυχία είναι να τελειώσω έτσι. Ας το κάνεις γρήγορα.
Χραπ, της τρώει το κεφάλι, πάει η αλεπού.
Πάει μετά ο σκύλος και λέει στην αρκούδα:
- Πες μου αν έχεις και μένα στη λίστα. Κοιτάει η αρκούδα...
- Π, ρ, σ, σκύλος, μέσα είσαι, φίλε.
- Οχι, ρε γαμώτο, εγώ που έχω τρομάξει τόσες γάτες να πεθάνω από μια αρκούδα;
Δεν θέλω να ταπεινωθώ μπροστά στους άλλους. Ο,τι είναι να κάνεις κάν το τώρα. Παπ, με μια δαγκωνιά πάει και ο σκύλος.
Μπαίνει μετά ο λαγός...
- Αρκούδα, κυκλοφορεί η φήμη και το ξέρουμε όλοι. Ας τελειώνει εδώ η ιστορία. Είμαι κι εγώ στη λίστα;.
- Ι, κ, λ, ναι, είσαι.
- Να σου πω κάτι, μπορείς να με σβήσεις;
- Ναι, αμέ, και τον σβήνει.
Οι... αρκουδες!
Δύο κυνηγοί αρκούδων συζητούν. "Πώς καταφέρνεις και τις πιάνεις τόσες αρκούδες;", ρωτά ο ένας. "Α, απλό, απλούστατο", λέει ο άλλος. "Οι αρκούδες είναι χαζές. Αρκεί να βρεις τη σπηλιά τους, μπαίνεις μέσα και φωνάζεις: Ουουουουου. Φωνάζει κι αυτή: Ουουουουου. Περιμένεις να πλησιάσει, να δεις καλά τα μάτια της να γυαλίζουν, σηκώνεις το όπλο, σημαδεύεις ανάμεσά τους και πυροβολείς! Αυτό είναι. Τέζα η αρκούδα".
"Μάλιστα", λέει ο άλλος και κατευθείαν, βγαίνει για κυνήγι και... ξυπνάει στο νοσοκομείο τσακισμένος! "Τι έπαθες, ρε;", του λέει ο φίλος του. "Ασε", λέει αυτός. "Βρίσκω, που λες, τη σπηλιά, μπαίνω μέσα και φωνάζω: Ουουουουου. Ακούω: Ουουουουου. Προχωράω και, όπως μου το χες πει, βλέπω τα μάτια να γυαλίζουν. Συγκινημένος, ξαναφωνάζω: Ουουουουου. Ξανακούω: Ουουουουου. Περιμένω και μόλις βλέπω τα μάτια της να πλησιάζουν πολύ, σηκώνω το όπλο, σημαδεύω, πυροβολώ και τότε... βγαίνει το τρένο!"