Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Έρχεται στην Αθήνα κάποιος από το χωριό του, με σκοπό να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές. Συναντάει ένα χωριανό του, που μένει πλέον μόνιμα στην πόλη.
- "Α! Κώστα μου", του λέει "θα έρθεις οπωσδήποτε σπίτι μου στη Γλυφάδα να τα πούμε."
- "Εντάξει. Αν προλάβω να τελειώσω τις δουλειές μου, θα έρθω. αλλά πως;"
- "Ή από Συγγρού ή από Βουλιαγμένης", του απαντάει ο φίλος του.
Λοιπόν, αφού τελείωσε τις δουλειές του, ξεκινάει να πάει στη Γλυφάδα. Φτάνοντας στις στήλες του Ολυμπίου Διός, ρωτάει έναν περαστικό.
- "Φίλε, πως θα βγω στη Συγγρού;"
- "Ααααα. Πολύ απλό αυτό. Θα βάλεις ψηλοτάκουνα παπούτσια, θα βάψεις τα μαλλιά και τα χείλη σου, θα φορέσεις μια κοντή- προκλητική φούστα και θα βγεις."
- "Καλά άστο φιλαράκι", του απαντάει. "Θα πάω από Βουλιαγμένης!"
Μια μέρα το παιδάκι ενός φίλου έφερε στο σπίτι ένα γράμμα από το σχολείο, από αυτά που συνήθως στέλνουν τα σχολεία και τις περισσότερες φορές δε λένε τίποτα και τις υπόλοιπες είναι άγγελοι κακών. Εκείνο το γράμμα έλεγε ότι οι μαθητές εκείνη την ημέρα είχαν δει μια κινηματογραφική ταινία στο σχολείο, που είχε φιλοδοξία να τους διδάξει διάφορα πράματα για τη ζωή γενικότερα και που αν μαθαινότανε από τα βιβλία από τις ταινίες η ζωή, ... καλά, άστο αυτό, ως επί το πλείστον, σεξουαλικού περιεχομένου, (σεξουαλική αγωγή κλπ, ξέρετε εσείς, που ούτε κι αυτά μαθαίνονται από τις ταινίες. Πρακτική χρειάζεται!) Έδινε δε οδηγίες στους γονείς να ρωτήσουν τα παιδάκια τους αν είχαν τίποτα απορίες για το περιεχόμενο της ταινίας. Πιστός στις επιταγές του σχολείου, ο φίλος μου πήρε το διστακτικό γιο του στο σαλόνι κι άρχισε την... ανάκριση:
- Είδες την ταινία στο σχολείο σήμερα;
- Ναι.
- Μήπως έχεις τίποτα απορίες;
- Όχι.
- Για πες μου τώρα τη γνώμη σου για την ταινία.
- Ε λοιπόν, το μόνο που έχω να πω είναι ότι είμαι ευτυχισμένος που είμαι υιοθετημένος.
Ο μικρός Κωστάκης παίζει στο δωμάτιό του και ο πατέρας του μπαίνει και του ανακοινώνει ότι ό μπαμπάς κι η μαμά χωρίζουν.
- Γιατί, μπαμπά; ρωτάει, μπερδεμένος, ο Κωστάκης.
- Ε, να, η μαμά κι εγώ δεν αγαπιόμαστε πια, εξηγεί ο πατέρας.
- Τι εννοείς ακριβώς; ξαναρωτάει ο Κωστάκης.
- Ασε με να σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις. Όταν γυρίζω απ τη δουλειά, η μαμά δεν αισθάνεται αυτή τη γλυκιά έξαψη και αναστάτωση, που έρχεται ο άντρας της στο σπίτι, ούτε έρχεται να με υποδεχτεί στην εξώπορτα.
- Μα, μπαμπά, εγώ βλέπω τη μαμά σε έξαψη, τελείως αναστατωμένη, καμιά φορά, όταν γυρίζεις στο σπίτι. Αρα πρέπει να σε αγαπάει ακόμη.
- Πότε δηλαδή; απόρησε ο πατέρας.
- Να, είναι κάτι φορές, που η μαμά κοιμάται ακόμη, με το γείτονα στο κρεβάτι κι όταν ακούει το αυτοκίνητο, που παρκάρεις στο γκαράζ, βάζει τις φωνές έξαλλη:
- «Ήρθε ο άντρας μου! Ήρθε ο άντρας μου!»