Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Ο γέρος με τη γριά του μένανε πάνω στους λόφους, μακριά απ τον πολιτισμό και σε ημιάγρια κατάσταση. Σπάνια βλέπανε άλλους ανθρώπους. Μια μέρα ένα πλανόδιος πωλητής πέρασε από κει και ρώτησε το γέρο αν θέλανε να αγοράσουνε τίποτα.
- Η γριά μου δεν είναι σπίτι, λέει αυτός. Έχει πάει κάτω στο ποτάμι, να πλύνει. Αλλά για δείξε μου τι έχεις.
Ο πλανόδιος του έδειξε κατσαρόλες και τηγάνια, εργαλεία και συσκευές διάφορες, αλλά ο γέρος δεν έδειχνε ενδιαφέρον. Όταν όμως πρόσεξε έναν καθρέφτη,...
- Τι είναι αυτό; ρώτησε
Πριν ο πωλητής προλάβει να του εξηγήσει ότι ήταν καθρέφτης, ο γέρος το άρπαξε και το κοίταζε.
- Θεέ μου! αναφώνησε. Πού στην ευχή βρήκες τη φωτογραφία του πατερούλη μου;
Ο γέρος ήταν τόσο ενθουσιασμένος, που ήθελε να αγοράσει τον καθρέφτη αμέσως, αλλά, μη έχοντας λεφτά, έδωσε στον πλανόδιο το καλύτερο σταμνί, που είχε φτιάξει η γυναίκα του. Π πωλητής το πήρε και ξεκίνησε να φύγει αμέσως, πριν επιστρέψει η γυναίκα και χαλάσει η ανταλλαγή.
Ο γέρος φοβότανε ότι η γριά του θα θύμωνε πολύ, που είχε ανταλλάξει το καλύτερο σταμνί της με τον καθρέφτη και γι αυτό τον έκρυψε στο στάβλο, πίσω από κάτι άχρηστα κιβώτια.
Πήγαινε 2-3 φορές την ημέρα στο στάβλο, να δει τη «φωτογραφία» του πατερούλη του και τελικά της γυναίκας του της μπήκανε ψύλλοι στ αυτιά.
Αγανακτισμένη μια μέρα απ τα πήγαιν - έλα του γέρου της στο στάβλο, περίμενε να κοιμηθεί και μόλις έπιασε το ροχαλητό ο γέρος, γραμμή η γριά για το στάβλο. Βρήκε κάποια φορά και τον καθρέφτη και έβαλε τις φωνές:
- Α, ώστε αυτή είναι η παστρικιά, που τσιλημπουρδίζει μαζί της!
Ήταν μια επιτροπή , τα παλιά χρόνια , που γυρνάγανε από γειτονιά σε γειτονιά και ρωτάγανε ποιος κάνει κουμάντο στο κάθε σπίτι . Ανάλογα με την απάντηση , έδιναν κι ένα δώρο . Αν έκανε ο άντρας κουμάντο έδιναν ένα άλογο και μια κότα , αν η γυναίκα είχε το πάνω χέρι !
Στο πρώτο σπίτι :
- Ποιος κάνει εδώ κουμάντο ;
- Ξέρετε , χμ ... η γυναίκα μου ασχολείται περισσότερο ...
- Καλά , πάρε μια κότα !
Στο δεύτερο σπίτι :
- Ποιος κάνει εδώ κουμάντο ;
- Εγώ ( λέει η γυναίκα ) !
- Μπράβο , πάρε μια κότα !
Στο τρίτο σπίτι βγαίνει ένας άντρας , θεόρατος .
- Ποιος κάνει κουμάντο εδώ ;
- ΤΙ ΠΟΙΟΣ ; εμένα δεν με βλέπεις ; εγώ κάνω κουμάντο !
- Πολύ ωραία , έχετε κερδίσει ένα άλογο ! Τι χρώμα το θέλετε ;
- Γυναίκα , γυναίκα , τι χρώμα να πάρουμε το άλογο ;
Ένας πατέρας ήταν ανήσυχος με την εμμονή του γιου του στα γυναικεία στήθη. Όπου πηγαίνανε κι όπου βρισκόντουσαν, όταν ο γιος έβλεπε κανένα κορίτσι, έλεγε στον πατέρα του:
- Κοίταξε τι ωραίες μπάλες που έχει, πατέρα. Δυναμίτες!
Ο πατέρας αποφάσισε στο τέλος να πάει το γιο του σ ένα ψυχίατρο, (φτύσ στον κόρφο σου, δηλαδή και κάποτε είπα ότι αν καταραστεί ο θεός το παιδί σου, θα σου βγει οικονομολόγος. Ε, αν δε βγει οικονομολόγος, θα σου βγει ψυχίατρος, κατάλαβες τώρα Ο ψυχίατρος διαβεβαίωσε τον πατέρα ότι, με εντατική θεραπεία, θα το διόρθωνε το κουσούρι του γιου.
Μετά απ τη θεραπεία, πατέρας και γιος πάνε στο σπίτι και περνάνε δίπλα από μια παρέα κοριτσιών, που, αδελφάκι μου, δεν ήταν βυζιά αυτά, υδρογονοβόμβες ήτανε! Ο γιος δεν είπε κουβέντα. Περήφανος ο πατέρας με την ιδέα που είχε, να τον πάει στον ψυχίατρο, βάζει μπρος το αυτοκίνητο να πάνε σπίτι. Τότε πρόσεξε ο γιος ένα φορτηγατζή, που κατέβαινε απ το φορτηγό του και καθώς ήταν ψηλά, είχε τεζαριστεί πολύ.
- Ρε πατέρα, πρόσεξες τι ωραίο κώλο είχε αυτός ο φορτηγατζής; σχολίασε ο γιος.
Ανάπαυση;
Το ζευγάρι τσακώνονταν συνεχώς, κάποια φορά η γυναίκα λέει:
"Ρε άει στον διάολο !"
Ο σύζυγος το πήρε πολύ βαριά και αποφάσισε να πεθάνει,
Οπότε πήγε στο νεκροταφείο μπήκε σε ένα τάφο και σκεπάστηκε με την πλάκα.
Η γυναίκα τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, τίποτα.
Περνάει κι από το νεκροταφείο και βλέπει τον φύλακα:
"Ε, κυρ-Γιάννη μήπως είδες τον άντρα μου;"
"Όχι κυρά μου"
Την λέει, αλλά της κλείνει το μάτι με νόημα:
Θα το τακτοποιήσω, μην ανησυχείς.
Ο φύλακας λοιπόν συνέλαβε σχέδιο πονηρόν:
Με το που νύχτωσε, άρχισε να χτυπάει όλους τους τάφους
ΤΟΚ ΤΟΚ και φώναζε:
"Ε σηκωθείτε, όλοι, έχουμε δουλειά"
Πάει και στον σύζυγο από πάνω και χτυπούσε:
"Εσύ σήκω έχουμε δουλειά είπα"
Τώρα ο τύπος μέσα στον τάφο λέει
"Μα είμαι πεθαμένος! Τι θέλει αυτός;"
Πάλι ο φύλακας να χτυπά την πλάκα από πάνω ΤΟΚ ΤΟΚ
"Εσύ σήκω είπα, όλοι δουλεύουν, τι κάθεσαι;"
Οπότε ο τύπος ανοίγει την πλάκα και του λέει ο φύλακας:
"Λοιπόν πάρε αυτό το καροτσάκι και μετάφερε εκείνα τα μπάζα
Με τους άλλους, να εκεί στην οικοδομή, όλοι μαζί"
Τι να κάνει; παίρνει ένα καροτσάκι και μετέφερε όλο το βράδυ τα χώματα.
Δεν έβλεπε και κανέναν άλλο, σου λέει εμείς οι πεθαμένοι δεν βλεπόμαστε !
Πρόσεχε μην τον χτυπήσουν και τίποτα (αόρατα) καροτσάκια των άλλων.
Με το που άρχισε να ξημερώνει "Εντάξει, τέλος, όλοι μέσα, αύριο πάλι"
Φώναζε ο φύλακας. Ο τύπος λοιπόν, λερωμένος, κουρασμένος
Κρύβεται να μην τον δούν και, μόλις βρίσκει ευκαιρία, φεύγει τρέχοντας.
Ο φύλακας (χαρούμενος για την επιτυχία) έκανε ότι δεν τον είδε.
Επιστρέφει λοιπόν ο τύπος σπίτι του και όπως γυρνούσε,
Βλέπει στην γειτονιά μια αγρυπνία για έναν πεθαμένο.
Μπαίνει μέσα, κόσμος πολύς, να κλαίει η γυναίκα του νεκρού:
"Ααααααχ αντρούλη μου, θα ξεκουραστείς τώρα και μένα μ άφησες
Ααααααχ που όλο έσκαβες και κουραζόσουν"
Ο τύπος λοιπόν πάει στο αυτί του πεθαμένου και του λέει:
"Μεγάλε, όταν ρίξουν τα μπετά, την έβαψες."