Ω Θεέ μου!
Τέσσερις μητέρες συζητάνε πίνοντας το καφεδάκι τους. Η μία από αυτές όλο περηφάνια λέει για τον γιό της που είναι ιερέας.
- Ο γιός μου είναι τόσο αγαπητός στην ενορία του που όπου κι αν πηγαίνει όλοι τον καλούν Πάτερ μου και περάστε Πάτερ μου.
Η δεύτερη λέει.
- Ο δικός μου είναι αρχιμανδρίτης. Όλοι τον προσφωνούν Αιδεσιμότατε και καλώς ήρθατε Αιδεσιμότατε.
Η τρίτη με την σειρά της λέει για τον δικό της γιό.
- Ο δικός μου είναι αρχιεπίσκοπος και όλοι τον φωνάζουν Παναγιότατο.
Η τέταρτη μητέρα συνεχίζει να πίνει τον καφέ της ακούγοντας τις άλλες σιωπηλή οπότε οι άλλες την κοιτάνε και την ρωτούν για τον γιό της.
- Λοιπόν ο δικός σου γιός τι είναι;
- Α! Ο δικός μου γιός είναι ένας παίδαρος 1.90 με σώμα μποντιμπίλτερ και είναι στρίπερ. Κάθε που βγάζει τα ρούχα του όλοι λένε; Ω ΘΕΕ ΜΟΥ!
Ο μικρός Δημητράκης μπήκε στην κουζίνα όπου η μαμά του ετοίμαζε βραδινό.
Πλησίαζαν τα γενέθλιά του και σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να πει στη μαμά του τι δώρο ήθελε."Μαμά", είπε ο μικρός Δημητράκης "θέλω ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου". Ο μικρός Δημητράκης ήταν ένας φασαρτζής του κερατά. Και στο σχολείο και στο σπίτι όλο μπελάδες δημιουργούσε. Έτσι λοιπόν η μαμά του τον ρώτησε αν πιστεύει ότι το δικαιούται το δώρο."Φυσικά", είπε ο μικρός. Η μαμά του, χριστιανή γυναίκα, ήθελε να βάλει τον γιο της να σκεφτεί τη συμπεριφορά του όλο τον χρόνο που είχε περάσει. Έτσι του είπε να πάει στο δωμάτιό του και να σκεφτεί πως φέρθηκε όλους τους μήνες από τα προηγούμενα γενέθλιά του. Και μετά, του είπε, να γράψει ένα γράμμα στον θεούλη και να εξηγεί γιατί αξίζει το ποδήλατο!Έτσι ο μικρός Δημητράκης πήγε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει:
- ΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟ-Αγαπητέ ΘεούληΉμουν πολύ καλό παιδί φέτος και θάθελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Το προτιμώ κόκκινο. Ο φίλος σου,ΔημητράκηςΟ Δημητράκης όμως ήξερε ότι αυτά που έγραψε δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήταν και τόσο καλό παιδί. Έτσι, έσκισε το πρώτο γράμμα και ξανάρχισε.-ΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ-Αγαπητέ ΘεούληΕίμαι ο φίλος σου ο Δημητράκης. Ήμουν καλό παιδί φέτος και θάθελα ένα κόκκινο ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Σ ευχαριστώΟ φίλος σουΔημητράκηςΉξερε όμως ότι ούτε αυτό ήταν αλήθεια. Έτσι, έσκισε και αυτό το γράμμα και άρχισε ξανά.-ΓΡΑΜΜΑ ΤΡΙΤΟ-Αγαπητέ ΘεούληΉμουν εντάξει τη χρονιά που πέρασε. Θα θελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. ΔημητράκηςΟ Δημητράκης ήξερε ότι ούτε αυτό το γράμμα μπορούσε να το στείλει στο Θεό. Έτσι έγραψε το...-ΤΕΤΑΡΤΟ ΓΡΑΜΜΑ -ΘεέΞέρω ότι δεν ήμουν καλό παιδί φέτος. Λυπάμαι πραγματικά. Θα γίνω καλό παιδί όμως αν μου στείλεις ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Σε παρακαλώ... ΕυχαριστώΔημητράκηςΟ μικρός ήξερε όμως, ότι ακόμη κι αν έλεγε αλήθεια, αυτό το γράμμα δεν θα του έφερνε το ποδήλατο. . . Τώρα πια ανησύχησε. Πήγε στην κουζίνα και είπε στη μαμά του ότι ήθελε να πάει στην εκκλησία. Η μαμά σκέφτηκε ότι το "κόλπο" της είχε πιάσει, μιας και είδε τον μικρό να είναι σκεφτικός και λυπημένος."Πήγαινε, αλλά νά γυρίσεις γρήγορα". Ο Δημητράκης πήγε στην εκκλησία της γειτονιάς. Μπήκε μέσα κι έριξε μια ματιά γύρω του να δει αν ήταν κανένας άλλος εκεί. Προχώρησε προς το ιερό και βρήκε μια εικόνα της Παναγίας. Πολύ προσεκτικά την ξεκρέμασε και την έχωσε κάτι από το παλτό του και έφυγε από την εκκλησία τρέχοντας. Μπήκε γρήγορα στο σπίτι του, χώθηκε στο δωμάτιό του και πήρε μολύβι και χαρτί.-ΓΡΑΜΜΑ ΠΕΜΠΤΟ-ΘεέΈχω στα χέρια μου τη μάνα σου. Αν θέλεις να την ξαναδείς, στείλε μου το ποδήλατο. Ξέρεις ποιος.

Μια οικογένεια μόλις είχε αποκτήσει έναν παπαγάλο, ο οποίος μάθαινε να μιλάει.
Μια μέρα γυρίζει η γυναίκα στο σπίτι και βλέπει τον άντρα της να διαβάζει.
- Τι διαβάζεις εκεί; Τσοντούλες-τσοντούλες; του λέει χαριτολογώντας. το ακούει ο παπαγάλος, το αποστηθίζει.
Την άλλη μέρα βγαίνει η γυναίκα στο δρόμο κι ο γείτονας που πότιζε τη βρέχει κατά λάθος. εκείνη εξαγριωμένη του λέει:
- Τι μας βρέχεις ρε μαλακά;" το ακούει κι αυτό ο παπαγάλος το αποστηθίζει.
Μετά από δυο μέρες πάει η γυναίκα σε μια κηδεία και παίρνει και τον παπαγάλο μαζί. Βλέποντας το νεκρό ξαπλωμένο στο φέρετρο η γυναίκα λέει:
- Να του βάλεις ένα ευρώ στον κώλο να δεις για πότε θα σηκωθεί. Το ακούει ο παπαγάλος, το μαθαίνει κι αυτό.
Μετά από μια βδομάδα η γυναίκα αποφασίζει να πάει στην εκκλησία, που είχε αγιασμό και πήρε μαζί της και τον παπαγάλο, βγαίνει ο παπάς, ανοίγει το Ευαγγέλιο πετάγεται ο παπαγάλος:
- Τι διαβάζεις εκεί; τσοντούλες-τσοντούλες; ακούει ο παπάς αλλά προσπαθεί να μη δώσει σημασία, βγάζει το βασιλικό κι αρχίζει να ραντίζει αγιασμό, ο παπαγάλος:
- Τι μας βρέχεις ρε μαλακά; το ακούει ο παπάς πέφτει κάτω ξερός! κι ο παπαγάλος:
- Να του βάλεις ένα ευρώ στον κώλο να δεις για πότε θα σηκωθεί!
Οι κάτοικοι του μικρού χωριού είναι απαρηγόρητοι.
Ο ξαφνικός θάνατος του λατρευτού τους δασκάλου, τούς έχει συντρίψει. Μαζεμένοι όλοι στην εκκλησία, περιμένουν να αρχίσει η κηδεία, που ήδη είχε αργήσει 1 ώρα. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, η νεκροφόρα με το πτώμα του δασκάλου, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προλάβει την τελετή. Σε μια απότομη στροφή, τουμπάρει το φέρετρο, ανοίγει η πίσω πόρτα και το πτώμα πέφτει στο δρόμο. Μετά από λίγα λεπτά, περνά ένα Ι. Χ., πατά το πτώμα, σταματά απότομα, και βγαίνουν έξω οι επιβάτες:
- Πω, πω τι πάθαμε! Τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε; Αν μας πιάσουν, πάμε μέσα για ανθρωποκτονία εξʼ αμελείας. Βάλε ένα χεράκι να τον πετάξουμε στο ρέμα.
Πράγματι, αφήνουν το πτώμα στο ρέμα και το σκεπάζουν πρόχειρα με κλαδιά για να μη φαίνεται. Δεν προλαβαίνουν να περάσουν 20 λεπτά, και στη ρεματιά πλησιάζουν 2 κυνηγοί:
- Λαγός στη ρεματιά! Πάνω του!
Αρχίζουν τις τουφεκιές, πλησιάζουν προς το πτώμα και λέει ο ένας στον άλλον:
- Που τον είδες τον λαγό, ρε χαμένε; Τον σακατέψαμε τον άνθρωπο.
- Και τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε, έτσι όπως τα κατάφερες; Θα τον βάλουμε στο ΙΧ να τον πετάξουμε στη θάλασσα.
Έτσι και έγινε! Πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα, αλλά μετά από μισή ώρα, πλησιάζει ένα αλιευτικό σκάφος:
- Ροφός στη θάλασσα! Πάνω του!
Άρχισαν να ρίχνουν με τα καμάκια προς το άτυχο πτώμα, φυσικά όμως απογοητεύτηκαν μόλις πλησίασαν:
- Μεγάλε, είσαι αχτύπητος. Ροφός ε; Όχι για ψαράς δεν κάνεις ούτε για για φυλάς γίδια στο βουνό.
- Τι κάνουμε τώρα θεέ μου; Aλίμονο μας!
- Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα πετάξουμε το πτώμα στην ακτή.
Από την τρομάρα τους όμως οι ψαράδες εγκατέλειψαν άρον-άρον το πτώμα καταμεσής του δρόμου. Μετά από 2 λεπτά περνά ένα ΙΧ, ξαναπατά το πτώμα, αυτή τη φορά όμως οι επιβάτες ήταν ευσυνείδητοι:
- Πω, πω, τι πάθαμε!
- Μπορεί ια ζει ακόμα. Να τον πάμε γρήγορα στο κοντινότερο νοσοκομείο.
Πηγαίνουν το πτώμα στο νοσοκομείο, το βάζουν γρήγορα στην εντατική και μετά από 2 ώρες βγαίνει από το χειρουργείο απογοητευμένος ο γιατρός. Γεμάτοι αγωνία οι επιβάτες τον ρωτούν:
- Γιατρέ πες μας, θα ζήσει;
Και ο γιατρός:
- Τι να σας πω, ρε παιδιά; Αν μας τον φέρνατε μισή ώρα γρηγορότερα, θα τον είχαμε γλυτώσει!